Σάββατο 8 Ιουλίου 2017

Π.Α: NΑΥΤΙΚΗ ΚΡΟΥΣΗ ΣΕ ΑΙΓΑΙΟ & ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ MΕΣΟΓΕΙΟ

Ευθύμιος Λάζος
Μπορεί το 1982 οι Αργεντινοί να μην πέτυχαν τον απώτερο στόχο τους, δηλαδή την κατάληψη και την κατοχή των Νησιών Φώκλαντ, ωστόσο δύναται κάποιος να ισχυριστεί ότι κέρδισαν τις εντυπώσεις. Στον Πόλεμο των Φώκλαντ χαραγμένη θα μείνει στο μυαλό αρκετών η εικόνα των πληγμάτων που υπέστησαν τα βρετανικά σκάφη επιφανείας από βλήματα αέρος-επιφανείας τύπου AM-39 Block.2 Exocet, καθώς και από βόμβες ελεύθερης πτώσεως. Πιθανόν να είναι και η μοναδική εικόνα που συγκράτησε ο μέσος παρατηρητής εκείνου του πολέμου, μιας και το πλήγμα που μπορεί να υποστεί ένα σκάφος επιφανείας από έναν αντιπλοϊκό πύραυλο είναι αναμφισβήτητα θεαματικό!
Σήμερα δε, οι εντυπώσεις, ως τμήμα των PsyOps (Psychological Operations : Ψυχολογικές Επιχειρήσεις) και λαμβάνοντας υπόψη και τη δύναμη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), αποκτούν ίσως μεγαλύτερη σπουδαιότητα ακόμα και από την καθεαυτή έκβαση των επιχειρήσεων. Άλλο παράδειγμα αποτελεί το πλήγμα που υπέστη, στον Πόλεμο του Λιβάνου (2006), η ισραηλινή κορβέτα INS «Hanit». Το συμβάν δεν επηρέασε τον πόλεμο άμεσα, ωστόσο είχε βαρύ αντίκτυπο στις ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς μακροπρόθεσμα επηρέασε τις εσωτερικές εξελίξεις στο ισραηλινό Πολεμικό Ναυτικό και βραχυπρόθεσμα το πλήγμα έδωσε «πόντους» στη Χαμάς.
Τα δύο παραπάνω περιστατικά φανερώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία που έχει για τη μία πλευρά η καταφορά πλήγματος σε ένα εχθρικό σκάφος επιφανείας. Εξάλλου, τα τελευταία δεν φέρονται σε μεγάλους αριθμούς, με αποτέλεσμα η βύθισή τους να επιδρά στις εξελίξεις καταλυτικά. Οι εναέριες αντιπλοϊκές επιχειρήσεις και κυρίως οι επιθετικές TASMO (Tactical Air Support for Maritime Operations) ή TAΫΝΕ (Τακτική Αεροπορική Υποστήριξη Ναυτικών Επιχειρήσεων) αποτελούν την πιο άμεση λύση για την καταστροφή εχθρικών πλοίων, πολύ απλά, διότι ο ναυτικός Διοικητής αξιοποιεί τα εγγενή χαρακτηριστικά του αεροσκάφους ως πολεμική μηχανή. Την αξία των βλημάτων κατά πλοίων (αέρος-επιφανείας) κατανόησε και η ελληνική στρατιωτική ηγεσία, αμέσως μετά την Κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, με αποτέλεσμα την άμεση προμήθεια των γαλλικών βλημάτων τύπου AM-39 Block.2 Exocet, αναμφισβήτητα μια από τις «στρατηγικές» προσθήκες στο ελληνικό οπλοστάσιο και ένας διαρκείς «πονοκέφαλος» για τους Τούρκους.

ΤΑΫΝΕ

ΤΑΫΝΕ καλούνται εκείνες οι συνδυασμένες αεροναυτικές επιχειρήσεις που επιστρατεύουν μέρος των φίλιων ναυτικών και εναέριων μέσων (τα τελευταία εξορμούν είτε από επίγειες βάσεις είτε από αεροπλανοφόρα) με σκοπό τόσο τη μερική ή ολική εξουδετέρωση εχθρικών σκαφών επιφανείας, όσο και την παροχή υποστηρίξεως στις φίλιες ναυτικές επιχειρήσεις. Συνήθως, τη γενική εποπτεία καθώς και τον έλεγχο και τη διοίκηση των επιχειρήσεων αναλαμβάνει ναυτικός Διοικητής, χωρίς να αποκλείεται και η παρουσία αεροπορικού διοικητή. Τα σκάφη επιφανείας χαρακτηρίζονται από ποικιλία σε ότι αφορά το εκτόπισμά τους, τους αισθητήρες τους, τα οπλικά συστήματά τους, τα μέσα αυτοπροστασίας που διαθέτουν και την ταχύτητά τους.
ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΑΡΚΩΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΖΕΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ.
Εξαιτίας αυτής της πολυμορφίας αναλαμβάνουν και συγκεκριμένους ρόλους. Έτσι, τα αποβατικά πλοία ή ένα αεροπλανοφόρο θα επιχειρούν υπό τη συνοδεία φρεγατών ή αντιτορπιλικών με σκοπό τόσο την παροχή περιμετρικής υποστηρίξεως, όσο και την εξασφάλιση ικανοποιητικής ισχύος πυρός. Η παρουσία ισχυρών ναυτικών μονάδων θα διασφαλίσει την κυριαρχία των θαλάσσιων οδών και επομένως την αποτελεσματική ενίσχυση των φίλιων δυνάμεων, στο εκάστοτε Θέατρο Επιχειρήσεων. Τα σύγχρονα σκάφη επιφανείας μπορεί να διαθέτουν μία πληθώρα αμυντικών συστημάτων για την αυτοπροστασία τους, εντούτοις μειονεκτούν-εν συγκρίσει με τις εναέριες απειλές-στην ταχύτητα και στο βαθμό ευελιξίας.
Η αποτελεσματική αναχαίτιση των εχθρικών εναέριων απειλών απαιτεί την ύπαρξη «στρωμάτων» αεράμυνας. Για την πληρέστερη κατανόηση της ναυτικής αεράμυνας, ας υποθέσουμε ότι ο ναυτικός σχηματισμός αποτελεί το κέντρο πολλαπλών ομόκεντρων κύκλων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν διαφορετικά «στρώματα» αεράμυνας. Καταρχήν, το πρώτο στάδιο της αναχαίτισης προϋποθέτει την αποκάλυψη της εναέριας απειλής, η οποία θα πρέπει να λάβει χώρα στο Ελάχιστο Όριο Αποκαλύψεως (MLD : Minimum Line of Detection). Αντικειμενικός Σκοπός της ναυτικής αεράμυνας είναι η κατάρριψη των εχθρικών αεροσκαφών, πριν τα τελευταία φτάσουν στην αποκαλούμενη Γραμμή Αφέσεως Όπλων (BFL : Bomb Fall Line), η οποία καθορίζεται από το βεληνεκές των βλημάτων αέρος-επιφανείας.
Επί παραδείγματι, ας θεωρήσουμε ότι ένας ναυτικός σχηματισμός αποτελείται από ένα αεροπλανοφόρο και τέσσερα αντιτορπιλικά σε ρόλο συνοδείας, τα οποία βρίσκονται περιμετρικά του πρώτου. Υποθέτουμε ότι η εχθρική εναέρια απειλή απεκαλύφθη στα 200 ναυτικά μίλια. Η απόσταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερη, ανάλογα με την ευαισθησία των ηλεκτρονικών συστημάτων υποστήριξης. Το επόμενο στάδιο αποτελεί μέρος της αεράμυνας σε βάθος: το αεροπλανοφόρο είναι σε θέση να παράξει προστασία στο φίλιο στόλο μέσω των αεροσκαφών που διαθέτει. Τα τελευταία θα επιδιώξουν την αναχαίτιση της εχθρικής δύναμης όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις φίλιες ναυτικές μονάδες. Όσα εχθρικά αεροσκάφη επιβιώσουν από το πρώτο στάδιο της αναχαίτισης θα αντιμετωπιστούν με παρεμβολές ηλεκτρονικών αντιμέτρων και ηλεκτρονικού πολέμου.
Το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει την αναχαίτισή τους με βλήματα επιφανείας-αέρος, μεγάλου βεληνεκούς (SM-2MR). Εάν και σε αυτή την περίπτωση ορισμένα εχθρικά αεροσκάφη «ξεγλιστρήσουν» από τη ναυτική αεράμυνα περιοχής, ο στόλος θα αμυνθεί με βλήματα επιφανείας-αέρος, μικρού βεληνεκούς αεράμυνας σημείου (ESSM). Το έσχατο στάδιο αεράμυνας περιλαμβάνει συστήματα αυτοπροστασίας (Chaffs, Flares), καθώς και συστήματα εγγύς αυτοπροστασίας (CIWS, Phalanx).
Όπως ελέχθη, το προαναφερθέν σενάριο αποτελεί την ιδανική περίπτωση ναυτικής αεράμυνας σε βάθος, έχοντας ως δεδομένο ότι η εχθρική εναέρια απειλή βρίσκεται σε μέσο-μεγάλο ύψος, δίχως να εφαρμόζει EMCON (EMission CONtrol) τακτικές. Σε ρεαλιστικές συνθήκες μάχης, τα εχθρικά αεροσκάφη θα ίπτανται μερικά πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εφαρμόζοντας EMCON τακτικές. Στην περίπτωση αυτή κι λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του ιστού της κεραίας των ναυτικών δυνάμεων (π.χ. ύψος οκτώ μέτρων), τα αεροσκάφη θα αποκαλυφθούν περί τα 30 ναυτικά μίλια από το φίλιο σκάφος επιφάνειας, απόσταση η οποία δεν δίνει αρκετά περιθώρια αντίδρασης.
Στις αντιπλοϊκές επιχειρήσεις τη λέξη-κλειδί για την επιτυχή έκβαση αυτών αποτελούν οι πληροφορίες. Το αποτέλεσμα των εχθροπραξιών θα κριθεί από την ποιότητα και την ποσότητα των πληροφοριών που θα διαθέτουν οι εμπλεκόμενες δυνάμεις. Αυτές, μπορεί να είναι είτε οπτικού είτε ηλεκτρομαγνητικού χαρακτήρα. Χρήση του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (Ηλεκτρονικός Πόλεμος), επιτυχής εφαρμογή EMCON εκπομπών, αεροσκάφη σε ρόλο αναγνώρισης, αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, AWACS κ.ά., αποτελούν μέσα που θα σταθούν πολύτιμος αρωγός στην προσπάθεια των φίλιων δυνάμεων να συλλέξουν αξιόπιστες και έγκαιρες πληροφορίες.
Η ΑΝΤΙΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΕΧΕΙ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΤΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ.
Ας μη λησμονούμε ότι εκτός των πολλαπλών αξόνων επιθέσεως από εχθρικά αεροσκάφη, τα φίλια σκάφη επιφανείας καλούνται να αποκαλύψουν και να εξουδετερώσουν υποβρύχιες και θαλάσσιες απειλές ταυτόχρονα. Έντονες κορεσμένες επιθέσεις εναντίον ναυτικών μονάδων θα αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση σε οποιοδήποτε Θέατρο Επιχειρήσεων, πόσω δε μάλλον σε αυτό του Αιγαίου. Πλέον, οι σύγχρονες αεροναυτικές επιχειρήσεις απαιτούν ισχυρές ναυτικές μονάδες, υπερσύγχρονους αισθητήρες και ραντάρ ηλεκτρονικής διάταξης φάσης (SPY-1D Aegis), δυνατότητες παροχής αεράμυνας σε βάθος (συστήματα επιφανείας-αέρος μεγάλου βεληνεκούς, μικρού βεληνεκούς, αυτόματα συστήματα CIWS, δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου), καθώς και ένα άρτιο δίκτυο πληροφοριών (AWACS, C4I, ESM, συστήματα οπτικής και ηλεκτρονικής αναγνώρισης, SIGINT).

ΕΚΤΕΛΩΝΤΑΣ ΑΕΡΟΝΑΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Εδώ, οι φίλιες ναυτικές μονάδες καλούνται να συνεργαστούν με τις αντίστοιχες αεροπορικές για την επιτυχή προσβολή και εξουδετέρωση εχθρικών ναυτικών δυνάμεων. Η ανάθεση των στόχων σε συγκεκριμένα αεροσκάφη εντός COMAO ή σε συγκεκριμένες Μοίρες από τον ναυτικό διοικητή εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εχθρικές ναυτικές μονάδες ταξινομούνται σε μικρής, μεσαίας και μεγάλης απειλής.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όλα τα σκάφη επιφανείας, των οποίων η αεράμυνα χαρακτηρίζεται ασθενής έως ανύπαρκτη. Επί παραδείγματι, εμπορικά πλοία (με ή χωρίς φορητά αντιαεροπορικά συστήματα υπέρυθρης καθοδήγησης), ταχέα περιπολικά σκάφη με αντιαεροπορικές δυνατότητες, ασυνόδευτα πλοία και γενικά σκάφη επιφανείας ευάλωτα σε αεροπορικές προσβολές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξουδετέρωση αυτών δεν απαιτεί εξελιγμένα stand-off βλήματα αέρος-επιφανείας, ούτε εξειδικευμένες μονάδες σε ρόλο προσβολής ναυτικών μονάδων.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ναυτικές δυνάμεις οι οποίες διαθέτουν αξιόλογη αντιαεροπορική άμυνα σημείου και μία αλληλουχία επικαλυπτόμενων «στρωμάτων» αεράμυνας. Επί παραδείγματι, συνοδευόμενα σκάφη επιφανείας που φέρουν βλήματα επιφανείας-αέρος RIM-7M αποτελούν μεν αξιόλογη απειλή, εντούτοις λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων των συγκεκριμένων βλημάτων, δεν αποτελούν θανάσιμη απειλή. Ωστόσο, ένας ναυτικός σχηματισμός που τοποθετείται στρατηγικά για περιμετρική και επικαλυπτόμενη παροχή αεράμυνας, αποτελεί σοβαρή απειλή. Ανάλογα με τις απαιτήσεις και τα διαθέσιμα μέσα, ο ναυτικός διοικητής μπορεί να αναθέσει την προσβολή αυτών σε εξειδικευμένες μονάδες, όπως -στην περίπτωσή μας-στα Mirage-2000EGM/-2000BGM της 332 Μοίρας (114 Πτέρυγα Μάχης), τα οποία φέρουν AM-39 Block.2 Exocet.
ΤΑ MIRAGE 2000 EGM/ BGM ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΡΙΣΙΜΟ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ ΙΣΧΥΟΣ.
Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει ναυτικές δυνάμεις οι οποίες διαθέτουν αποτελεσματική αεράμυνα σε βάθος. Επικαλυπτόμενα «στρώματα» αεράμυνας, αεροσκάφη σε ρόλο συνοδείας, βλήματα επιφανείας-αέρος μεγάλου/μεσαίου/μικρού βεληνεκούς, αξιόλογες ECM δυνατότητες, αρκετά σκάφη επιφανείας σε μία συγκεκριμένη περιοχή, πλέοντας σε σχηματισμό. Η εξουδετέρωση αυτών απαιτεί συντονισμένες επιθέσεις κορεσμού από πολλαπλούς άξονες διείσδυσης / επιθέσεως υπό την παρουσία decoy αεροσκαφών, την ύπαρξη εξειδικευμένων stand-off βλημάτων αέρος-επιφανείας, ακριβείς και τακτικά ανανεωμένες πληροφορίες και συντονισμό με αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας σε ρόλο TRU (Target Report Unit : Μονάδα Αναφοράς Στόχου).
Εν συγκρίσει με σταθερούς επίγειους στόχους, οι ναυτικές μονάδες παρουσιάζουν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Καταρχάς, ο εντοπισμός τους και η κατάδειξή τους εξαρτάται άμεσα τόσο από την SURPIC κατάσταση της θάλασσας (0-2, 2-4, 6-8 μποφόρ), όσο και από την ταχύτητά τους. Πιο απλά, η θέση των ναυτικών δυνάμεων αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με συνέπεια η αρχική θέση τους να μην υφίσταται, όχι μόνο τη στιγμή της απογείωσης των φίλιων αεροσκαφών, αλλά ακόμα και κατά τη φάση της εξαπόλυσης των βλημάτων αέρος-επιφανείας. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η ποιότητα των πληροφοριών είναι υψίστης σημασίας παράγοντας.
Ο ναυτικός διοικητής των φίλιων ναυτικών δυνάμεων, αξιολογώντας την τακτική κατάσταση και δη την Κατάσταση Επιφανείας (SURPIC), θα αναθέσουν σε συγκεκριμένες μονάδες την αποστολή προσβολής των εχθρικών ναυτικών μονάδων. Η ανάθεση προσβολής αυτών από εξειδικευμένες Μοίρες ή όχι θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της απειλής και τη σπουδαιότητα της αποστολής. Εάν υποθέσουμε ότι στον συγκεκριμένο θαλάσσιο χώρο θα επιχειρούν εχθρικά σκάφη επιφανείας μεγάλης απειλής και υψίστης σημασίας (φρεγάτες τύπου Oliver Hazard Perry, ΜΕΚΟ-200ΤΝ, αεροσκάφη συνοδείας κ.ά.), τότε η εξουδετέρωση αυτών ίσως απαιτήσει αποστολές τύπου COMAO, εντός των οποίων θα επιχειρούν και Mirage-2000EGM/-2000BGM.
Όποια κι αν είναι η μορφή της αποστολής (μεμονωμένη ναυτική κρούση ή επιχείρηση COMAO), η εξειδικευμένη Μοίρα χρειάζεται ακριβείς και έγκυρες πληροφορίες σχετικά με τη διάταξη, τη θέση, τον τύπο, το πλήθος, την ταχύτητα του εχθρικού ναυτικού σχηματισμού, τον Αντικειμενικό Σκοπό της αποστολής (ποιο συγκεκριμένο σκάφος επιφανείας αποτελεί στόχο), την παρουσία ή όχι εχθρικών αεροπορικών δυνάμεων στην περιοχή, τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, την κατάσταση της θάλασσας κ.ά.
Λόγω της μεταβαλλόμενης Κατάστασης Επιφανείας, οι αρχικές πληροφορίες σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για την τελική θέση των παραπάνω ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, παρέχουν κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες της ναυτικής δύναμης, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν και τη φύση της αποστολής. Στην περίπτωσή μας, ορισμένα στοιχεία που αφορούν τον στόχο θα αξιολογηθούν από τον Αξιωματικό Ηλεκτρονικού Πολέμου της Μοίρας, για τη «φόρτωση» του κατάλληλου προγράμματος αυτοπροστασίας στα αεροσκάφη, ενώ ορισμένα άλλα θα επηρεάσουν τον τρόπο εξαπόλυσης του AM-39 Block.2 Exocet.
Η ΑΝΑΧΑΙΤΗΣΗ ΒΛΗΜΑΤΩΝ EXOCET ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΣΤΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΕΡΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΑΝΑΚΕΙΑ.
Στις TASMO επιχειρήσεις είθισται η ανανέωση των πληροφοριών να λαμβάνει χώρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον της τάξεως των 7-10 λεπτών. Οι νέες αναφορές είναι περιεκτικές και σύντομες σε συγκεκριμένες συχνότητες, με σκοπό την αποφυγή Spoofing/COMINT από τις εχθρικές δυνάμεις. Ο αρχηγός του φίλιου σχηματισμού καλείται να εκτελέσει κυριολεκτικά τιτάνιο έργο, καθώς θα επιχειρεί σε MAC (Minimum Altitude Capable) ύψος, υπό συνθήκες EMCON, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μία σειρά θεμάτων που αφορούν χαμηλοϋψείς διελεύσεις πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (π.χ. τρικυμιώδης θάλασσα που επηρεάζει αρνητικά την αποκάλυψη των ναυτικών δυνάμεων, φαινόμενο αγωγιμότητας που προδίδει την παρουσία του εναέριου σχηματισμού στις ναυτικές μονάδες από μεγάλη απόσταση κ.ά.), ενώ ταυτόχρονα καλείται να «φιλτράρει» τις επερχόμενες πληροφορίες, οι οποίες δεν αποκλείεται να είναι αλληλοσυγκρουόμενες, σχετικά με τη νέα θέση και τη διάταξη των εχθρικών ναυτικών μονάδων.
Το έργο επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο όταν τόσο οι φίλιες, όσο και οι εχθρικές ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον 40 ναυτικών μιλίων και όταν στην περιοχή μπορεί να επιχειρούν φίλια κι εχθρικά μαχητικά ιδίου τύπου! Ακόμα, η έλλειψη φίλιων αεροσκαφών εναέριου ανεφοδιασμού δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις αεροναυτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, καθότι τα ελληνικά μαχητικά δεν θα έχουν την πολυτέλεια χρόνου (επάρκεια καυσίμου) για πολλαπλές καταδείξεις των στόχων, σε περίπτωση που αδυνατούν να εντοπίσουν τον εχθρικό ναυτικό σχηματισμό με την πρώτη φορά. Πόσω δε μάλλον, εάν αναγκαστούν να εκτελέσουν άμυνα απέναντι σε CAP.
Από την άλλη πλευρά, λόγω εφαρμογών EMCON τακτικών, ο φίλιος εναέριος σχηματισμός, για σημαντικό μέρος της πτήσεως, δεν δύναται να έχει εικόνα της Κατάστασης Επιφάνειας από τους δικούς του αισθητήρες (π.χ. ραντάρ). Σε αυτή την περίπτωση, μπαίνει σε εφαρμογή η έννοια των συντονισμένων αεροναυτικών επιχειρήσεων. Αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, ελικόπτερα του ΠΝ, (S-70B Aegean Hawk), RF-4E Phantom II της ΠΑ, συστήματα ESM των φίλιων ναυτικών μονάδων, EMB-145H AWACS κ.ά., καλούνται να παράξουν περιεκτικές, έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη νέα Κατάσταση Επιφανείας, οι οποίες με τη σειρά τους θα διοχετευτούν στον αρχηγό του φίλιου εναέριου σχηματισμού. Πρόκειται για μέσα σε ρόλο TRU.
Ο αρχηγός της πτήσης σε προκαθορισμένη απόσταση από τον στόχο, θα ενεργοποιήσει το radar του αεροσκάφους με σκοπό την αποκάλυψη των ναυτικών μονάδων, την ανάθεση στόχων και την εξαπόλυση των βλημάτων, στην περίπτωσή μας AM-39 Block.2 Exocet. Τα τελευταία, πετώντας ελάχιστα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν γωνιακή απόκλιση από τον στόχο, με αποτέλεσμα-κι έχοντας υπόψη τουλάχιστον δύο αρχικούς άξονες επιθέσεως- την αύξηση των επιθέσεων κορεσμού. Σε γενικές γραμμές, η τελευταία ενημέρωση περί της Κατάστασης Επιφανείας θα πρέπει να λάβει χώρα τουλάχιστον 5-6 λεπτά πριν την εξαπόλυση των βλημάτων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων επιδιώκεται πλήγμα κάτω από την ίσαλο γραμμή των πλοίων, το οποίο είναι συνήθως καταστροφικό, χωρίς να αποκλείεται και προσβολή των αισθητήρων της υπερκατασκευής για τη μερική εξουδετέρωση του πλοίου.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο συντονισμένων αεροναυτικών επιχειρήσεων υπό την παρουσία αεροσκαφών σε ρόλο SEAD. Βάσει πάντα της ελληνικής πραγματικότητας, αεροσκάφη τύπου F-16C/-16D Block.50D Fighting Falcon ή F-16C/-16D Block.52+ Fighting Falcon ή F-16C/-16D Advanced Block.52+ Fighting Falcon είναι σε θέση να επιχειρούν ταυτόχρονα με αντίστοιχα τα Mirage-2000 της 114 Πτέρυγας Μάχης, με σκοπό τον ποιοτικό και ποσοτικό κορεσμό της επιθέσεως. Έτσι, εάν η εχθρική ναυτική δύναμη εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά, με σκοπό την αποκάλυψη της εναέριας απειλής, τότε θα προσβληθεί από βλήματα τύπου AGM-88B HARM. Αντίθετα, εάν εφαρμόσει EMCON τακτικές για την αποφυγή αντι-ραντάρ βλήματος, θα προσβληθεί από βλήματα τύπου AM-39 Block.2 Exocet. Όπως κι αν έχει, στις επιθετικές αεροναυτικές επιχειρήσεις επιδιώκεται ταύτιση των χρόνων αφίξεων των βλημάτων ή ταύτιση των TOF (Time of Flight) αυτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα συστήματα εγγύς αεράμυνας των πλοίων (CIWS) δεν θα είναι σε θέση να αναχαιτίσουν το πλήθος των ταυτόχρονα επερχόμενων βλημάτων.
Όπως προαναφέραμε τον Ιανουάριο του 1997, η ΠΑ προχώρησε στην υπογραφή σύμβασης για την απόκτηση 39 βλημάτων τύπου AM-39 Block.2 Exocet της MBDA. Η συγκεκριμένη αγορά θεωρήθηκε απόρροια των «lessons learned» από την κρίση στα Ίμια, ένα χρόνο νωρίτερα. Η πιστοποίηση του βλήματος έγινε, αρχικά, στο Mirage-2000EGM στο κέντρο δοκιμών της Dassault Aviation στη Γαλλία. Το βλήμα αναπτύχθηκε, στην αρχική του μορφή, το 1974 και εισήχθη σε υπηρεσία στο Γαλλικό Ναυτικό το 1979. Δοκιμάστηκε επιτυχώς στον Πόλεμο των Φώκλαντ, ενώ στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, δύο βλήματα του τύπου ενός ιρακινού Mirage F-1EQ κατόρθωσαν να πλήξουν, στις 14 Μαΐου του 1987, μία αμερικανική φρεγάτα κλάσης Oliver Hazard Perry (USS “Stark”), στην οποία προκάλεσαν σοβαρές ζημιές. Διάφορα προβλήματα, κυρίως στον πυροκροτητή, οδήγησαν την κατασκευάστρια εταιρία στην ανάπτυξη μίας νέας βελτιωμένης έκδοσης, η οποία φέρει και ορισμένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του MM-40.
Πρόκειται για την έκδοση AM-39 Block.2 Exocet, που προμηθεύτηκε η ΠΑ. Ο πύραυλος έχει μέγιστο βεληνεκές τα 54 χιλιόμετρα περίπου, αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 0,9 Μach. Οι διαστάσεις του είναι μήκος x διάμετρος x άνοιγμα πτερύγων x βάρος (4,7 μ x 0,35 μ x 1,1 μ x 1.480 λίβρες) και αποτελείται από τέσσερα τμήματα: τo τμήμα των ηλεκτρονικών συστημάτων στο εμπρόσθιο μέρος, το τμήμα της πολεμικής κεφαλής, το κυρίως τμήμα, όπου βρίσκονται τέσσερα σταθερά πτερύγια και το τμήμα της πρόωσης, όπου βρίσκονται και τέσσερα μικρότερα πτερύγια κατεύθυνσης, καθώς και η μπαταρία του βλήματος. Στο τμήμα των ηλεκτρονικών φέρεται ο ερευνητής, δηλαδή το ψηφιακό μονοπαλμικό ενεργό ραντάρ τύπου Super ADAC, το οποίο εκπέμπει στην μπάντα συχνοτήτων X, είναι ανθεκτικό σε αντίμετρα και ικανό να ξεχωρίζει σκάφη από όγκους ξηράς (clutter).
Eπιπλέον, στον ίδιο τομέα, εκτός του ερευνητή υπάρχει το αλτίμετρο του πυραύλου για την μέτρηση του ύψους πτήσης του βλήματος και δύο γυροσκόπια, υπεύθυνα για την αδρανειακή πλοήγησή του προς τον στόχο. Η πολεμική κεφαλή ζυγίζει κάτι παραπάνω από 340 λίβρες και αποτελείται από ένα χαλύβδινο κοίλο κορμό, όπου εμπεριέχεται το εκρηκτικό μίγμα. Επίσης, διαθέτει τόσο πυροσωλήνα προσέγγισης, όσο και κρούσης. Το βλήμα μπορεί να επιφέρει σοβαρό πλήγμα ή να καταστρέψει σκάφος επιφανείας εκτοπίσματος από 3.000 έως και 7.000-8.000 τόνους, αλλά και παραπάνω. Μετά την πρόσκρουση, η πολεμική κεφαλή εκρήγνυται μετά από κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου, έτσι ώστε το βλήμα να μπορέσει να εισέλθει εντός του πλοίου περίπου 3-5 μέτρα και να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή.
Στο αεροσκάφος Mirage-2000EGM/-2000BGM το βλήμα φέρεται από τον εκτοξευτή LM-775 και μέσω αυτού διασυνδέεται με το σύστημα MAIB-39 (Μissile Aircraft Interface Box) του αεροσκάφους. Λόγω αυτοματοποίησης της νέας έκδοσης, ο φόρτος εργασίας του χειριστή έχει μειωθεί αισθητά. Ο τελευταίος, εφόσον εισέλθει στο φάκελο εμπλοκής του πυραύλου κι εφόσον ικανοποιεί ορισμένες προϋποθέσεις αναφορικά με τη θέση του αεροσκάφους, περνά τα δεδομένα του στόχου από το radar του Mirage, μέσω του συστήματος NAS (Navigation and Attack System) και του MAIB-39 στον πύραυλο. Μετά την εντολή πυροδότησης, ο Exocet εκτελεί ελεύθερη πτώση για πέντε μέτρα περίπου (διάρκεια ενός δευτερολέπτου) και στη συνέχεια τίθεται σε λειτουργία ο προωθητικός κινητήρας (booster motor). Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα ακολουθεί ο κινητήρας σταθερής ώσης (sustainer motor). Περίπου τέσσερα δευτερόλεπτα μετά την ενεργοποίηση του sustainer οπλίζει η πολεμική κεφαλή και το βλήμα ολισθαίνει σε χαμηλό ύψος (sea skimming).
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του πυραύλου είναι η δυνατότητα που παρέχει στον χειριστή να επιλέξει ορισμένα στοιχεία της πτήσης από ένα εύρος επιλογών. Έτσι, μπορεί να επιλέξει εάν η κεφαλή θα αρχίσει την αναζήτηση νωρίς ή αργά. Στην πρώτη περίπτωση αυξάνονται οι πιθανότητες έγκαιρης στοχοποίησης του στόχου, αλλά αυξάνονται και οι πιθανότητες έγκαιρου εντοπισμού του βλήματος από το πλοίο-στόχο. Στη δεύτερη, αυξάνονται οι πιθανότητες αιφνιδιασμού, ιδιαίτερα όταν έχει προγραμματιστεί ταυτόχρονη άφιξη των βλημάτων από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ακόμα, ο χειριστής μπορεί να επιλέξει κριτήρια θέσης για τον εντοπισμό του πλοίου, να επιλέξει γωνιακή απόκλιση του βλήματος ως προς τον στόχο, να επιλέξει το μέγεθος του στόχου και την ταχύτητά του, την εκτέλεση ή όχι τερματικών ελιγμών, την εκτέλεση ελιγμού pull-up ή βύθισης προς τον στόχο κ.α. Όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με την αντοχή του βλήματος σε περιβάλλον ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών, καθιστούν τον Exocet ένα σημαντικό ατού στα χέρια της ΠΑ.
Ευθύμιος Λάζος Μπορεί το 1982 οι Αργεντινοί να μην πέτυχαν τον απώτερο στόχο τους, δηλαδή την κατάληψη και την κατοχή των Νησιών Φώκλαντ, ωστόσο δύναται κάποιος να ισχυριστεί ότι κέρδισαν τις εντυπώσεις. Στον Πόλεμο των Φώκλαντ χαραγμένη θα μείνει στο μυαλό αρκετών η εικόνα των πληγμάτων που υπέστησαν τα βρετανικά σκάφη επιφανείας από βλήματα αέρος-επιφανείας τύπου AM-39 Block.2 Exocet, καθώς και από βόμβες ελεύθερης πτώσεως. Πιθανόν να είναι και η μοναδική εικόνα που συγκράτησε ο μέσος παρατηρητής εκείνου του πολέμου, μιας και το πλήγμα που μπορεί να υποστεί ένα σκάφος επιφανείας από έναν αντιπλοϊκό πύραυλο είναι αναμφισβήτητα θεαματικό! Σήμερα δε, οι εντυπώσεις, ως τμήμα των PsyOps (Psychological Operations : Ψυχολογικές Επιχειρήσεις) και λαμβάνοντας υπόψη και τη δύναμη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), αποκτούν ίσως μεγαλύτερη σπουδαιότητα ακόμα και από την καθεαυτή έκβαση των επιχειρήσεων. Άλλο παράδειγμα αποτελεί το πλήγμα που υπέστη, στον Πόλεμο του Λιβάνου (2006), η ισραηλινή κορβέτα INS «Hanit». Το συμβάν δεν επηρέασε τον πόλεμο άμεσα, ωστόσο είχε βαρύ αντίκτυπο στις ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, καθώς μακροπρόθεσμα επηρέασε τις εσωτερικές εξελίξεις στο ισραηλινό Πολεμικό Ναυτικό και βραχυπρόθεσμα το πλήγμα έδωσε «πόντους» στη Χαμάς. Τα δύο παραπάνω περιστατικά φανερώνουν με τον καλύτερο τρόπο τη σημασία που έχει για τη μία πλευρά η καταφορά πλήγματος σε ένα εχθρικό σκάφος επιφανείας. Εξάλλου, τα τελευταία δεν φέρονται σε μεγάλους αριθμούς, με αποτέλεσμα η βύθισή τους να επιδρά στις εξελίξεις καταλυτικά. Οι εναέριες αντιπλοϊκές επιχειρήσεις και κυρίως οι επιθετικές TASMO (Tactical Air Support for Maritime Operations) ή TAΫΝΕ (Τακτική Αεροπορική Υποστήριξη Ναυτικών Επιχειρήσεων) αποτελούν την πιο άμεση λύση για την καταστροφή εχθρικών πλοίων, πολύ απλά, διότι ο ναυτικός Διοικητής αξιοποιεί τα εγγενή χαρακτηριστικά του αεροσκάφους ως πολεμική μηχανή. Την αξία των βλημάτων κατά πλοίων (αέρος-επιφανείας) κατανόησε και η ελληνική στρατιωτική ηγεσία, αμέσως μετά την Κρίση των Ιμίων, τον Ιανουάριο του 1996, με αποτέλεσμα την άμεση προμήθεια των γαλλικών βλημάτων τύπου AM-39 Block.2 Exocet, αναμφισβήτητα μια από τις «στρατηγικές» προσθήκες στο ελληνικό οπλοστάσιο και ένας διαρκείς «πονοκέφαλος» για τους Τούρκους. ΤΑΫΝΕ ΤΑΫΝΕ καλούνται εκείνες οι συνδυασμένες αεροναυτικές επιχειρήσεις που επιστρατεύουν μέρος των φίλιων ναυτικών και εναέριων μέσων (τα τελευταία εξορμούν είτε από επίγειες βάσεις είτε από αεροπλανοφόρα) με σκοπό τόσο τη μερική ή ολική εξουδετέρωση εχθρικών σκαφών επιφανείας, όσο και την παροχή υποστηρίξεως στις φίλιες ναυτικές επιχειρήσεις. Συνήθως, τη γενική εποπτεία καθώς και τον έλεγχο και τη διοίκηση των επιχειρήσεων αναλαμβάνει ναυτικός Διοικητής, χωρίς να αποκλείεται και η παρουσία αεροπορικού διοικητή. Τα σκάφη επιφανείας χαρακτηρίζονται από ποικιλία σε ότι αφορά το εκτόπισμά τους, τους αισθητήρες τους, τα οπλικά συστήματά τους, τα μέσα αυτοπροστασίας που διαθέτουν και την ταχύτητά τους. ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΔΙΑΡΚΩΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΖΕΙ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΥ ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΘΕΣΗ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ. Εξαιτίας αυτής της πολυμορφίας αναλαμβάνουν και συγκεκριμένους ρόλους. Έτσι, τα αποβατικά πλοία ή ένα αεροπλανοφόρο θα επιχειρούν υπό τη συνοδεία φρεγατών ή αντιτορπιλικών με σκοπό τόσο την παροχή περιμετρικής υποστηρίξεως, όσο και την εξασφάλιση ικανοποιητικής ισχύος πυρός. Η παρουσία ισχυρών ναυτικών μονάδων θα διασφαλίσει την κυριαρχία των θαλάσσιων οδών και επομένως την αποτελεσματική ενίσχυση των φίλιων δυνάμεων, στο εκάστοτε Θέατρο Επιχειρήσεων. Τα σύγχρονα σκάφη επιφανείας μπορεί να διαθέτουν μία πληθώρα αμυντικών συστημάτων για την αυτοπροστασία τους, εντούτοις μειονεκτούν-εν συγκρίσει με τις εναέριες απειλές-στην ταχύτητα και στο βαθμό ευελιξίας. Η αποτελεσματική αναχαίτιση των εχθρικών εναέριων απειλών απαιτεί την ύπαρξη «στρωμάτων» αεράμυνας. Για την πληρέστερη κατανόηση της ναυτικής αεράμυνας, ας υποθέσουμε ότι ο ναυτικός σχηματισμός αποτελεί το κέντρο πολλαπλών ομόκεντρων κύκλων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν διαφορετικά «στρώματα» αεράμυνας. Καταρχήν, το πρώτο στάδιο της αναχαίτισης προϋποθέτει την αποκάλυψη της εναέριας απειλής, η οποία θα πρέπει να λάβει χώρα στο Ελάχιστο Όριο Αποκαλύψεως (MLD : Minimum Line of Detection). Αντικειμενικός Σκοπός της ναυτικής αεράμυνας είναι η κατάρριψη των εχθρικών αεροσκαφών, πριν τα τελευταία φτάσουν στην αποκαλούμενη Γραμμή Αφέσεως Όπλων (BFL : Bomb Fall Line), η οποία καθορίζεται από το βεληνεκές των βλημάτων αέρος-επιφανείας. Επί παραδείγματι, ας θεωρήσουμε ότι ένας ναυτικός σχηματισμός αποτελείται από ένα αεροπλανοφόρο και τέσσερα αντιτορπιλικά σε ρόλο συνοδείας, τα οποία βρίσκονται περιμετρικά του πρώτου. Υποθέτουμε ότι η εχθρική εναέρια απειλή απεκαλύφθη στα 200 ναυτικά μίλια. Η απόσταση αυτή μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτερη, ανάλογα με την ευαισθησία των ηλεκτρονικών συστημάτων υποστήριξης. Το επόμενο στάδιο αποτελεί μέρος της αεράμυνας σε βάθος: το αεροπλανοφόρο είναι σε θέση να παράξει προστασία στο φίλιο στόλο μέσω των αεροσκαφών που διαθέτει. Τα τελευταία θα επιδιώξουν την αναχαίτιση της εχθρικής δύναμης όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις φίλιες ναυτικές μονάδες. Όσα εχθρικά αεροσκάφη επιβιώσουν από το πρώτο στάδιο της αναχαίτισης θα αντιμετωπιστούν με παρεμβολές ηλεκτρονικών αντιμέτρων και ηλεκτρονικού πολέμου. Το επόμενο στάδιο περιλαμβάνει την αναχαίτισή τους με βλήματα επιφανείας-αέρος, μεγάλου βεληνεκούς (SM-2MR). Εάν και σε αυτή την περίπτωση ορισμένα εχθρικά αεροσκάφη «ξεγλιστρήσουν» από τη ναυτική αεράμυνα περιοχής, ο στόλος θα αμυνθεί με βλήματα επιφανείας-αέρος, μικρού βεληνεκούς αεράμυνας σημείου (ESSM). Το έσχατο στάδιο αεράμυνας περιλαμβάνει συστήματα αυτοπροστασίας (Chaffs, Flares), καθώς και συστήματα εγγύς αυτοπροστασίας (CIWS, Phalanx). Όπως ελέχθη, το προαναφερθέν σενάριο αποτελεί την ιδανική περίπτωση ναυτικής αεράμυνας σε βάθος, έχοντας ως δεδομένο ότι η εχθρική εναέρια απειλή βρίσκεται σε μέσο-μεγάλο ύψος, δίχως να εφαρμόζει EMCON (EMission CONtrol) τακτικές. Σε ρεαλιστικές συνθήκες μάχης, τα εχθρικά αεροσκάφη θα ίπτανται μερικά πόδια πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, εφαρμόζοντας EMCON τακτικές. Στην περίπτωση αυτή κι λαμβάνοντας υπόψη το ύψος του ιστού της κεραίας των ναυτικών δυνάμεων (π.χ. ύψος οκτώ μέτρων), τα αεροσκάφη θα αποκαλυφθούν περί τα 30 ναυτικά μίλια από το φίλιο σκάφος επιφάνειας, απόσταση η οποία δεν δίνει αρκετά περιθώρια αντίδρασης. Στις αντιπλοϊκές επιχειρήσεις τη λέξη-κλειδί για την επιτυχή έκβαση αυτών αποτελούν οι πληροφορίες. Το αποτέλεσμα των εχθροπραξιών θα κριθεί από την ποιότητα και την ποσότητα των πληροφοριών που θα διαθέτουν οι εμπλεκόμενες δυνάμεις. Αυτές, μπορεί να είναι είτε οπτικού είτε ηλεκτρομαγνητικού χαρακτήρα. Χρήση του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (Ηλεκτρονικός Πόλεμος), επιτυχής εφαρμογή EMCON εκπομπών, αεροσκάφη σε ρόλο αναγνώρισης, αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, AWACS κ.ά., αποτελούν μέσα που θα σταθούν πολύτιμος αρωγός στην προσπάθεια των φίλιων δυνάμεων να συλλέξουν αξιόπιστες και έγκαιρες πληροφορίες. Η ΑΝΤΙΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΕΧΕΙ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΤΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ. Ας μη λησμονούμε ότι εκτός των πολλαπλών αξόνων επιθέσεως από εχθρικά αεροσκάφη, τα φίλια σκάφη επιφανείας καλούνται να αποκαλύψουν και να εξουδετερώσουν υποβρύχιες και θαλάσσιες απειλές ταυτόχρονα. Έντονες κορεσμένες επιθέσεις εναντίον ναυτικών μονάδων θα αποτελούν τον κανόνα παρά την εξαίρεση σε οποιοδήποτε Θέατρο Επιχειρήσεων, πόσω δε μάλλον σε αυτό του Αιγαίου. Πλέον, οι σύγχρονες αεροναυτικές επιχειρήσεις απαιτούν ισχυρές ναυτικές μονάδες, υπερσύγχρονους αισθητήρες και ραντάρ ηλεκτρονικής διάταξης φάσης (SPY-1D Aegis), δυνατότητες παροχής αεράμυνας σε βάθος (συστήματα επιφανείας-αέρος μεγάλου βεληνεκούς, μικρού βεληνεκούς, αυτόματα συστήματα CIWS, δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου), καθώς και ένα άρτιο δίκτυο πληροφοριών (AWACS, C4I, ESM, συστήματα οπτικής και ηλεκτρονικής αναγνώρισης, SIGINT). ΕΚΤΕΛΩΝΤΑΣ ΑΕΡΟΝΑΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Εδώ, οι φίλιες ναυτικές μονάδες καλούνται να συνεργαστούν με τις αντίστοιχες αεροπορικές για την επιτυχή προσβολή και εξουδετέρωση εχθρικών ναυτικών δυνάμεων. Η ανάθεση των στόχων σε συγκεκριμένα αεροσκάφη εντός COMAO ή σε συγκεκριμένες Μοίρες από τον ναυτικό διοικητή εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι εχθρικές ναυτικές μονάδες ταξινομούνται σε μικρής, μεσαίας και μεγάλης απειλής. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν όλα τα σκάφη επιφανείας, των οποίων η αεράμυνα χαρακτηρίζεται ασθενής έως ανύπαρκτη. Επί παραδείγματι, εμπορικά πλοία (με ή χωρίς φορητά αντιαεροπορικά συστήματα υπέρυθρης καθοδήγησης), ταχέα περιπολικά σκάφη με αντιαεροπορικές δυνατότητες, ασυνόδευτα πλοία και γενικά σκάφη επιφανείας ευάλωτα σε αεροπορικές προσβολές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εξουδετέρωση αυτών δεν απαιτεί εξελιγμένα stand-off βλήματα αέρος-επιφανείας, ούτε εξειδικευμένες μονάδες σε ρόλο προσβολής ναυτικών μονάδων. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ναυτικές δυνάμεις οι οποίες διαθέτουν αξιόλογη αντιαεροπορική άμυνα σημείου και μία αλληλουχία επικαλυπτόμενων «στρωμάτων» αεράμυνας. Επί παραδείγματι, συνοδευόμενα σκάφη επιφανείας που φέρουν βλήματα επιφανείας-αέρος RIM-7M αποτελούν μεν αξιόλογη απειλή, εντούτοις λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων των συγκεκριμένων βλημάτων, δεν αποτελούν θανάσιμη απειλή. Ωστόσο, ένας ναυτικός σχηματισμός που τοποθετείται στρατηγικά για περιμετρική και επικαλυπτόμενη παροχή αεράμυνας, αποτελεί σοβαρή απειλή. Ανάλογα με τις απαιτήσεις και τα διαθέσιμα μέσα, ο ναυτικός διοικητής μπορεί να αναθέσει την προσβολή αυτών σε εξειδικευμένες μονάδες, όπως -στην περίπτωσή μας-στα Mirage-2000EGM/-2000BGM της 332 Μοίρας (114 Πτέρυγα Μάχης), τα οποία φέρουν AM-39 Block.2 Exocet. ΤΑ MIRAGE 2000 EGM/ BGM ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΚΡΙΣΙΜΟ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΤΗ ΙΣΧΥΟΣ. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει ναυτικές δυνάμεις οι οποίες διαθέτουν αποτελεσματική αεράμυνα σε βάθος. Επικαλυπτόμενα «στρώματα» αεράμυνας, αεροσκάφη σε ρόλο συνοδείας, βλήματα επιφανείας-αέρος μεγάλου/μεσαίου/μικρού βεληνεκούς, αξιόλογες ECM δυνατότητες, αρκετά σκάφη επιφανείας σε μία συγκεκριμένη περιοχή, πλέοντας σε σχηματισμό. Η εξουδετέρωση αυτών απαιτεί συντονισμένες επιθέσεις κορεσμού από πολλαπλούς άξονες διείσδυσης / επιθέσεως υπό την παρουσία decoy αεροσκαφών, την ύπαρξη εξειδικευμένων stand-off βλημάτων αέρος-επιφανείας, ακριβείς και τακτικά ανανεωμένες πληροφορίες και συντονισμό με αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας σε ρόλο TRU (Target Report Unit : Μονάδα Αναφοράς Στόχου). Εν συγκρίσει με σταθερούς επίγειους στόχους, οι ναυτικές μονάδες παρουσιάζουν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Καταρχάς, ο εντοπισμός τους και η κατάδειξή τους εξαρτάται άμεσα τόσο από την SURPIC κατάσταση της θάλασσας (0-2, 2-4, 6-8 μποφόρ), όσο και από την ταχύτητά τους. Πιο απλά, η θέση των ναυτικών δυνάμεων αλλάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, με συνέπεια η αρχική θέση τους να μην υφίσταται, όχι μόνο τη στιγμή της απογείωσης των φίλιων αεροσκαφών, αλλά ακόμα και κατά τη φάση της εξαπόλυσης των βλημάτων αέρος-επιφανείας. Επομένως, γίνεται κατανοητό ότι η ποιότητα των πληροφοριών είναι υψίστης σημασίας παράγοντας. Ο ναυτικός διοικητής των φίλιων ναυτικών δυνάμεων, αξιολογώντας την τακτική κατάσταση και δη την Κατάσταση Επιφανείας (SURPIC), θα αναθέσουν σε συγκεκριμένες μονάδες την αποστολή προσβολής των εχθρικών ναυτικών μονάδων. Η ανάθεση προσβολής αυτών από εξειδικευμένες Μοίρες ή όχι θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της απειλής και τη σπουδαιότητα της αποστολής. Εάν υποθέσουμε ότι στον συγκεκριμένο θαλάσσιο χώρο θα επιχειρούν εχθρικά σκάφη επιφανείας μεγάλης απειλής και υψίστης σημασίας (φρεγάτες τύπου Oliver Hazard Perry, ΜΕΚΟ-200ΤΝ, αεροσκάφη συνοδείας κ.ά.), τότε η εξουδετέρωση αυτών ίσως απαιτήσει αποστολές τύπου COMAO, εντός των οποίων θα επιχειρούν και Mirage-2000EGM/-2000BGM. Όποια κι αν είναι η μορφή της αποστολής (μεμονωμένη ναυτική κρούση ή επιχείρηση COMAO), η εξειδικευμένη Μοίρα χρειάζεται ακριβείς και έγκυρες πληροφορίες σχετικά με τη διάταξη, τη θέση, τον τύπο, το πλήθος, την ταχύτητα του εχθρικού ναυτικού σχηματισμού, τον Αντικειμενικό Σκοπό της αποστολής (ποιο συγκεκριμένο σκάφος επιφανείας αποτελεί στόχο), την παρουσία ή όχι εχθρικών αεροπορικών δυνάμεων στην περιοχή, τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν, την κατάσταση της θάλασσας κ.ά. Λόγω της μεταβαλλόμενης Κατάστασης Επιφανείας, οι αρχικές πληροφορίες σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για την τελική θέση των παραπάνω ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, παρέχουν κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες της ναυτικής δύναμης, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν και τη φύση της αποστολής. Στην περίπτωσή μας, ορισμένα στοιχεία που αφορούν τον στόχο θα αξιολογηθούν από τον Αξιωματικό Ηλεκτρονικού Πολέμου της Μοίρας, για τη «φόρτωση» του κατάλληλου προγράμματος αυτοπροστασίας στα αεροσκάφη, ενώ ορισμένα άλλα θα επηρεάσουν τον τρόπο εξαπόλυσης του AM-39 Block.2 Exocet. Η ΑΝΑΧΑΙΤΗΣΗ ΒΛΗΜΑΤΩΝ EXOCET ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. ΑΠΑΙΤΕΙ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΚΑΙ ΠΟΛΥΣΤΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΕΡΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΑΝΑΚΕΙΑ. Στις TASMO επιχειρήσεις είθισται η ανανέωση των πληροφοριών να λαμβάνει χώρα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον της τάξεως των 7-10 λεπτών. Οι νέες αναφορές είναι περιεκτικές και σύντομες σε συγκεκριμένες συχνότητες, με σκοπό την αποφυγή Spoofing/COMINT από τις εχθρικές δυνάμεις. Ο αρχηγός του φίλιου σχηματισμού καλείται να εκτελέσει κυριολεκτικά τιτάνιο έργο, καθώς θα επιχειρεί σε MAC (Minimum Altitude Capable) ύψος, υπό συνθήκες EMCON, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μία σειρά θεμάτων που αφορούν χαμηλοϋψείς διελεύσεις πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (π.χ. τρικυμιώδης θάλασσα που επηρεάζει αρνητικά την αποκάλυψη των ναυτικών δυνάμεων, φαινόμενο αγωγιμότητας που προδίδει την παρουσία του εναέριου σχηματισμού στις ναυτικές μονάδες από μεγάλη απόσταση κ.ά.), ενώ ταυτόχρονα καλείται να «φιλτράρει» τις επερχόμενες πληροφορίες, οι οποίες δεν αποκλείεται να είναι αλληλοσυγκρουόμενες, σχετικά με τη νέα θέση και τη διάταξη των εχθρικών ναυτικών μονάδων. Το έργο επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο όταν τόσο οι φίλιες, όσο και οι εχθρικές ναυτικές δυνάμεις βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον 40 ναυτικών μιλίων και όταν στην περιοχή μπορεί να επιχειρούν φίλια κι εχθρικά μαχητικά ιδίου τύπου! Ακόμα, η έλλειψη φίλιων αεροσκαφών εναέριου ανεφοδιασμού δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τις αεροναυτικές επιχειρήσεις στην περιοχή, καθότι τα ελληνικά μαχητικά δεν θα έχουν την πολυτέλεια χρόνου (επάρκεια καυσίμου) για πολλαπλές καταδείξεις των στόχων, σε περίπτωση που αδυνατούν να εντοπίσουν τον εχθρικό ναυτικό σχηματισμό με την πρώτη φορά. Πόσω δε μάλλον, εάν αναγκαστούν να εκτελέσουν άμυνα απέναντι σε CAP. Από την άλλη πλευρά, λόγω εφαρμογών EMCON τακτικών, ο φίλιος εναέριος σχηματισμός, για σημαντικό μέρος της πτήσεως, δεν δύναται να έχει εικόνα της Κατάστασης Επιφάνειας από τους δικούς του αισθητήρες (π.χ. ραντάρ). Σε αυτή την περίπτωση, μπαίνει σε εφαρμογή η έννοια των συντονισμένων αεροναυτικών επιχειρήσεων. Αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, ελικόπτερα του ΠΝ, (S-70B Aegean Hawk), RF-4E Phantom II της ΠΑ, συστήματα ESM των φίλιων ναυτικών μονάδων, EMB-145H AWACS κ.ά., καλούνται να παράξουν περιεκτικές, έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τη νέα Κατάσταση Επιφανείας, οι οποίες με τη σειρά τους θα διοχετευτούν στον αρχηγό του φίλιου εναέριου σχηματισμού. Πρόκειται για μέσα σε ρόλο TRU. Ο αρχηγός της πτήσης σε προκαθορισμένη απόσταση από τον στόχο, θα ενεργοποιήσει το radar του αεροσκάφους με σκοπό την αποκάλυψη των ναυτικών μονάδων, την ανάθεση στόχων και την εξαπόλυση των βλημάτων, στην περίπτωσή μας AM-39 Block.2 Exocet. Τα τελευταία, πετώντας ελάχιστα μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν γωνιακή απόκλιση από τον στόχο, με αποτέλεσμα-κι έχοντας υπόψη τουλάχιστον δύο αρχικούς άξονες επιθέσεως- την αύξηση των επιθέσεων κορεσμού. Σε γενικές γραμμές, η τελευταία ενημέρωση περί της Κατάστασης Επιφανείας θα πρέπει να λάβει χώρα τουλάχιστον 5-6 λεπτά πριν την εξαπόλυση των βλημάτων. Στις περισσότερες των περιπτώσεων επιδιώκεται πλήγμα κάτω από την ίσαλο γραμμή των πλοίων, το οποίο είναι συνήθως καταστροφικό, χωρίς να αποκλείεται και προσβολή των αισθητήρων της υπερκατασκευής για τη μερική εξουδετέρωση του πλοίου. Ωστόσο, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο συντονισμένων αεροναυτικών επιχειρήσεων υπό την παρουσία αεροσκαφών σε ρόλο SEAD. Βάσει πάντα της ελληνικής πραγματικότητας, αεροσκάφη τύπου F-16C/-16D Block.50D Fighting Falcon ή F-16C/-16D Block.52+ Fighting Falcon ή F-16C/-16D Advanced Block.52+ Fighting Falcon είναι σε θέση να επιχειρούν ταυτόχρονα με αντίστοιχα τα Mirage-2000 της 114 Πτέρυγας Μάχης, με σκοπό τον ποιοτικό και ποσοτικό κορεσμό της επιθέσεως. Έτσι, εάν η εχθρική ναυτική δύναμη εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά, με σκοπό την αποκάλυψη της εναέριας απειλής, τότε θα προσβληθεί από βλήματα τύπου AGM-88B HARM. Αντίθετα, εάν εφαρμόσει EMCON τακτικές για την αποφυγή αντι-ραντάρ βλήματος, θα προσβληθεί από βλήματα τύπου AM-39 Block.2 Exocet. Όπως κι αν έχει, στις επιθετικές αεροναυτικές επιχειρήσεις επιδιώκεται ταύτιση των χρόνων αφίξεων των βλημάτων ή ταύτιση των TOF (Time of Flight) αυτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα συστήματα εγγύς αεράμυνας των πλοίων (CIWS) δεν θα είναι σε θέση να αναχαιτίσουν το πλήθος των ταυτόχρονα επερχόμενων βλημάτων. Όπως προαναφέραμε τον Ιανουάριο του 1997, η ΠΑ προχώρησε στην υπογραφή σύμβασης για την απόκτηση 39 βλημάτων τύπου AM-39 Block.2 Exocet της MBDA. Η συγκεκριμένη αγορά θεωρήθηκε απόρροια των «lessons learned» από την κρίση στα Ίμια, ένα χρόνο νωρίτερα. Η πιστοποίηση του βλήματος έγινε, αρχικά, στο Mirage-2000EGM στο κέντρο δοκιμών της Dassault Aviation στη Γαλλία. Το βλήμα αναπτύχθηκε, στην αρχική του μορφή, το 1974 και εισήχθη σε υπηρεσία στο Γαλλικό Ναυτικό το 1979. Δοκιμάστηκε επιτυχώς στον Πόλεμο των Φώκλαντ, ενώ στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, δύο βλήματα του τύπου ενός ιρακινού Mirage F-1EQ κατόρθωσαν να πλήξουν, στις 14 Μαΐου του 1987, μία αμερικανική φρεγάτα κλάσης Oliver Hazard Perry (USS “Stark”), στην οποία προκάλεσαν σοβαρές ζημιές. Διάφορα προβλήματα, κυρίως στον πυροκροτητή, οδήγησαν την κατασκευάστρια εταιρία στην ανάπτυξη μίας νέας βελτιωμένης έκδοσης, η οποία φέρει και ορισμένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του MM-40. Πρόκειται για την έκδοση AM-39 Block.2 Exocet, που προμηθεύτηκε η ΠΑ. Ο πύραυλος έχει μέγιστο βεληνεκές τα 54 χιλιόμετρα περίπου, αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 0,9 Μach. Οι διαστάσεις του είναι μήκος x διάμετρος x άνοιγμα πτερύγων x βάρος (4,7 μ x 0,35 μ x 1,1 μ x 1.480 λίβρες) και αποτελείται από τέσσερα τμήματα: τo τμήμα των ηλεκτρονικών συστημάτων στο εμπρόσθιο μέρος, το τμήμα της πολεμικής κεφαλής, το κυρίως τμήμα, όπου βρίσκονται τέσσερα σταθερά πτερύγια και το τμήμα της πρόωσης, όπου βρίσκονται και τέσσερα μικρότερα πτερύγια κατεύθυνσης, καθώς και η μπαταρία του βλήματος. Στο τμήμα των ηλεκτρονικών φέρεται ο ερευνητής, δηλαδή το ψηφιακό μονοπαλμικό ενεργό ραντάρ τύπου Super ADAC, το οποίο εκπέμπει στην μπάντα συχνοτήτων X, είναι ανθεκτικό σε αντίμετρα και ικανό να ξεχωρίζει σκάφη από όγκους ξηράς (clutter). Eπιπλέον, στον ίδιο τομέα, εκτός του ερευνητή υπάρχει το αλτίμετρο του πυραύλου για την μέτρηση του ύψους πτήσης του βλήματος και δύο γυροσκόπια, υπεύθυνα για την αδρανειακή πλοήγησή του προς τον στόχο. Η πολεμική κεφαλή ζυγίζει κάτι παραπάνω από 340 λίβρες και αποτελείται από ένα χαλύβδινο κοίλο κορμό, όπου εμπεριέχεται το εκρηκτικό μίγμα. Επίσης, διαθέτει τόσο πυροσωλήνα προσέγγισης, όσο και κρούσης. Το βλήμα μπορεί να επιφέρει σοβαρό πλήγμα ή να καταστρέψει σκάφος επιφανείας εκτοπίσματος από 3.000 έως και 7.000-8.000 τόνους, αλλά και παραπάνω. Μετά την πρόσκρουση, η πολεμική κεφαλή εκρήγνυται μετά από κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου, έτσι ώστε το βλήμα να μπορέσει να εισέλθει εντός του πλοίου περίπου 3-5 μέτρα και να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή. Στο αεροσκάφος Mirage-2000EGM/-2000BGM το βλήμα φέρεται από τον εκτοξευτή LM-775 και μέσω αυτού διασυνδέεται με το σύστημα MAIB-39 (Μissile Aircraft Interface Box) του αεροσκάφους. Λόγω αυτοματοποίησης της νέας έκδοσης, ο φόρτος εργασίας του χειριστή έχει μειωθεί αισθητά. Ο τελευταίος, εφόσον εισέλθει στο φάκελο εμπλοκής του πυραύλου κι εφόσον ικανοποιεί ορισμένες προϋποθέσεις αναφορικά με τη θέση του αεροσκάφους, περνά τα δεδομένα του στόχου από το radar του Mirage, μέσω του συστήματος NAS (Navigation and Attack System) και του MAIB-39 στον πύραυλο. Μετά την εντολή πυροδότησης, ο Exocet εκτελεί ελεύθερη πτώση για πέντε μέτρα περίπου (διάρκεια ενός δευτερολέπτου) και στη συνέχεια τίθεται σε λειτουργία ο προωθητικός κινητήρας (booster motor). Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα ακολουθεί ο κινητήρας σταθερής ώσης (sustainer motor). Περίπου τέσσερα δευτερόλεπτα μετά την ενεργοποίηση του sustainer οπλίζει η πολεμική κεφαλή και το βλήμα ολισθαίνει σε χαμηλό ύψος (sea skimming). Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα του πυραύλου είναι η δυνατότητα που παρέχει στον χειριστή να επιλέξει ορισμένα στοιχεία της πτήσης από ένα εύρος επιλογών. Έτσι, μπορεί να επιλέξει εάν η κεφαλή θα αρχίσει την αναζήτηση νωρίς ή αργά. Στην πρώτη περίπτωση αυξάνονται οι πιθανότητες έγκαιρης στοχοποίησης του στόχου, αλλά αυξάνονται και οι πιθανότητες έγκαιρου εντοπισμού του βλήματος από το πλοίο-στόχο. Στη δεύτερη, αυξάνονται οι πιθανότητες αιφνιδιασμού, ιδιαίτερα όταν έχει προγραμματιστεί ταυτόχρονη άφιξη των βλημάτων από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ακόμα, ο χειριστής μπορεί να επιλέξει κριτήρια θέσης για τον εντοπισμό του πλοίου, να επιλέξει γωνιακή απόκλιση του βλήματος ως προς τον στόχο, να επιλέξει το μέγεθος του στόχου και την ταχύτητά του, την εκτέλεση ή όχι τερματικών ελιγμών, την εκτέλεση ελιγμού pull-up ή βύθισης προς τον στόχο κ.α. Όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με την αντοχή του βλήματος σε περιβάλλον ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών, καθιστούν τον Exocet ένα σημαντικό ατού στα χέρια της ΠΑ. 

thinknews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις