Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017

Όταν το ΓΕΑ αξιολόγησε και απέρριψε πρόταση της Boeing, για τα μαχητικά F-16

Πολύς λόγος γίνεται για την περίφημη πρόταση του αμερικανικού αεροδιαστημικού κολοσσού Boeing προς την Πολεμική Αεροπορία για να αναλάβει την αναβάθμιση του στόλου των μαχητικών F-16. Μια εταιρία η οποία
σε κάθε περίπτωση είναι γνωστή για τα ανταγωνιστικά διεθνώς προϊόντα της στον τομέα της στρατιωτικής και πολιτικής Αεροπορίας, παρενέβη και εξασφάλισε ημερομηνία παρουσίασης της πρότασης στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Ακολούθησαν οι δηλώσεις του Αμερικανού πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ, ο οποίος διαμήνυσε στην ελληνική πλευρά ότι για να «αλλάξει πορεία» στο ζήτημα θα πρέπει πρώτα να ακυρώσει τη διαδικασία παροχής αδείας από το Κογκρέσο που ξεκίνησε με κύριο κατασκευαστή (main contractor) τη Lockheed Martin και πλέον βρίσκεται στο στάδιο της διαπραγμάτευσης για τη συμφωνία στο ύψος του προγράμματος ώστε να υπογραφτεί συμφωνία.
Οι ερμηνείες που δίνονται για την στήριξη από την πλευρά του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στην εμπλοκή της Boeing. Η μία είναι η φερόμενη ως πρόταση της Boeing για «ενδιάμεση προμήθεια» μαχητικών αεροσκαφών F-15, «διακαής πόθος» από την εποχή του Άκη Τσοχατζόπουλου, ένα αεροσκάφος με διαφορετικά χαρακτηριστικά από το F-16 το οποίο ασφαλώς σε ελληνική υπηρεσία θα δημιουργούσε νέα δεδομένα στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Όλα αυτά βέβαια είναι ωραία σε επίπεδο σχεδιασμών, προτού όμως ξεκινήσει η εξέταση της οικονομικής παραμέτρου εισαγωγής ενός νέου οπλικού συστήματος στο οπλοστάσιο της Πολεμικής Αεροπορίας, σε όρους υποστήριξης, αυξημένου κόστους κύκλου ζωής, κ.λπ.
Στη σημερινή συγκυρία τα διαθέσιμα κονδύλια για την άμυνα είναι σκανδαλωδώς σχεδόν λιγότερα από τα… απολύτως απαραίτητα, οπότε κάθε συζήτηση για νέα οπλικά συστήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν ως ευσεβείς πόθοι, καθώς η αγωνία των υπευθύνων να εξασφαλίσουν ακόμα και τα στοιχειώδη, είναι γνωστή στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» της ελληνικής Άμυνας.
Ο δεύτερος λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογεί την επιθυμία εξέτασης όσων έχει να πει η Boeing, αυτή τη φορά μιλώντας στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ), με την προσδοκία να προσδώσει στην ελληνική πλευρά διαπραγματευτική ευελιξία. Θεωρητικά μιλώντας, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι έχοντας κι άλλες προτάσεις στο τραπέζι, θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερες τιμές στην ενε εξελίξει διαπραγμάτευση.
Εάν όμως αυτή η σκέψη κρύβεται πίσω από την εκ νέου έγερση θέματος «ακρόασης» της Boeing, τότε θα πρέπει να εξηγηθεί για ποιον λόγο δεν ερωτάται και η BAE Systems που επίσης είχε εκφράσει ενδιαφέρον για την αναβάθμιση των ελληνικών μαχητικών. Δεν είναι όμως μόνο αυτά.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΓΕΑ ΑΞΙΟΛΟΓΕΙ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ
Αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση και εγείρει την υποψία ότι ίσως δεν έχουν εξασφαλιστεί τα απαραίτητα κονδύλια με αποτέλεσμα η ελληνική πλευρά να αναζητά τρόπους για «κατενάτσιο», είναι ότι αμφότερες οι εταιρίες είχαν κληθεί από το ΓΕΑ τον Μάιο του 2014 μαζί με την κατασκευάστρια των F-16, την Lockheed Martin και είχαν παρουσιαστεί οι προτάσεις.
Στη συνέχεια, πράττοντας το αυτονόητο, το ΓΕΑ συνέστησε Επιτροπή αποτελούμενη από 15 άτομα, ιπταμένους και προσωπικό εδάφους των F-16, αναθέτοντάς της να αξιολογήσει τις προτάσεις που έλαβε. Τι πιο αντικειμενικό από αυτό; Το πόρισμα της Επιτροπής έχει πραγματικά ενδιαφέρον.
Το πρώτο ζήτημα που ανέκυψε και προκάλεσε σχετική συζήτηση, ήταν ότι οι Boeing και BAE Systems είχαν υποστηρίξει ότι μπορούν να φέρουν σε πέρας το έργο 20% οικονομικότερα, τη στιγμή κατά την οποία η κατασκευάστρια δεν είχε καταθέσει οικονομική προσφορά, καθότι αυτό δεν είχε ζητηθεί.
Το πραγματικό ενδιαφέρον μέρος όμως αφορούσε την εκτίμηση του ρίσκου που θα είχε το πρόγραμμα σε περίπτωση που οι τρεις εταιρίες ανελάμβαναν το έργο της αναβάθμισης. Το ρίσκο με την κατασκευάστρια LM ήταν απειροελάχιστο (2-3) με βάση την κλίμακα που είχε υιοθετηθεί για τη μέτρησή του.
Το ρίσκο της δεύτερης BAE Systems είχε ανέβει στο 25, ενώ στην περίπτωση της Boeing το ρίσκο ανέβαινε στο 35, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος του έτους (2014), οι προτάσεις των BAE Systems και Boeing να έχουν απορριφθεί, με την Αεροπορία να λαμβάνει απόφαση να προχωρήσει τη διαδικασία με την Lockheed Martin, καθώς οι διαφορές ήταν χαώδεις.
Κατά συνέπεια, τα ερωτήματα που εγείρονται από την επιμονή της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να επανέλθει με πρόταση η τελευταία της κατάταξης στη διαδικασία του 2014, η Boeing, είναι απλά: Ποια δεδομένα έχουν αλλάξει, ώστε να εγκαταλείπεται η αξιολόγηση που είχε γίνει στο πλαίσιο πάντα της διαδικασίας προετοιμασίας του αρμόδιου Επιτελείου για την αναβάθμιση του στόλου του συγκεκριμένου στόλου μαχητικών.
Σε κάθε περίπτωση κι επειδή είναι ένα ζήτημα που θα μπορούσε να μας απασχολήσει μελλοντικά, οφείλουμε να ρωτήσουμε εάν σε περίπτωση απόφασης αναβάθμισης του στόλου των γαλλικών μαχητικών Mirage της Dassault, θα θεωρούσαμε λογικό και ελεύθερο ρίσκου, ακόμα και να εξετάζαμε πρόταση άλλη αυτής της κατασκευάστριας εταιρίας.
Τα πράγματα όμως είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα μετά το φιάσκο του προγράμματος αναβάθμισης της Νοτίου Κορέας, το οποίο ανέλαβε η BAE Systems (η πρόταση της Boeing δεν εξετάστηκε καν, παρότι η χώρα συνεργάζεται καθώς η Αεροπορία της διαθέτει F-15), για να ζητήσει στην πορεία η αμερικανική Αεροπορία σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια για τη «διαχείριση ρίσκου» του προγράμματος.
Ως αποτέλεσμα τινάχτηκαν όλα στον αέρα και κατέληξαν στα δικαστήρια… όλοι εναντίον όλων, ακόμα και στο εσωτερικό της Νότιας Κορέας, με τη Δικαιοσύνη να ξεκινά έρευνα σε όσα έκανε η «κορεατική ΓΔΑΕΕ», η DAPA, με υπονοούμενα να είναι τα συνήθη, όμως πολλά και ιοβόλα.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα απόλυτη δικαίωση για την Επιτροπή της Πολεμικής Αεροπορίας, η οποία αποδεικνύοντας την επαγγελματική επάρκεια των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, είχαν ενημερώσει το Επιτελείο με το πόρισμά τους, για όσα διαπίστωσε στην πράξη η Νότια Κορέα, ιδιαίτερα στο σημείο που αφορά στο ρίσκο.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι η Αεροπορία της Νοτίου Κορέας είχε διαθέσει στο πλαίσιο της αναβάθμισης τέσσερα αεροσκάφη τα οποία μετέβησαν στις ΗΠΑ για να γίνουν τα πρωτότυπα, βάσει των οποίων θα αναβαθμίζονταν και τα υπόλοιπα. Τα αεροσκάφη «γυμνώθηκαν» για να ξεκινήσει το πρόγραμμα.
Προέκυψε όμως η εμπλοκή και η BAE Systems έπρεπε να επαναφέρει τα αεροσκάφη στην πρότερη κατάσταση και να τα επιστρέψει στη νοτιοκορεατική Αεροπορία. Ισχύει ή όχι ότι στο τέλος εκλήθη η κατασκευάστρια Lockheed Martin που έκανε τελικά τη δουλειά;
Παρεμπιπτόντως, η συμφωνία Νότιας Κορέας και BAE Systems έγινε διακρατικά, μέσω των προγραμμάτων FMS (Foreign Military Sales), με την αμερικανική Αεροπορία (USAF) να έχει ενημερώσει για διαφαινόμενη αύξηση του κόστους, όταν «δολαριοποίησε» το ρίσκο του προγράμματος.
Δεν εισακούστηκε όμως. Αν αναζητηθεί άλλο πρόγραμμα αναβάθμισης στο οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ο κατασκευαστής, είναι αυτό των ελληνικών C-130 «Ηρακλής» από την καναδική εταιρία SPAR.
Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, ότι η Αεροπορία γνωρίζει μετά από τόσα χρόνια, εάν ανέκυψαν προβλήματα και πόσα, τα οποία σχετίζονται και με την αναβάθμιση. Μια εμπειρία την οποία μπορεί να αξιοποιήσει. Διότι πολλά λέγονται για τις διαθεσιμότητες, αν και δεν είναι απαραίτητο τα όποια προβλήματα να συνδέονται.
Κατά συνέπεια, όταν απευθύνει έμμεση προειδοποίηση ο Αμερικανός πρεσβευτής, ας μη σπεύδουμε να «επαναστατήσουμε». Ενδεχομένως και να μας προστατεύει από «κακοτοπιές». Ο εν λόγω μάλιστα, δεν έχει ιστορικό «άκομψων» παρεμβάσεων στη δημόσια ζωή, επιλέγοντας το χαμηλό προφίλ, αφού γνωρίζει καλά πόσο «δηλητηριώδεις» είναι οι πολιτικές σχέσεις στην Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις