Ήταν Αύγουστος. Το φως του ηλιοβασιλέματος έλουζε την καλντέρα και τα σοκάκια της Οίας. Η Σαντορίνη έμοιαζε να έχει φτιαχτεί μόνο για εμάς εκείνο το βράδυ. Ο Κώστας με κοίταξε με το βλέμμα που με έκανε πάντα να λιώνω. Δεν χρειαζόταν λόγια. Ήξερα.
Είχαμε περάσει τη μέρα μας στα Φηρά, με κοκτέιλ και χαμόγελα. Το δέρμα του ζεστό από τον ήλιο, τα χέρια του πάντα λίγο πιο αποφασιστικά όταν ήξερε ότι ήμασταν μόνοι. Επιστρέψαμε στο μικρό μας δωμάτιο με την απίστευτη θέα και αφήσαμε την πόρτα μισάνοιχτη. Το αεράκι του Αιγαίου έφερνε μυρωδιές γιασεμιού και θαλασσινού αλατιού.
Με πλησίασε ήρεμα, με φίλησε στον λαιμό, και τα χέρια του άρχισαν να εξερευνούν αργά το κορμί μου. Ανταποκρίθηκα με την ίδια ένταση. Τα κορμιά μας ενώθηκαν με έναν τρόπο τόσο φυσικό και βαθύ, σαν να το κάναμε για πρώτη φορά — κι όμως γνωριζόμασταν τόσο καλά. Ο ρυθμός του, ο ρυθμός μας, έγινε μουσική εκείνο το βράδυ. Καμία βιασύνη. Μόνο αίσθηση.
Χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Ήταν κάτι περισσότερο από έρωτας — ήταν ένωση. Ήμασταν μόνο οι δυο μας, κάτω από τα αστέρια της Σαντορίνης, με ένα κορμί, μία ανάσα, μία στιγμή.
Η βραδιά στη Σαντορίνη είχε αρχίσει να τυλίγεται σε ένα πέπλο μυστηρίου. Ο ουρανός, πορφυρός από το ηλιοβασίλεμα, είχε αφήσει τη θέση του σε ένα βελούδινο μπλε, γεμάτο αστέρια. Οι δρόμοι στο Ημεροβίγλι ήταν σχεδόν άδειοι και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος της θάλασσας, που αγκάλιαζε απαλά τα βράχια.
Επιστρέφαμε στο κατάλυμά μας, ένα μικρό σπιτάκι με λευκούς τοίχους και μπλε παράθυρα, όπως προστάζει η παράδοση του νησιού. Ο Κώστας κρατούσε το χέρι μου σφιχτά και με κοίταζε με εκείνο το βλέμμα που έλεγε πολλά χωρίς να μιλήσει.
Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, δεν χρειάστηκαν λόγια. Η ένταση μεταξύ μας είχε χτιστεί από τη στιγμή που αντικρίσαμε ο ένας τον άλλο το πρωί. Εκείνος πλησίασε αργά, με σιγουριά και ηρεμία, κι εγώ ένιωσα τη ζεστασιά της παλάμης του να χαϊδεύει απαλά τη μέση μου.
Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου και το φιλί ήταν αργό, γεμάτο επιθυμία και τρυφερότητα. Με αγκάλιασε από πίσω και με κράτησε κοντά του, ενώ τα δάχτυλά του γλίστρησαν σταθερά πάνω από το ύφασμα του φορέματός μου. Η ανάσα μου έγινε πιο βαθιά, και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατότερα, συντονισμένη με τη δική του.
Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από ένα διακριτικό φως που ερχόταν απ’ το μπαλκόνι. Εκείνος με οδήγησε σιγά στο δωμάτιο, χωρίς βιασύνη, σαν να ήθελε κάθε στιγμή να μείνει χαραγμένη. Κάθε άγγιγμα, κάθε βλέμμα, κάθε αναπνοή είχε τον δικό της ρυθμό.
Η σύνδεση μεταξύ μας δεν ήταν μόνο σωματική, ήταν βαθιά, σχεδόν ψυχική. Εκείνη τη βραδιά στη Σαντορίνη δεν υπήρχαν εξηγήσεις ή λέξεις. Υπήρχε μόνο η επιθυμία, η εμπιστοσύνη και το πάθος που ξεδιπλωνόταν σαν κύμα που έρχεται και φεύγει. Η αλήθεια είναι ότι με ξέσκισε.. Ακόμα αισθάνομαι το πουλί του στον κώλο μου.. Με άνοιξε πολύ δυνατά..
Όταν όλα τελείωσαν, μείναμε σιωπηλοί, κουρνιασμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ακούγοντας τον άνεμο που περνούσε ανάμεσα στα καλντερίμια και τη θάλασσα που δεν σταματούσε ποτέ να ψιθυρίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Ο ΠΑΡΛΑΠΙΠΑΣ δεν παίρνει θέση με πολιτική άποψη σε άρθρα που αναδημοσιεύονται από διαφορά ιστολόγια. Δημοσιεύονται όλα για την δίκη σας ενημέρωση.
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.