Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Τής Κακομοίρας (Εξ αδιαιρέτου η ψυχή) Εξαιρετική ανάλυση και ψυχογράφημα των χαρακτήρων της ταινίας και η Eικόνα του Nεοέλληνα...

 


Τής Κακομοίρας (Εξ αδιαιρέτου η ψυχή), Μέρος 1ον

 

 

Ἡ ταινία καταγράφει, νοσταλγικά, τὰ τελευταῖα σπαρταρίσματα ἑνὸς κόσμου καὶ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἀμέσως μετὰ θὰ διαλυθῆ, ἀλλ’ ὡς μορφὴ καὶ μόνον, καθὼς τὰ

περιεχόμενά της, ἄνευ πλέον τῶν σταθερῶν μορφῶν ποὺ ἔδινε ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ –τὴν ὁποία ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ὁ Ζῆκος, ἀλλὰ καὶ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτήν–, θὰ στρεβλωθοῦν καὶ θὰ παραμορφωθοῦν στὴν ἑλληνικοῦ τύπου ἐξαμβλωματικὴ ἐξατομίκευση-ἰδιώτευση.

Διότι, ἐξακολουθούσης νὰ ὑπάρχη ἡ σύνολη ψυχή, ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου, αὐτὴ ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ ὁ καημὸς ἑκάστου, τὸ κατὰ τὸν Πλωτίνο πλεονάζον ἐντὸς ἡμῶν, τότε ἡ ὅποια ἐπιθυμία νὰ ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας γίνεται μὲ θράσος καὶ μόνον ὡς θλιβερὲς μερικότητες μποροῦμε νὰ νοηθοῦμε· δὲν μπορεῖς νὰ βαδίζης μὲ τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα ὑπὸ μάλης πρὸς τὴν ἔγχρονη καὶ ἔγκοσμη ἐξατομίκευση –καλῶς ἢ κακῶς.

 

 

 

Απίστευτα συγκλονιστική ανάλυση χαρακτήρων, μιας ταινίας που θεωρείται σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο.

Μια ταινία ψυχογράφημα των συντελεστών της, που θα σας αφήσει άφωνους…

Είναι το αποτύπωμα του νεοέλληνα…

 

Καλλιόπη Σουφλή

 

Τής Κακομοίρας (Εξ αδιαιρέτου η ψυχή) Εξαιρετική ανάλυση των χαρακτήρων της ταινίας

 

 

Νίκος Καλαποθάκος

 

Ταινία βασισμένη στὸ ὁμώνυμο θεατρικὸ ἔργο τῶν Χρήστου καὶ Γιώργου Γιαννακόπουλου, τὸ ὁποῖο παίχτηκε στὸ θέατρο Χατζηχρήστου, τὸ 1962, ἀπὸ τὴν 1η Φεβρουαρίου  μέχρι τὶς 28 Ἀπριλίου.

Στὴν θεατρική του ἐκδοχή, τὸν ρόλο τοῦ κυρ-Παντελῆ ἔπαιζε ὁ Βασίλης Αὐλωνίτης, τῆς κυρα-Δέσποινας ἡ Γεωργία Βασιλειάδου καὶ τῆς Φιφίκας ἡ Μάρθα Καραγιάννη, ἐνῶ ἔπαιζε ἀκόμη καὶ ἡ Ἔλσα Ρίζου· Χατζηχρῆστος καὶ Ρίζος στοὺς ρόλους τοῦ Ζήκου καὶ τοῦ Κιτσάρα. Ἕναν χρόνο μετά, τὸ 1963, θὰ ἑτοιμασθῆ καὶ θὰ προβληθῆ ὡς ταινία, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κώστα Χατζηχρήστου καὶ μὲ παραγωγὸ τὸν ἀδελφό του Δῆμο, σὲ σενάριο καὶ σκηνοθεσία τοῦ Ντίνου Κατσουρίδη, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχη ὡς βοηθό του τὸν Σταῦρο Τσιώλη.

Ἡ θέση, ποὺ θὰ καταλάβη τὴν περίοδο τῆς προβολῆς της, 1963–64, θὰ εἶναι ἡ εἰκοστὴ ἕκτη στὶς ἐνενῆντα δύο, μὲ 201.008 εἰσιτήρια, ἐνῶ στὸ φεστιβὰλ τῆς Θεσσαλονίκης, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὅπου θὰ προβληθῆ μὲ τὴν ἔνδειξη ‘‘ἀκατάλληλον δι’ ἀνηλίκους’’, λαμβάνοντας μέρος μαζὶ μὲ ἄλλες πέντε ταινίες, δὲν θὰ διακριθῆ, καθὼς τὰ βραβεῖα θὰ σαρώσουν οἱ ταινίες: Μικρὲς Ἀφροδίτες, Ἕνας ντελικανὴς καὶ Ἀδελφὸς Ἄννα.

Ἡ ταινία, ὅμως, ἔμελλε νὰ σαρώνη στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων, σταθερὰ κι ἀμείωτα, ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ’80 καὶ ἑξῆς. Πότε ὡς Μπακαλόγατος, πότε ὡς ἁπλῶς Ζῆκος, ἡ ταινία θὰ γίνη τὸ κοινὸ προσκυνητάρι ὅλων καὶ τὸ ἰδιωτικὸ φυλακτό, γιὰ τὴν κακιὰ τὴν ὥρα, καθενός.

Γιὰ τὸ 1963, ἡ ὑπόθεση, ἡ πλοκή, ἡ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ αἴσθημα, ποὺ μεταδίδει τὸ ἔργο αὐτό, ἦταν πράγματα, ταὐτοχρόνως, κοντινὰ καὶ μακρινά. Κοντινά, ὡς καταστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν ἀκόμη δίπλα μας, ἀλλὰ μακρινά, ὡς καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν θέλαμε νὰ ξέρουμε τίποτε, μίζερες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ κοινωνία ἤθελε νὰ ξεφύγη καὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζη πλέον ἐκεῖ τὸν ἑαυτό της.

Μετὰ τὸ 1950 ὑπῆρξε μία πανδημία κατὰ τῆς φτώχειας μὲ σκοπὸ τὴν λύτρωση ἀπὸ αὐτὴν μὲ κάθε μέσον, ἀλλὰ καὶ μία ἐντεινομένη δυσφορία γιὰ τὴν παράδοση, μὲ πρῶτες τὶς γυναῖκες, τὶς ἄλλοτε στυλοβάτιδες τῆς κοινότητος, πού, ἀπὸ τὴν μιά, ἐκφράζουν ἀνοικτὰ τὴν ἀπροθυμία τους νὰ μείνουν στὰ χωριά τους καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀμφισβητοῦν πλέον τὴν κοινότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπαραιτήτως τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς ἀξίες αὐτῆς.

Παραλλήλως, σκηνοθέτες ὅπως ὁ Κατσουρίδης, ὁ Σακελλάριος καὶ ὁ Τζαβέλλας, κοιτοῦν τρυφερὰ πρὸς τὴν γειτονιὰ ποὺ χάνεται, μαζὶ μὲ τὴν παλαιὰ Ἀθήνα, καὶ κτίζουν τὴν νοσταλγία τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι, ἡ ταινία θὰ ἐντείνη τὴν ἀμφιθυμία τῶν Νεοελλήνων, οἱ ὁποῖοι θὰ τραβιοῦνται μὲ τὴν πλάτη στὸ μέλλον, κοιτῶντας τὸ παρελθόν.

Τὴν δεκαετία πλέον τοῦ 1980, ὅταν ἡ ἀπόσταση, ἐξωτερικῶς τοὐλάχιστον, ἀπὸ τὶς δεκαετίες τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60, ἦταν ἀρκετὰ γενναία, ἡ ταινία θὰ ἀνασυρθῆ καὶ θὰ τοποθετηθῆ σὲ περίοπτη θέση στὸ εἰκονοστάσι τῆς παραδόσεως (διάβαζε: ἀντοχῆς καὶ ἀντιστάσεως στὴν ἐγκοσμίωση). Ἔτσι, δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ γεγονὸς πὼς μετὰ τὸ 2000 τὸ ἔργο θὰ γνωρίση νέες θεατρικὲς καὶ κινηματογραφικὲς ἀναγεννήσεις, ἐνῶ ὅποτε προβάλλεται στὴν τηλεόραση κερδίζει τὴν πρώτη θέση στὴν τηλεθέαση· στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 2017, ὅταν ὁ τηλεοπτικὸς Ἀντέννα θὰ τὴν προβάλη, γιὰ πρώτη φορά, στὴν ἔγχρωμη ἐκδοχή της, τὴν ταινία θὰ δοῦν, 1.692.000 θεατές.

Τί συμβαίνει ὅταν βλέπουμε αὐτὴν τὴν ταινία; Γιατί μᾶς ἀνακουφίζει, ἄνευ δικῆς μας προσπαθείας καὶ ἄνευ ἐσωτερικῆς μας ἀλλαγῆς; Γιατί, ἐνῶ τὴν ἔχουμε μάθει ἀπ ἔξω –οὑπάρχουν καὶ τέτοιοι–, τὴν βλέπουμε ἀδιακόπως καὶ πάντα γελᾶμε, ὡς νὰ ἦτο ἡ πρώτη φορά; Γιατί θέλουμε μετὰ μανίας, ἂν δὲν τὸ ἔχουμε κάνει ἤδη, νὰ γίνουμε κ’ ἐμεῖς δισδιάστατοι καὶ νὰ μποῦμε στὸ πανί, νὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς μπακαλοταβέρνας ἢ τῆς αὐλῆς –ἂν δὲν βρισκόμαστε ἤδη– καὶ νὰ ζήσουμε ἐκεῖ, στὸ ἐπέκεινά μας χωρὶς ἐμᾶς;

Εἶναι ἡ ταινία ἐκείνη ποὺ ὡς συστατικό της θέμα ἔχει τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχή, αὐτὴν τὴν πηγὴ ἀφάτου ἡδονῆς καὶ μεταφυσικοῦ ἄλγους, καὶ ποὺ ὡς ταινία δέν σοῦ ζητεῖ ἀπολύτως τίποτε· ἁπλῶς ὑπάρχει, καὶ ἀκραίως εἰπεῖν: ὑπάρχει ὅπως ὁ Πινόκκιο καὶ ὁ Παρθενών.

Στὴν ταινία, παρελαύνουν φορεῖς ἀξιῶν ποὺ δὲν χωροῦν στὸ κόσμο-ντουνιὰ καὶ πού, μὲ τὰ νεωτερικὰ δεδομένα, εἶναι ἀπολύτως ἀλλοκόσμου ἤθους.

Πόθος τους: νὰ ἀναγνωρισθοῦν στὸν κόσμο τῆς τιμῆς, μὲ τίμημα, ὅμως, τὴν παραθεώρηση τοῦ ἐνδοκοσμίου παρόντος· πόθος αἰωνιότητος διατρέχει τὴν ταινία.

Χαιρόμαστε μένοντες πιστοὶ σ’ αὐτόν μας τὸν ψυχισμό, χωρὶς ἔτσι νὰ μποροῦμε νὰ θάψουμε λυτρωτικῶς αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁμοῦ ταὐτότητα καὶ τραῦμα, ἀλλὰ καὶ ὅσο βιαζόμαστε νὰ καταδικάσουμε καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὸ παρελθὸν καὶ τὸν ψυχισμὸ ποὺ τὸ συνώδευε, γιὰ νὰ ξεμπερδεύουμε μιὰ κι ἔξω μὲ δαῦτα, τόσο ἐξαρτώμεθα ἀπὸ αὐτά· καὶ στὶς δύο περιπτώσεις: ἑλληνικὴ μελαγχολία.

Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν μᾶς χωράει, παρὰ μόνον ἂν ἀναγνωρισθοῦμε πρῶτοι, στὴν ἐξωκόσμιο ἐκδοχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ. Θέλουμε τὸν κόσμο καθρέφτη τοῦ φαντασιακοῦ μας ἑαυτοῦ.

Αὐτὸ τὸ αἴσθημα, ὡς τραῦμα, μεταφράζεται σὲ διαρκῆ ἄρνηση τοῦ πραγματικοῦ, σὲ τρέλα ποὺ διεκδικεῖ διαστάσεις πραγματικότητος· ἀπόδραση ἀπὸ τὴν πίστη μέσα στὸν κόσμο, στὴν Δύση, ἀπόδραση ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα στὴν πίστη, ἐδῶ.

Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς φτειάχνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ συναντοῦμε παντοῦ καὶ πάντα τὸν φαντασιακό μας ἑαυτό, θέλοντας ἀπὸ παντοῦ συνενοχὴ στὸ κρύψιμο –ἕνα εἶδος ἀλλαγῆς θὰ συνιστοῦσε ἴσως, νὰ μὴν μποροῦμε νὰ κατοπτρισθοῦμε στὰ μάτια τοῦ ἄλλου Ἕλληνα, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ κρύψιμο, ὑπάρχει δηλαδὴ μιὰ μεταφυσικὴ πιὰ κοινότητα ποὺ ἀποκρύπτει τὸ πραγματικὸ καὶ τὴν εὐθύνη μας στὸν χρόνο· εἶναι φανερό: ὅλοι μαζὶ δὲν μποροῦμε.

Ὁ πολιτισμὸς εἶναι τὸ ὅριο, ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ πέφτη κανεὶς πάνω στὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ του, παίρνοντας ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ τὶς φαντασιώσεις του –ξένος στὸν τόπο του–, μὲ ἀποκλεισμένη τὴν δυνατότητα νὰ γυρνᾶ στὸν γλυκὸ-τόπο παρελθόν. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς φοβίζει εἶναι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸ τὸ γλυκὸ αἴσθημα τῆς ἀπολύτου ἐγγύτητος. Τὸ παράδοξο, ὅμως, εἶναι πὼς γιὰ νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ αἴσθημα θὰ πρέπη νὰ πάρουμε τὴν ἀπόλυτη ἀπόσταση· ἡ ἀπόστασις σώζει τὴν ἐγγύτητα.

Πῶς, ὅμως, ἡ ταινία αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπνέη λυτρωτικῶς ἐντός μας· πῶς πάλλει ἀκόμη ἐντός μας;

Στὴν ἀρχαία ὀπτική, καὶ ἔν τινι μέτρῳ καὶ στὴν σύγχρονη δική μας, ἰδίως στὶς κρίσιμες, προσυνειδητὲς ἐπιλογές μας, ἴσχυε περισσότερο ἕνα βλέμμα ἐνεργητικό, ἁπτικὸ –αἴφνης τὸ μάτι συλλαμβάνει, πιάνει, κάτι, ἐξ οὗ καὶ ἡ βασκανία–, καθὼς ὁ ὀφθαλμὸς δὲν ἦταν μόνον δέκτης ἀλλὰ καὶ πομπός.

Στὸν τύπο αὐτὸ τῆς ὀπτικῆς τὸ «βλέπω» δὲν διεχωρίζετο τοῦ «βλέπομαι» (πρβλ. τὴν τραγωδία τοῦ Πενθέως στὶς Βάκχες), οὔτε νὰ ὑπάρξη συζήτηση ἄνευ συναντήσεως βλεμμάτων (πρβλ. τὴν τραγωδία τῶν φυλακισμένων τοῦ σπηλαίου, στὴν πλατωνικὴ Πολιτεία)· τὸ νὰ βλέπω σήμαινε αὐτομάτως ὅτι γίνομαι ὁρατός.

Ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ δημιουργοῦσε ἕναν τύπο διχασμοῦ, ὅπου τὸ ὑποκείμενο τῆς ὁράσεως δὲν ἦταν τὸ ἐγώ, ἀλλὰ τὰ μάτια, καὶ τὸ ἐγὼ ἦταν τὸ ἀντικείμενο· καὶ ἦταν πάντοτε ἀντικείμενο, ἀκόμη καὶ ἂν ἀνεφέρετο ἡ δραστηριότης του.

Τὰ μάτια μὲ βλέπουν καὶ βλέπουν ὅσα κάνω ἢ παθαίνω (πρβλ. τὶς φράσεις «μὲ κλαῖν τὰ μάτια μου» ἢ «τί βλέπουν τὰ μάτια μου –τὰ ἐντός μου καὶ τὰ ἐκτός μου, ὅσα κάνω, παθαίνω, ἢ ὅσα γίνονται»).

Μὲ τὰ μάτια ὡς ὑποκείμενα τῆς ὁράσεως, ἡ αὐτοσυνείδηση γεννᾶται ὡς ἀντοψία ὄχι μεταξὺ ἑνὸς ἐγὼ καὶ ἑνὸς ἐσύ, ἀλλὰ μεταξὺ ἐμένα καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ποὺ ἐπέχουν θέσιν ἐσύ, ὅπου τὸ ἐγὼ δέον νὰ ἐκλαμβάνεται σταθερὰ ὡς ἀντικείμενο.

Ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ἑαυτοῦ λαμβάνει χώραν ἔξωθεν καὶ ἀπαιτεῖ ἐξωτερικὸ θεατή, ὁ ὁποῖος εἶναι τὰ μάτια μου ἢ οἱ ἄλλοι –τοῦτο, παρ’ ἀρχαῖοις ἴσχυε ἀκραιφνῶς μόνον γιὰ τοὺς ἄνδρες, καθὼς γιὰ τὴν γυναῖκα ἴσχυε ὁ καθρέπτης, τὸν ὁποῖο ὅμως τῆς τὸν εἶχε δωρίσει ὁ ἀγαπημένος της, ὁπότε καὶ βλεπόταν ἀπὸ τὰ μάτια αὐτοῦ· ἀργότερα, ὅμως, ἴσχυε γιὰ ὅλους, ἀφοῦ τὰ μάτια, ὡς προβολεῖς φωτός, ἔκαναν ὁρατὰ τὰ πράγματα, ἀποκτῶντας ἔτσι τὴν ἰδιότητα τοῦ καθρέφτη ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν φορέα τους.

Ἔτσι δὲν ὑπῆρχε πρόσωπο ἀπροσπέλαστο, ὁ δὲ προσανατολισμὸς τοῦ προσώπου ἦταν πάντα καὶ μόνον πρὸς τὰ ἔξω, ἐνῶ στὸ γεγονὸς πὼς τὸ πρόσωπο κοιτᾶ-κοιτάζεται, ἀδιαχωρίστως, καὶ ἀπευθύνει καὶ τοῦ ἀπευθύνουν λόγο, ἀδιαχωρίστως, ἐσυστήνετο ἡ ταὐτότης ἑκάστου.

Στὸν ἀμέσως ἐπόμενο βίο μας, τὸν χριστιανικό, πλέον, ἡ ἀρχαία ὀπτικὴ θὰ συντεθῆ καὶ θὰ ἐμπλουτισθῆ, κρατῶντας ὅμως τὴν συστατική της βάση, μὲ τὴν θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκὼν Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων δόμησε τοὺς ψυχισμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀσυνείδητα.

Ὁ ἑλληνικὸς ψυχισμὸς ἔχει κάτι τὸ βαθιὰ ἀμεταμόρφωτο, ποὺ συνιστᾶ τὴν ψυχική μας ζωή, ἀλλὰ τραβῶντάς μας πρὸς τὸ παρελθὸν συνιστᾶ ταὐτοχρόνως καὶ τὸν θάνατό μας. Εἴμαστε βαθιὰ διχασμένοι μεταξὺ μιᾶς ἐμβρυϊκῆς καὶ ἀνολοκληρώτου αἰσθήσεως τοῦ μέλλοντος, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ μιᾶς, ἕως γλυκείας σήψεως, ὑπεροκληρωμένης αἰσθήσεως τοῦ παρελθόντος, ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Ἡ αὐτοθεώρηση τοῦ μεσαιωνικοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνα Θεοῦ, καὶ τοῦτο ὡς ἄρρητο ὑπόβαθρο, δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ φαντασθοῦμε κάτι ἐναλλακτικό. Τί ἐσωτερικότητα, ὅμως, μπορεῖ νὰ ἔχη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ αὐτοθεωρεῖται, καὶ εἶναι, εἰκὼν Θεοῦ;

Μοῖρά του νὰ ἐπενδύη, ἄνευ ὁρίων, τὰ πάντα ἀλλοῦ καὶ ἐκτός του, ἀλλὰ ἔτσι ἀναγνωρίζεται μόνον στὸ ἔξω καὶ μόνον μεταφυσικῶς, ἐξωκοσμίως, ἔχοντας μιὰν ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα, πράγμα ποὺ μπορεῖ, ὅμως, νὰ τὸν κάνη γλυκὸ καὶ ἅγιο. Ποιά, ὅμως, αὐτόνομη ἐσωτερικότητα εὐθύνης νὰ ἀναγνωρίση, ὅταν τὴν εὐθύνη τὴν αἰσθάνεται σὰν ἐγκατάλειψη, σὰν ἔλλειψη τοῦ βλέμματος τῆς εἰκόνος τοῦ ἄλλου; Δεδομένον: ὁ ἄνθρωπος-εἰκὼν ἐὰν δὲν ἀνήκη σὲ κάτι ἄλλο, δὲν ἀναδύεται σὲ κάτι ἄλλο, δὲν παραμένει, δὲν ὑφίσταται.

Ἐδῶ εἶναι ποὺ συγκροτεῖται, ἐν πολλοῖς, αὐτὸ τὸ βάθος ποὺ ἐπιμένει στὸ ἀμεταμόρφωτό του καὶ τὸ ὁποῖο ἐπανέρχεται συνεχῶς, ὡς τραῦμα, ζητῶντας πλήρωση καὶ δικαίωση. Ὁμοιάζοντας στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τὴν βία, ἡ ὁποία, τὴν στιγμὴ ποὺ σοῦ ὑπόσχεται αὐτοπαντοδυναμία, συγγενεύοντας μὲ τὸ θεῖο, τὴν ἴδια στιγμή, σὲ βυθίζει στὴν ἀπόλυτη ἀπροσωπία. Κάλλιστα μποροῦμε νὰ θέσουμε στὴν θέση τῆς βίας αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ ἀμεταμόρφωτο τοῦ ψυχισμοῦ μας καὶ τὸ σχῆμα νὰ ἰσχύη· ἡ κίνησή του, ἡ ζωή του καὶ τὸ βάθος του συνδέονται μὲ τὸ θεῖο.

Μὲ τὴν ἀνθρωπολογία τῆς εἰκόνος, ἔχουμε μιὰ ψυχολογία Πινόκκιο. Ὁ Πινόκκιο εἶναι ἕνα ξύλινο ἀνθρωπάκι μὲ ἐσωτερικότητα πάχους κόντρα πλακέ, μηδενική. Ὅταν τιμωρῆται δὲν νιώθει ἔνοχος· ἁπλῶς ἄτυχος, ὅπως ὁ Ζῆκος.

Ὅμως ἔτσι, δὲν μποροῦμε νὰ ἐσωτερικεύσουμε τίποτε, σὰν ἄνθρωποι tefal –τὰ γνωστὰ ἀντικολλητικὰ σκεύη. Ἐάν, ὅμως, δὲν ἐσωτερικεύουμε, δὲν μποροῦμε καὶ νὰ ἔχουμε αὐτενέργεια καὶ ἐλευθερία, δὲν μποροῦμε νὰ νιώθουμε ὑπεύθυνοι. Ὁ Πινόκκιο θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ πὼς ὅποιος καταφέρνει νὰ ἐντυπώνη κάτι, μὲ δύναμη, πάνω στὸ σῶμα-ψυχή του, αὐτὸς τὸν κερδίζει κιόλας. Κοντολογίς: ἀφοῦ μὲ κοιτᾶς, ἐσὺ εἶσαι ὑπεύθυνος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶμαι ἐγὼ· ἐσὺ φταῖς, γιατί ἐσὺ μ’ ἔκανες ἔτσι.

Τὸ κακὸ καὶ τὸ καλὸ εἶναι πάντα ἐξωτερικά. Ὅμως αὐτὸς περίπου ὁ τύπος ψυχισμοῦ ἔφτειαξε, ἐπὶ παραδείγματι, τὸν Παρθενῶνα καὶ τὴν Ἀκρόπολη.

Ἡ Ἀκρόπολη δὲν εἶναι ἐφαρμογὴ ἑνὸς κώδικος κανόνων, ὁπότε θὰ ἦταν παραλλαγὴ τοῦ αἰγυπτιακοῦ τύπου τέχνης, ἀλλὰ ἕνα ἐμψυχωμένο ἐκ τῶν ἔσω ὅλον. Δὲν ἐκφράζει τίποτε. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἁγνή, ἀθώα, παιδικὴ ἀνταπόκριση μιᾶς ἀβαθοῦς ψυχῆς στὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, δηλαδὴ στὸ ἕτερον. Ἡ ὀμορφιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀνυπόκριτη ἀνταπόκριση. Ἡ ἐσωτερικότης του ἦταν ἀβαθής, ἀλλὰ διέθετε τὸ πλούσιο βάθος τοῦ ἐκτός του κόσμου-ὡραιότητος, ποὺ συνιστοῦσε καὶ τὴν «ἐσωτερικότητά» του.

Ὅταν, ἐπὶ παραδείγματι, ἦρθε ὁ Φρόυντ στὴν Ἀκρόπολη, ἔμεινε ἐνεός. Τὸν εἶχε ἀφήσει ἄναυδο ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας, ὡς ἐμψυχωμένη σύνθεση· ἐκεῖ μποροῦσε νὰ συνυπάρχει μὲ ὀποιονδήποτε δαίμονά του εἰρηνικῶς. Μπορεῖ νὰ μὴν λύνεται τίποτε, ἀλλὰ ὅλα ὑπερβαίνονται σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο συνθέσεως καὶ ἡ σύνθεση εἶναι ἴδιον τῆς ἀληθείας. Ὄμορφη κάνει τὴν Ἀκρόπολη ἡ παιδικὴ αὐτὴ ἀνταπόκριση σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ ὀμορφιά, τὴν ὁποία προσλαμβάνω χωρὶς νὰ κρατάω τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ χωρὶς νὰ ἐπιβάλλω καμμιὰν ἰδέα ἔξω μου.

Αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα, ἀναγνωρίζεται στὸ βλέμμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία δὲν ζητεῖ τίποτε ἀπὸ τὸν «συμμετέχοντα» σὲ αὐτήν, διότι ἡ συμμετοχή του εἶναι ἤδη ὅτι βλέπει-βλέπεται ἀπὸ αὐτήν. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς λειτουργεῖ αὐτὸς ὁ μηχανισμός, πᾶν τὶ «ἐσωτερικόν» ἔχει λυθῆ, κατ’ ἀκρίβειαν ἔχει τακτοποιηθῆ, ἀφοῦ ὅλη ἡ ἐσωτερικότης ἑκάστου ὑπάρχει ἐκτός, ἐντὸς αὐτῆς τῆς Λειτουργίας.

Ἐὰν στὴν θέση τῆς Θείας Λειτουργίας θέσουμε τὴν ἐν λόγῳ ταινία, τότε καταλαβαίνουμε πόσο ἀνακούφιζε τὴν ἐσωτερική μας ἀταξία, χωρὶς νὰ μᾶς προβληματίζη ἢ νὰ ἀπαιτῆ νὰ ἀλλάξουμε ἐσωτερικῶς, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο. Λύσις ἐξωτερικὴ σήμαινε καὶ λύσις «ἐσωτερική».

Ἡ ἴδια ἡ ταινία ἦταν αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔβλεπε. Τόσο δὲ στὶς παλαιὲς ἑλληνικὲς ταινίες, εἴτε δράματα ἦσαν αὐτὲς εἴτε κωμῳδίες, ἢ στὰ ρεμπέτικα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα, ἡ σφοδρὴ ἀντίθεση, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ μιᾶς ἀκάμπτου ἀταραξίας τῆς μάσκας-προσωπείου-προσώπου καὶ τῆς δραματικότητος τῶν ἀναφερομένων ἢ δρωμένων, συνιστοῦν τὴν κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνικὴ συγκίνηση.

Ἡ ταινία, ποὺ δικαίως μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς ἕνα καλειδοσκόπιο τοῦ ἑλληνικοῦ ψυχισμοῦ, ἀνήκει στὶς κλασσικὲς κωμῳδίες τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου: οὐδεὶς γνωρίζει τὴν θέση του· πάντες, δέ, νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι, τρυφερὰ ἀνεύρετοι μὲ τὸν ἑαυτό τους –ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἑαυτός.

Ταινία μὲ ἑλληνικοῦ τύπου στατικότητα, ποὺ δὲν ξεπέφτει, ὅμως, στὸν εὔκολο συμβολισμό· ἀντὶ γιὰ δράση ἔχει ἀκατάσχετο καὶ ἐξαιρετικὰ ζωντανὸ λόγο, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἔντονες παρουσίες τύπων, ἀπὸ τὴν ἄλλη· ἡ συμπάθεια ἔρχεται ἀβίαστη.

Ἡ ταινία διαθέτει καὶ μίαν ἄλλη πρωτοτυπία ἢ καὶ ἰδιομορφία: δὲν ὑπάρχει μάννα, ὄχι μόνον σὰν φιγούρα ἀλλὰ οὔτε κἂν σὰν ἀναφορά.

Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα πλάνο ἀπὸ ἐσωτερικὸ χῶρο σπιτιοῦ.

Τὰ κύρια πλάνα εἶναι στὸ μπακάλικο τοῦ κυρ-Παντελῆ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ αὐλή, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ σπίτι τοῦ κυρ-Μανώλη –μοναδικὸ τὸ φευγαλέο πλάνο ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἔγκλειστης Λίτσας.

Λείπει, δηλαδή, ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ποὺ θὰ προσέδιδε μία κάποια ἀνθρωπολογικὴ ἐσωτερικότητα· μὲ τοὺς ἄνδρες στὴν σκηνὴ κυριαρχεῖ ὁ ἄκαμπτος τύπος καί, κυρίως, οἱ κώδικες τιμῆς καὶ ἀναγνωρίσεως ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Ἔτσι, εἶναι, κυρίως, ἕνας κόσμος ἀνδρῶν, πατεράδων κοριτσιῶν καὶ ὑποψηφίων γαμπρῶν ἄνευ γονέων, καὶ μιᾶς προξενήτρας, ἀπαραίτητης στὴν διαμεσολάβηση μεταξὺ τῶν, ἐξ ὁρισμοῦ ἀκάμπτων καὶ σὲ διαρκῆ ἀνταγωνισμὸ γιὰ ἐπιβεβαίωση, ἀνδρῶν.

Ἐξ αὐτοῦ καὶ οἱ χῶροι τῶν γυρισμάτων εἶναι κυρίως ἐξωτερικοί, ὄχι ὅμως στὸν δρόμο, ἀλλὰ στοὺς χώρους ἐκείνους τῆς ἀναμετρήσεως, ὅπου παιζόταν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία καθενός, ἐκεῖ ὅπου ἐκρίνετο ἡ ἀκεραιότης τῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἐσυμβολίζετο μὲ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ἀρχηγοῦ της. Ἔτσι, ἡ μπακαλοταβέρνα, τὸ καφενεῖο, ἡ ταβέρνα καὶ ἡ ἐσωεξωτερικὴ αὐλὴ ἔχουν τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ λόγο –δευτερευόντως ὑπάρχει καὶ ἕνα συνοικιακὸ θερινὸ σινεμὰ ὡς οὐδέτερος χῶρος περισσότερο ἀπροϋποθέτων συναντήσεων καὶ ἀνεκτικότητος.

Ἡ ὑπόθεση, ὅπως καὶ τὸ σενάριο –λέγεται πὼς ἦταν μόνον ἑπτὰ σελίδες–, εἶναι στοιχειώδη. Ὁ μπακάλης κυρ-Παντελῆς (Κώστας Δούκας) καὶ ὁ ὑπάλληλος-μπακαλόγατός του Ζῆκος (Κώστας Χατζηχρῆστος), ποὺ μαζὶ δὲν κάνουνε καὶ χώρια δὲν μποροῦνε, εἶναι ἐρωτευμένοι μὲ δυὸ κοπέλλες, φιλενάδες μεταξύ τους, τὴν Λίτσα (Ντίνα Τριάντη) καὶ τὴν Φιφίκα (Νέλλυ Παππά), ἀντιστοίχως. Αὐτές, ὅμως, βρίσκονται στὰ πρόθυρα τοῦ γάμου μὲ τὸν ἠλεκτρολόγο Ἀργύρη (Θανάσης Μυλωνᾶς), ἡ πρώτη, καὶ μὲ τὸν ὑδραυλικὸ Κιτσάρα (Νῖκος Ρίζος), ἡ δεύτερη. Ὁ κυρ-Παντελῆς, ποὺ ἀγνοεῖ τὰ τεκταινόμενα, βάζει τὴν προξενήτρα, καὶ γνωστὴ κουτσομπόλα τῆς γειτονιᾶς κυρα-Δέσποινα (Μαρίκα Νέζερ) νὰ μεσολαβήση στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, κυρ-Μανώλη (Νῖκος Φέρμας), ἡ ὁποία, ὄντως, κατορθώνει ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες νὰ ἔλθουν σὲ συνεννόηση καὶ νὰ «κλείσουν τὴν δουλειά», ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Λίτσας.

Ὁ Ζῆκος ἀντιδρᾶ, τὸν ἐπικρίνει, καὶ προσπαθεῖ μὲ εἰρωνεῖες καὶ κοροϊδίες νὰ τὸν μεταπείση· τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει, ὅμως, εἶναι οἱ ἀτελείωτοι τσακωμοὶ μὲ τὸ ἀφεντικό του. Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀρνεῖται νὰ παραδεχθῆ πὼς ἡ Φιφίκα, ὁ ἔρωτάς του, τὸν κοροϊδεύει καὶ πὼς τὸν ἔχει γεμίσει ψέματα· Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς μοιάζουν σὰν δυὸ σταγόνες νερό.

Μὲ ἀφορμὴ τὰ γενέθλια τῆς Λίτσας, μαζεύονται ἅπαντες στὸ σπίτι τοῦ Κυρ-Μανώλη, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ πατέρας πρόκειται νὰ ἀναγγείλη τὸν γάμο τῆς Λίτσας μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ. Ἐπ’ εὐκαιρία, ὁ Ζῆκος προσπαθεῖ νὰ προλειάνη τὸ ἔδαφος, γιὰ τὸν δικό του γάμο, καὶ κάνει τὶς πρῶτες κρούσεις στὸν κυρ-Σωτήρη (Γιῶργος Ὀλύμπιος), πατέρα τῆς Φιφίκας.

Στὴν γιορτή, ἔρχονται καὶ ὁ Κιτσάρας μὲ τὸν Ἀργύρη. Μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Λίτσα σοκάρεται καὶ φεύγει τρέχοντας· ὁμοίως καὶ οἱ δύο φίλοι· ὁ Ζῆκος φαίνεται νὰ ἀπολαμβάνη τὴν δικαίωσή του. Καὶ ἐνῶ ὁ κυρ-Παντελῆς, ἀπτόητος, ἐτοιμάζεται γιὰ τὸν γάμο του, Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς φίλου τοὺς ταξιτζή, τοῦ Μήτσου (Γιῶργος Βελέντζας) σχεδιάζουν τὴν ἀπαγωγὴ τῆς Λίτσας.

Ἡ κυρα-Δέσποινα, ὅμως, ποὺ τὰ πάνθ’ ὁρᾶ, τὰ ἀντιλαμβάνεται ὅλα καὶ εἰδοποιεῖ τοὺς τρεῖς ἄνδρες στὴν μπακαλοταβέρνα, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν στὸ σπίτι τῆς Λίτσας καὶ προλαβαίνουν τὴν ἀπαγωγή.

Στὰ ἀποκαλυπτήρια ποὺ ἀκολουθοῦν, τὰ πραγματικὰ ζευγάρια ἑνώνονται, συναινέσει ὅλων, ἑκόντων καὶ ἀκόντων· Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς μένουν μὲ τὴν μπουκάλα μετὰ χεῖρας.

Ἡ ταινία ἀρχίζει μὲ μία καθημερινὴ τυχαιότητα. Ὁ κυρ-Σωτήρης, πατέρας τῆς Φιφίκας, περνᾶ, τυχαίως (;) ἀπὸ τὸ μπακάλικο τοῦ κυρ-Παντελῆ, ὁ ὁποῖος τοῦ γκρινιάζει γιὰ τοὺς δύο τυράννους του, τὴν ἐφορία, τὴν ἐπιβουλεύουσα τὰ χρήματά του, καὶ τὴν κυρα-Δέσποινα, τὴν ἐπιβουλεύουσα τὴν ἐλευθερία του.

Θέλει νὰ ξεφύγη, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν νὰ κρυφτῆ, καὶ ἀπὸ τὶς δύο καὶ νὰ διάγη τὸν δικό του βίο, τὸν μυστικό, ἐλεύθερο, ἀλλὰ καὶ τοῦ αἰσθήματός του.

Στὸ βάθος του, ὁ κατὰ πάντα συμβιβασμένος μπακάλης, διατηρεῖ κάτι ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ καὶ ἀνοικοκύρευτο παλληκάρι· ἀντιτάσσεται, διὰ τῆς φυγῆς, τόσο στὸ κρατικό –ἡ ἱστορία τῶν καταστηματαρχῶν θὰ μποροῦσε, κάλλιστα, νὰ γραφῆ ὡς ἡ ἱστορία τῆς πάλης τους γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ὁ ἔλεγχός τους ἀπὸ τὸ κράτος–, ὅσο καὶ στὸ κοινωνικὸ δέον· εἶναι καὶ αὐτὸς κατὰ τοῦ γνωστοῦ, «καταπιεστικοῦ συστήματος».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ κυρ-Παντελῆς ἔχει μάθει νὰ κρύβη τὴν εὐχαρίστησή του, νὰ χαίρεται στὰ κρυφά, καὶ ἐξωτερικῶς νὰ προβάλλη ἕνα μισοκακόμοιρο, μίζερο πρόσωπο, ὥστε νὰ μὴν κινῆ τὸν φθόνο τῶν γειτόνων –αὐτομεμψιμοιρία ὅλων πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ ἂν καὶ τὰ οἰκονομικὰ ἦσαν ἀνθηρά· σὲ μία κοινωνία ὅπου ἡ ἐσωτερικότης ἑκάστου ἐξαρτᾶτο, σχεδὸν κατ’ ἀπόλυτον τρόπο, ἀπὸ τὴν γνώμη τῆς ὁμάδος, τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου ἦταν ἁπτικό· τὸ «κακὸ μάτι» ἐπροηγεῖτο τῆς καλυτέρας προθέσεως καὶ ἐπαραμόνευε ἐντὸς αὐτῆς.

Ὁ κυρ-Σωτήρης, γνωρίζει πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ τελετουργικὸ τῆς ἐπιρρίψεως, ἐν εἴδει πίνγκ–πόνγκ, τῆς ἐνοχῆς, τοῦ βάρους καὶ τοῦ κακοῦ στὸν ἄλλον· ἐπ’ οὐδενὶ δὲν πρέπει νὰ ἐσωτερικευθῆ τίποτε.

Τὸ κακό, ὡς φυσικὴ ὀντότης, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πέτρα ἢ τὸ χόρτο, πρέπει νὰ παραμείνη ἐκτὸς καί, εἰ δυνατόν, στὸν ἄλλον.

Ἔτσι ἀνταπαντᾶ μὲ μία ἄλλη φράση ἀπὸ τὸ πλούσιο, γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ρεπερτόριο τῆς παραδόσεως: (ἂν ἐσὺ παραπονιέσαι, τότε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε).

Ὁ κυρ-Παντελῆς, ὅμως, ἔχει καὶ ἕνα ἀκόμη πρόβλημα, ποὺ ὀνομάζεται Ζῆκος.

Τὸν Ζῆκο τοῦ τὸν ἔστειλε μιὰ τρίτη ἐξαδέλφη τοῦ Παντελῆ, γιὰ μπουρέκι, ἀπὸ τὸ Καρπενήσι, (νὰ πιάση δουλειά, νὰ φάη κι αὐτός, νὰ λιγδώση τ’ ἄντερό του καί, τέλος πάντων, νά ’χω κ’ ἐγὼ ἕναν ἄνθρωπο μὲς τὸ μαγαζί μου).

Εἶναι ὁ ὑπάλληλός του, ὁ «μπακαλόγατος» τοῦ μαγαζιοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικά τό alter ego του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν χωνεύει.

Ὁ Ζῆκος, ὡς συνήθως, ἔχει ἀργήσει καὶ ὁ κυρ-Παντελῆς ἀδημονεῖ: (τὸ χαϊβάνι· ποῦ στὸ διάολο ἔχει πάει; θὰ τὸν σαπίσω στὴν καρπαζά).

Ὁ «μπακαλόγατος» μάθαινε τὴν μπακαλική, συναινετικῶς, μὲ τὴν γνωστὴ τοῖς ἅπασιν καρπαζοεισπρακτικὴ μέθοδο, τὴν γαϊδουρινὴ ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ τὴν μίμηση· ἡ μίμηση καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς μαθητεία δὲν συνδέεται κατ’ ἀνάγκην μὲ τὴν γλωσσικὴ ἐπικοινωνία, εἶναι ὀπτικοκινητικῆς ὑφῆς καὶ τείνει πρὸς τὴν συμμόρφωση καὶ τὸν ἄκαμπτο συντηρητισμό.

Ὁ μαθητευόμενος ὑπάλληλος ἢ ἐργάτης ἔφερνε ὡς κεφάλαιο τὴν κοινοτική του ἀγωγή, ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν μετρήσιμη ἐργασία του.

Μὴ γνωρίζων τὴν ἐργαλειακὴ ἐξατομίκευση, τὴν ὡρισμένη θέση καὶ τὸν καταμερισμὸ ἐργασίας, σὰν νὰ ἦταν σὲ μονάδα παραγωγῆς, ὁ μαθητευόμενος ἐννοοῦσε τὸν τόπο ἐργασίας του, ὡς τόπο ἀναδείξεως τῆς ἐσωτερικῆς του ἐξωκοσμίου ἀληθείας, τὴν ὁποία ἔπρεπε ἅπαντες νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ σεβασθοῦν.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μαθητευόμενος, δὲν περίμενε νὰ μάθη κάτι πλήρως· μόλις ἀντιλαμβανόταν τὰ στοιχειώδη, αὐτονομεῖτο καὶ αὐτοσχεδίαζε –ἐκτὸς καὶ ἂν κατώρθωνε νὰ μεταγράψη σὲ προσωπικὲς τὶς ἐπαγγελματικές του σχέσεις μὲ τὸν ἐργοδότη, ὁπότε γινόταν μέλος τῆς οἰκογενείας του καί, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, «ἀνέβαινε» καὶ ἐπαγγελματικῶς καὶ κοινωνικῶς· ἄλλαζε εὔκολα ἐργασία –ἐκτὸς καὶ ἂν γινόταν ἀρχιεπιστάτης μὲ παράλληλη, φαντασιακὴ ἢ πραγματική, εἰσδοχὴ στὸν οἰκεῖο χῶρο τοῦ κυρίου–, χωρίς, ὅμως, καὶ νὰ τελειοποιῆται πουθενά.

Οὔτε οἱ ἐργάτες οὔτε οἱ μαθητευόμενοι τεχνίτες καὶ ὑπάλληλοι αἰσθάνονταν ἐργάτες μεροκάματου, ἀλλὰ συνέταιροι καὶ ἐξ αὐτοῦ δὲν ἐννοοῦσαν νὰ μὴν μοιράζωνται τὸ προϊὸν παραγωγῆς ἢ νὰ μὴν ἔχουν λόγο γι’ αὐτό· κάτωθι αὐτῶν ἔπαλλε τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινοτικῆς ἀδελφοποιίας. Ἡ ἐργασία δὲν μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ἐπιχείρηση, ἀφοῦ σκόπευε, γιὰ ὅλους, στὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν αὐτάρκεια. Ἐξ αὐτοῦ καὶ σκοπὸς καθενὸς ἦταν ἡ ὅπως ὅπως ἐκμάθηση καὶ ἡ κατόπιν καθίδρυση δικῆς του ἀνεξάρτητης «ἐπιχειρηματικῆς μονάδος», γινόμενος ἀπὸ λοῦστρος μέχρι βιοτέχνης, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶχε κανέναν πάνω ἀπὸ αὐτὸν –ὁ Ζῆκος, στὸ ἑπόμενο βῆμα, ἀφοῦ θὰ μάθαινε μὲ τὸ σχῆμα προσταγὴ-ὑπακοὴ ἢ ἀνυπακοή, θὰ ἔκλεβε τὴν πελατεία τοῦ Παντελῆ, γινόμενος ὁ ἴδιος μπακάλης, μὲ μαγαζὶ πιθανὸν κοντὰ σ’ αὐτὸ τοῦ πρώην ἀφεντικοῦ του, γιὰ νὰ τὸν ἀνταγωνισθῆ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο πλέον· ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν πόλη Ἕλληνας ἐργάτης ἦταν ὑποψήφιος μικροαστός, ὄχι ὁριστικὸς προλετάριος, ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ εὕρεση ἐργασίας, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ζήκου, γινόταν πάντα σὲ οἰκεῖο περιβάλλον, εἴτε γνωστοῦ, εἴτε ἐντὸς κοινότητος «πατριωτῶν», ἀπὸ τὸ χωριό, μεταφερθείσης στὴν Ἀθήνα.

Ὁ κυρ-Σωτήρης τοῦ ἀποκαλύπτει πὼς ὁ Ζῆκος εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Φιφίκα, τὴν κόρη του, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει γίνει περίγελως καὶ ἀντικείμενο πειραγμάτων, ἀφοῦ ὁ ἔρωτάς του δὲν ἔχει τύχει παραθεωρήσεως ἀπὸ τὴν ἀδηφάγο καὶ ψυχοβόρο γειτονιά.

Ταὐτοχρόνως, ὅμως, τὸν συμπονᾶ καὶ τὸν ὑποστηρίζει στὸν Παντελῆ, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν διώξη: (μὴν τὸ κάνης αὐτό· ὁ Ζῆκος –δὲν ξέρω τί εἶναι–, ἀλλὰ τὸ πονάει τὸ μαγαζί· κ’ ἐσένα σ’ ἀγαπάει, νὰ ξέρης).

Ὄντως, ὅπως, θὰ φανῆ ἀργότερα, ὁ πόνος-πόθος τοῦ Ζήκου γιὰ τὸ μαγαζὶ καὶ τὸ ἀφεντικό του, περνᾶ, ἀπαραιτήτως καὶ ἀδιαχωρίστως, μέσῳ τῆς ὑπ’ αὐτὸν καταστροφῆς τους· ἀγάπη καὶ μῖσος ὁμοῦ, μὲ τὸ μῖσος νὰ προηγῆται κατά τι, ὡς πιὸ ἀρχαϊκό, καὶ αὐτὸ διότι ὁ Ζῆκος πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς ἀνεξάρτητος πατέρας-δεσπότης σὲ ἕνα καθεστώς, ὅμως, ποὺ δὲν σηκώνει θεσμισμένες ἐξατομικεύσεις.

Ὁ Σωτήρης σηκώνεται νὰ φύγη, παρὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Παντελῆ νὰ καθίση κι ἄλλο. Ὁ Παντελῆς, ὅμως, ἔχει τὸ μαγαζί, τὴν ἐπιχείρηση, ὄχι καθοδηγούμενος τόσο ἀπὸ τὸ κέρδος, ὅσο γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς κοινωνικῆς του θέσεως στὸ φαντασιακὸ κοινοτικὸ τραπέζι, γιὰ αὐτεπιβεβαίωση τῆς πατρικῆς του δεσποτείας· στὴν Δύση, ἡ ἐπιχειρηματικότης ὡδηγοῦσε μακρὰν τῆς γειτονιᾶς καὶ ἡ ἀπόσταση αὐτὴ ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὴν ἀστικὴ τάξη, στὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπιχειρηματικότης ὡδηγοῦσε βαθύτερα στὴν κοινότητα, στὸ κέντρο καὶ τὴν καρδιὰ τῆς κοινοτικῆς τραπέζης.

Ὅμως ὁ Σωτήρης, τοῦ ὑπενθυμίζει πὼς γιὰ νὰ καλῆ στὸ μαγαζί του, δηλαδὴ νὰ δείχνεται ὡς ἄρχοντας, πρέπει νὰ κερνᾶ: (βάλε καὶ κανένα μεζέ)· ὁ Παντελῆς τὸ ὑποβαθμίζει καὶ αὐτομειώνεται, αὐτοειρωνικά, ἀλλὰ καὶ μεμψίμοιρα: (μὰ τί λές; Θὰ σφάξω ρέγκα!).

Καταφθάνει ὁ Ζῆκος μὲ τὸ ποδήλατο καὶ τὸ κλασσικὸ ψάθινο ζεμπίλι –καθὼς παίζονται οἱ τίτλοι τῆς ἀρχῆς (generique [ζενερίκ]), ὁ Ζῆκος, τραγουδάει στὸ ποδήλατο, καὶ ἡ κάμερα ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν Γούβα πρὸς τὸ Παγκράτι μέσῳ Φιλολάου· τὰ γυρίσματα στὴν μπακαλοταβέρνα, πιθανόν, νὰ ἔγιναν στὰ στούντιο τῆς Φίνος Φίλμ, στὸν Ἅγιο Παῦλο, ἤ, λιγώτερο πιθανόν, σὲ παρακείμενο μπακάλικο, ἐνῶ ἡ σκηνὴ τὴς ἀπαγωγῆς γυρίσθηκε σὲ σπίτι τῆς ὁδοῦ Κίμωνος στὴν Ἀκαδημία Πλάτωνος.

Ἅμα τῇ ἐμφανίσει του πληρωτέος· εἰσπράττει μία μούντζα ἀπὸ τὸ ἀφεντικό του, τὴν ὁποία ἀγνοεῖ, πρὸς στιγμήν, αὐτοσυγκρατούμενος, ἀφοῦ ἔχη νὰ ἀσχοληθῆ μὲ σοβαρώτερη ὑπόθεση, ποὺ εἶναι ὁ κυρ-Σωτήρης, ὁ πατέρας τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ὁποῖο χαιρετᾶ μετὰ πάσης ἐπισημότητος καὶ τυπικότητος, ἀλλὰ καὶ ἐγκαρδίως.

Ἀμέσως ἀρχίζει τὸ ψυχόδραμα γιὰ τὴν ἀναγνώρισή του· ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας του, ἡ ὁποία βάλλεται πανταχόθεν –ἔτσι αἰσθάνεται– καὶ ποὺ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸν καθένα (‘‘ρε’’ σὲ ’μένα; Μὲ τὸ ‘‘ρε’’ δέν σου ἐπιτρέπω νὰ μοῦ μιλᾶς· ἐγὼ τὸ ‘‘ρε’’ δὲν τὸ σηκώνω· οὔτε ‘‘ρε’’ δέχομαι οὔτε χειρονομίες).

Ὁ κυρ-Παντελῆς τοῦ ζητάει τὸν λόγο γιὰ τὴν ἀργοπορία του, μιλῶντάς του ἄσχημα· ὁ Ζῆκος ἀντεπιτίθεται καὶ τὸν κτυπᾶ μὲ τὸ δάκτυλο στὸ στῆθος, δηλώνοντάς του πὼς δὲν σηκώνει χειρονομίες· δὲν εἶναι μόνον πὼς ἐνεργεῖ προληπτικῶς καὶ συγχρόνως ἀποτρεπτικῶς, κάνοντας αὐτὸ ποὺ δὲν θέλει νὰ τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ κατηγορεῖ καὶ τὸν ἄλλον, τὸ ἀφεντικό του, ἀκριβῶς γιὰ τὴν δική του ἐπιθετικότητα· ὁ Ζῆκος, ἀσυνείδητα, νιώθει πὼς εἶναι ὁ κακέκτυπος καθρέπτης τοῦ κυρ-Παντελῆ· ἐδῶ, μάλιστα, τὸν προλαβαίνει καὶ τὸν μιμεῖται μὲ τρόπο γκροτέσκο, φανερώνοντας, ἔτσι, τὴν ἀλήθεια τοῦ Παντελῆ. Ὁμοίως θὰ πράξη καὶ μὲ ἄλλους.

Ὁ Ζῆκος ζῆ σὰν ἀρπακτικό. Ἐπανειλημμένως, «κλέβει» ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅ,τι καλὸ νομίζει πὼς ἔχουν, τὸ ὁποῖο ὅμως περιορίζεται πάντα σὲ νέα μέσα καὶ τεχνικὲς ἐπιβολῆς –ὅ,τι τὸν ἐντυπωσιάζει– γιὰ νὰ τοὺς φορτώση ὅ,τι κακὸ (διάβαζε: ἀδυναμία) ἔχει ὁ ἴδιος· ἀνέτως, πλέον, μπορεῖ νὰ τὸ ἐντοπίζη στὸν ἄλλον καὶ νὰ τὸ καταδικάζη νηλεῶς.

Ἔτσι, ἐπὶ παραδείγματι, μπορεῖ νὰ κατηγορῆ τὸν κυρ-Μανώλη ὡς κουσκουσάρη, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι κουτσομπόλης, ἢ νὰ ἐπικρίνη μία συμπεριφορὰ (τῆς κυρα-Δέσποινας, τοῦ κυρ-Παντελῆ, τοῦ Κιτσάρα ἢ τοῦ Μήτσου τοῦ σωφέρ), ἀλλὰ ἀμέσως μετά, ἀφοῦ ἀντιλαμβάνεται πὼς ἔτσι θὰ κατισχύση, νὰ τὴν οἰκειώνεται ἀνενδοίαστα. Ἀπεκδύεται πάσης εὐθύνης, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐπιθετικότητά του, ἀφοῦ ὑπεύθυνος εἶναι ὁ ἑκάστοτε ἄλλος· καὶ εἶναι φυσικό.

Ὁ ἄλλος εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτόν· αὐτὸς ὁ ἄλλος χρεώνεται καὶ τὴν δική του ὕπαρξη. Ἡ ἐσωτερικότης του εἶναι αὐτὴ τῆς εἰκόνος-καθρέπτου: μηδενική. «Ὀντολογικῶς»: ἀδυνατεῖ νὰ ἀναλάβη τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς του, ζωῆς, πράξεων καὶ λόγων, ἀφοῦ, στὴν ἀντίθετη περίπτωση, θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι Ζῆκος· εἶναι ὅ,τι τοῦ δείχνουν οἱ ἄλλοι καὶ εἰσπράττει ἀπὸ αὐτούς· ἕνας Πινόκκιο.

Ὁ μετ’ ἀπειλῶν καβγᾶς συνεχίζεται, φθάνοντας, καὶ μόνον φθάνοντας χωρὶς νὰ ξεπερνᾶ, τὸ ὅριο τῆς χειροδικίας καὶ σὲ κάποια στιγμή, ὁ μονίμως αἰσθανόμενος ὑστέρηση Ζῆκος θὰ σηκωθῆ στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του, θὰ φουσκώση καὶ θὰ ἀνοίξη τὰ χέρια του, ἀπειλῶντας μὲ τὸ «τεράστιον» τῶν διαστάσεών του τὸν κυρ-Παντελῆ.

Φουσκώνει καὶ ξεδιπλώνεταιγιὰ νὰ ‘‘πιάση’’ τόπο, καθὼς ἡ φάνειά του, τὸ ξετύλιγμά του, ὅπως τὸ λέει ὁ ἴδιος, καὶ ἡ εὕρεση τόπου εἶναι ὁ διαρκὴς καὶ μόνιμος καημός του γιὰ διάκριση· ὁ Νεοέλλην μπορεῖ νὰ μὴν θέλη πάντα νὰ ἐπιβάλλεται, θέλει, ὅμως, πάντα νὰ διακρίνεται καὶ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει πάντοτε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου νὰ στέκεται κατ’ ἔναντί του· ὁ αὐτοσεβασμός, γιὰ τὸν κάθε Ζῆκο, περνᾶ ἀπαραιτήτως μέσα ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων.

Στὸν ἐπόμενο τόνο, ὁ κυρ-Παντελῆς ὑπερβαίνει τὰ ἐσκαμμένα, κτυπῶντας τὸν Ζῆκο ἐκεῖ ποὺ τὸν πονάει· στὸ ζήτημα τῆς Φιφίκας. Ὁ Ζῆκος γίνεται ἔξαλλος· τὸ κρύψιμο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς εἶναι ὅρος ἀπαράβατος· τὸ κτύπημα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν μέση.

Ὁ Ζῆκος νιώθει εὐάλωτος στὴν πρόγκα, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἶναι πρῶτος· αἰσθάνεται, δι’ εἰσέτι μίαν φοράν, ἀπειλημένος. Ἡ παραδοσιακὴ κοινοτική του σκευὴ τοῦ κτυπᾶ τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου· τὸ φιλότιμο συμβαδίζει μὲ τὸ φαίνεσθαι, τὰ προσχήματα καὶ τὴν κάλυψη τῆς γυμνῆς ἀλήθειας καὶ σὲ αὐτὰ θεμελιώνεται ἡ ἀποφυγὴ τῆς ντροπῆς· ἕκαστος Ζῆκος ἔτρεμε τὸ ρεζίλεμα.

Ὁ κυρ-Παντελῆς προχωρεῖ ἀκάθεκτος, γνωρίζοντας καὶ αὐτὸς πὼς τὰ ὅρια τῶν ἀτόμων στὴν παραδοσιακὴ κοινότητα καὶ γειτονιὰ δὲν εἶναι εὐδιάκριτα· κατ’ οὐσίαν δὲν ὑπάρχει ἰδιωτικὸς (private), ἱερὸς καὶ ἀπαράβατος βίος· ὁ καθεὶς εἶναι, ἢ μπορεῖ νὰ γίνη, ὑπόλογος στοὺς ἄλλους καὶ ἐὰν δὲν ὑποκύψη σ’ αὐτὸν τὸν μηχανισμό, θὰ ἐπακολούθηση διαπόμπευση.

Τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια: (ρὲ περίγελο τῆς κοινωνίας, ρὲ σὲ δουλεύουνε, ρὲ μοσχάρι), τοῦ δείχνει τὴν πραγματική του θέση· τὸ ξετύλιγμα τοῦ Ζήκου εἶναι φαντασιακό, εἶναι μία ἀτοπία. Ἀλλὰ στὴν κωμῳδία οὐδεὶς ξέρει τὴν θέση του.

Ὁ Ζῆκος προσπαθεῖ νὰ περισωθῆ: (δὲν γεννήθηκε ἄνθρωπος νὰ μὲ δουλέψη ἐμένα ἀκόμα)· τὸ ἐγώ του πρέπει νὰ παραμείνη, γιὰ τοὺς ἔξω, ἀρράγιστο –μέσα του, ὅμως, θὰ τὸ σκεφθῆ, ὅπως τὸ εἶχε σκεφθῆ κάποτε καὶ ὁ Οἰδίπους, ὅταν τὸν εἶπαν νόθο· κ’ ἐκεῖνος καβγάδισε μὲν μ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀπεκάλεσε ἔτσι, μέσα του ὅμως ἐνεγράφη σὰν σαράκι ἡ κουβέντα.

Ὁ καβγᾶς φαίνεται νὰ ὁδεύη πρὸς τὸ τέλος του, ὅμως ἡ νέα ἀφορμὴ παραμονεύει στὴν γωνία.

Ὁ Ζῆκος, μὲ ἕνα μῖγμα μοχθηρίας καὶ μιζέριας, διαπραγματεύεται, μὲ ἔντρομη ἐπιθετικότητα καὶ σκληρά, τὸ κάθε τι.

Ἔτσι, ἀρνεῖται νὰ κάνη μία κατ’ οἶκον διανομὴ στὴν κ. Καραζαμπούκου, ἐπειδὴ ἡ ἐν λόγῳ κυρία δὲν τοῦ εἶχε δώσει, κάποτε, φιλοδώρημα, καὶ προτείνει στὸν ἴδιο τὸν κυρ-Παντελῆ νὰ πάη αὐτός, ποὺ ἐκπλήσσεται, θέλοντας νὰ κρατήση τὴν θέση του· ὡς καταστηματάρχης δὲν θὰ ἦταν ἁρμόζον στὸν ρόλο του. Ἀπὸ τὸν Ζῆκο βγαίνει αὐθορμήτως ἡ ἀπάντηση: (Τί λὲς μωρὲ μεγάλε καταστηματάρχη. Χαρὰ ’στὸ πράμα. Τί εἶσαι; Μπακαλόγατος εἶσ’ ἐσὺ κ’ ἐγὼ τὸ μπακαλογατί).

Τὸ φαντασιακὸ τοῦ Ζήκου ἔχει κτισθῆ ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ σεμπριά.

Τὸ ἰδιόμορφο αὐτὸ συνεταιρικὸ καθεστὼς ἐργασίας ἑδράζετο ἐπὶ μιᾶς ὀρθοδόξου κοπῆς ἀδελφοποιίας, ἄνευ ἡμερομισθίων ἐργατῶν· τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ καθεστὼς προϋπέθετε μίαν ἰσοτέλεια καὶ μίαν ἐχθρότητα πρὸς πᾶσαν διαφοροποίησιν· ἡ δὲ κοινὴ ἐργασία ἦτο κοινὴ καὶ εἰς τὴν αἰωνιότητα ἐκτεθειμένη.

Ἔτσι, τὸ λαϊκὸ στρατόπεδο, ἀπ’ ὅπου κατήγετο ὁ Ζῆκος, καὶ κατὰ τὴν, σωστή, ἀντίληψή του καὶ ὁ κυρ-Παντελῆς –γιὰ ἑγελιανὴ διαλεκτικὴ ἀφέντη-δούλου οὔτε λόγος–, τὸ προσδιώριζε ὁ κοινοβιακὸς δεσμὸς τῆς σεμπριᾶς τῶν μικρομεσαίων –ἕνα εἶδος ἀγροτικοῦ κοινωνισμοῦ ἠθελημένως ἀλυτρώτων–, ἡ ὁποία δὲν ἀπέδιδε, φυσικά, ἐπιχειρηματίες ἀλλὰ ὑπηρέτες, εἴτε τοῦ δημοσίου εἴτε τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέως.

Γιατί ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιέφερε δὲν ἦταν, καὶ πάλι φυσικά, τὸ πάθος τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ἀστικοποίηση, ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς ἢ ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ δεσμά, ἀλλὰ μόνον τὸ ψωροφιλότιμο τοῦ νὰ ὑπολογίζωνται, νὰ λογιάζωνται, ὡς μεσάζοντες καὶ παράγοντες ἐλέγχου μέρους τῆς διοικήσεως καὶ ταὐτοχρόνως ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτάρκεις. Ἀπὸ τὴν μιὰ ἐξευτελιστικὴ ἰσοπέδωση πάσης ἀξίας ὁδηγούσης σὲ διαφοροποίηση, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπέχθεια πρὸς πᾶσαν ὑποχρέωσιν, ἡ ὁποία σημαίνει σχέσιν ἀνισότητος, ἀσύμβατες μὲ τὶς ἀξίες τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας. Ἀντίφασις; Οὐδεμία. Ἡ σεμπριὰ ὑπέσχετο τὸ ἰδεῶδες: χαλαρὴ συνομοσπονδία ἀγέλης ἀτομικοτήτων.

Ἔτσι, ἐσυγκροτεῖτο ἕνας παραπηγματικὸς ὑποαστισμός, ἄνευ σταθερῶν ἀστικῶν μορφῶν, πλὴν κάποιων νησίδων ἄνευ ὅμως εὐρυτέρας σημασίας –ὄχημα αὐτοῦ τοῦ ὑποαστισμοῦ ἡ ἠθογραφία, ὅπου ἐν πολλοῖς, ἀνήκει καὶ ἡ ταινία αὐτή.

Ἡ ἠθογραφία χάιδευε καὶ θαύμαζε πάντα τὰ τῆς παραδόσεως, ὅπου ἔβλεπε ἕνα σύνολο ἁρμονιῶν ἀκόμη καὶ στὶς ἀντιθέσεις· κριτήριο δικαίου ἦταν ἡ κλειστὴ αὐτάρκης κοινότης.

Μὲ αὐτήν, ἡ ἐθνικὴ μειονεξία αὐτοαναπαύετο στὴν ὑπερεπάρκεια τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων, τὰ ὁποῖα δὲν ἀξιολογοῦντο ἀλλὰ μετεδίδοντο φωτοτυπικῶς ὡς θέσφατα ἀπολύτου ἀξίας, ὡς ἀπαράβατη μοῖρα.

Ὁ Ζῆκος γνωρίζει –ὁ κυρ-Παντελῆς τὸ φοβᾶται, τὸ ψυχανεμίζεται, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ξέρη τίποτε γι’ αὐτό– πὼς τσαρούχι καὶ ἐμπορία δὲν συναιροῦνται καὶ πὼς ἡ ἕνωσή τους ἀποφέρει, ὡς ἀποφορά, ἕναν ἐξαμβλωματικὸ Μπάρμπα-Γιῶργο.

Στὸ φαντασιακὸ τοῦ Ζήκου, ἀλλὰ καὶ τοῦ κυρ-Παντελῆ, βασιλεύει ἡ ἐν πενίᾳ ἀδελφότης, αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου κοινότητος, ποὺ καταδικάζει τὸ μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος ἐμπόριο καὶ τὸν πλουτισμό, τὶς τάξεις καὶ τὴν ἱεραρχία καὶ ποὺ προκρίνει τὸ χωριὸ καὶ τὴν γειτονιὰ καὶ ὄχι τὴν ἀστικὴ πόλη.

Ὁ ρωμαίικος αὐτὸς τύπος σοσιαλισμοῦ, ποὺ θὰ γίνη, κατὰ βάθος, καὶ σημαία πάντων τῶν λεγομένων προοδευτικῶν ἐν Ἐλλάδι, θὰ ἀγνοῆ ἐπισήμως πᾶσα διαφοροποίηση, ἀλλὰ θὰ ἀφήνη ἀνεπισήμως τὸν καθένα νὰ ἔχη μία θέση ἐκ προνομίου –ἀπὸ ρουσφέτι στὸ δημόσιο ἢ λόγῳ προστατευτισμοῦ καὶ προνομιακῆς κλειστότητος ἀγορασμένη θέση ἐργασίας, ὁμοίως δημοσίου δομῆς καὶ χαρακτῆρος, στὴν λεγομένη «ἐλεύθερη» ἀγορὰ ἐργασίας.

Ἔναντι καὶ ἔξωθεν τοῦ ρωμαίικου αὐτοῦ σοσιαλισμοῦ θὰ στέκη, φαντασιακῶς, τὸ κατεστημένο καὶ τὸ σύστημα, ὁ ψεύτης ντουνιᾶς, ποὺ πρέπει νὰ καταστραφῆ, ἔνδοθεν ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὅλοι ζοῦμε, ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ γνωρίζουμε: ἕνας ἀκατέργαστος καὶ ἀμορφοποίητος ἀτομισμός, ὅπου ἕκαστος θέλει νὰ λογιάζεται ὡς κάτι, νὰ ὠφελῆ τοὺς δικοὺς καὶ νὰ τυραννῆ τοὺς «ἐχθρούς»· τὸ ἰδανικὸν ἦτο τὸ πολύγωνον, τὸ ἐξοβελιστέον εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον φαντασιακὸν ἡ πυραμίς.

Ὁ Ζῆκος ἔρχεται συνεχῶς σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τάξη καὶ τὴν ἱεραρχία, αἰσθανόμενος πὼς μόνον ἔτσι δὲν θὰ νιώθη ἁπλῶς θύμα τῶν περιστάσεων, ἕνα περίτριμμα τῆς ἀγορᾶς, καὶ διασώζοντας, καὶ αὐτός, κάτι ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴν λεβεντιὰ τοῦ παλληκαριοῦ, δηλαδὴ τὴν νίκη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ἐπὶ τοῦ αἰσθητοῦ, στὴν ἄκαρδη πόλη.

Πρέπει νὰ ἀποδεικνύη συνεχῶς τὴν ὕπαρξή του καὶ τὴν δύναμή του, εἴτε ὑποτιμῶντας καὶ μειώνοντας τοὺς ἄλλους, εἴτε ἐξισώνοντας πρὸς τὰ κάτω τὰ πάντα, εἴτε, ὁμοίως πως, φέρνοντας τὰ πάντα στὰ δικά του μέτρα.

Καὶ εἶναι φυσικό. Τὸ φιλότιμό του τὸν ὠθεῖ στὴν θυσία, ἄνευ ἀναλήψεως τῆς ὑπάρξεώς του, ἄνευ ἠθικῆς εὐθύνης καὶ ἄνευ αὐτοσεβασμοῦ, ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐαλωτότης του τὸ μετατρέπει σὲ ὅπλο μειώσεως καὶ ἀπαξιώσεως τοῦ ἄλλου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἄλλος τοῦ ἀρνῆται τὴν ναρκισσιστικὴ προβολὴ τοῦ ἐγώ του· φιλότιμον: ἡ ματαιοδοξία καὶ  ὁ ναρκισσισμὸς τοῦ ὁμαδικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπου.

Τὴν «λεβεντιά» του ὁ Ζῆκος –ἔχει καὶ κάτι ἀπὸ τὸ θράσος τοῦ ὁμηρικοῦ Θερσίτου– θὰ τὴν δείχνη μὲ τὴν διατυμπανιζομένη ἀπὸ αὐτὸν ἄρνηση τῆς ἱεραρχίας καὶ ἀντίσταση στὴν ἐξουσία. Μόνον στὰ λόγια, γιατί στὴν πράξη ὑποκύπτει ἀνενδοίαστα καὶ εὔκολα· ἀφοῦ παίξη τὸ ψυχόδραμα τοῦ ἀντάρτη, σὰν ἐπιληπτικός, μετατρέπει, ἄνευ ἐσωτερικῶν, κραδασμῶν τὸ μεγαλειῶδες καὶ ἑορταστικὸ ὄχι σὲ φυσικώτατο ναί.

Ἔναντι τῆς «ἱεραρχίας» καὶ τῆς «ἐξουσίας», τοῦ ἀφεντικοῦ του στὴν προκειμένη περίπτωση, διαθέτει μίαν ἀποστροφὴ ἰσοκρατικοῦ ἤθους καί, ἐπειδὴ οὐδέποτε ἐσωτερικεύει κάτι –ἡ πειθαρχία του εἶναι περισσότερο παρατακτικὴ παρὰ ὑποτακτική–, γέμει ἀμφιθυμίας ἔναντί τους. Φόβος, ἐχθρότης, ἐπαναστατικότης, προσβολὲς πρὸς τὴν ἐξουσία, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιθυμία νὰ τὴν πάρη μὲ τὸ μέρος του ὄχι μὲ δουλοπρέπεια, προσποίηση, δωροδοκία, κολακεία ἢ ἐξευμενισμό, ὅπως χρησιμοποίησαν ἄλλοι σὲ ἄλλες ταινίες, ἀλλὰ μὲ μιὰ βαθειὰ ἐπιθυμία προσεταιρισμοῦ της: ὁ ἰσχυρὸς νὰ τὸν ἀναγνωρίση, νὰ τὸν ἐναγκαλισθῆ ὡς δικό του ἄνθρωπο, νὰ κοινωνήσουν· νὰ ἀλληλοκερδηθοῦν στὸ αἴσθημά τους.

Ἔτσι, στὴν λογομαχία ποὺ ξεσπᾶ, ἀμέσως μετά, ὁ Ζῆκος θὰ ἀνακοινώση, μόνος του ὅμως καὶ καμαρώνοντας, πὼς μαζεύει χρήματα γιὰ βέρες, διατεινόμενος, καὶ πιστεύοντας καὶ ὁ ἴδιος στὶς φαντασιοπληξίες του, πὼς εἶναι ἐπισήμως λογοδοσμένος μὲ τὴν Φιφίκα.

Ὁ Ζῆκος, ἀφοῦ ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν θέση του, μὲ τὴν ἀνακοίνωση τῶν «ἀρραβώνων» του, δὲν ἀντιδρᾶ πλέον μὲ θυμό, ἀλλὰ μὲ μία φράση ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του, ποὺ δείχνει καὶ ὅλον του τὸν πόνο: (μὴ σπρώχνης· ἐμένα πᾶρέ με μὲ τὸ καλό· πᾶρέ με μὲ τὸ καλὸ νὰ γίνω μοῦσι νὰ μὲ ξουρίσης)· θέλει νὰ γίνη, λυτρωτικῶς, ὁ ἄνθρωπος κάποιου καὶ νὰ τὸν ὑπηρετῆ, νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ πατέρα-ἀφεντικό-ἐξουσία –γιατί νιώθει δεδιωγμένος–, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιμένει τὸν κάνη προνομιακῶς μέτοχο τῆς οὐσίας του· θέλει μιὰ ἀγκαλιὰ γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ μὲ πίστη καὶ νὰ ἐναποθέση ἐκεῖ ὅλο τὸ ἀντάρτικο ἐγώ του, ποὺ τόσο τὸν κουράζει. Ὁ Ζῆκος ἦταν μία ἀγαθὴ ψυχὴ μὲ μεταφυσικὸ ἄλγος.

Φεύγοντας, διαολοσταλμένος ἀπὸ τὸν ἀπαυδήσαντα πλέον κυρ-Παντελῆ, ὁ Ζῆκος, στὴν πόρτα, θὰ θελήση νὰ ἔχη τὸν τελευταῖο λόγο: (Ἔχε χάρι ποὺ βάρεσε τὸ τελεφοῦνκεν καὶ ἔχε χάρι ποὺ σ’ ἀγαπάω καὶ ἐκτιμάω τὸ μαγαζί· εἰδ’ ἄλλως, θὰ σὲ κανόνιζα).

Ἐπανέρχεται, πάλι, στὸ λόγοις ἀντάρτικο καὶ στὴν δημοσία ἐπίδειξη μεγαλοθυμίας καὶ μεγαλοψυχίας –πρᾶγμα ποὺ θὰ ξανακάνη–, γνωρίζοντας πὼς εἶναι ἀπείρως σημαντικώτερο νὰ ἐπιδεικνύης τὸν ρόλο, τὸ ἦθος καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ τὸν συνοδεύουν ἀπὸ τὸ νὰ εὐθυγραμμίζης τὶς πραγματικὲς πράξεις καὶ προθέσεις σου μὲ αὐτά.

Παρὰ ταῦτα, ὁ Ζῆκος, πέρα ἀπὸ τὸ νὰ διασώση, ὅσο μπορεῖ, ἀτσαλάκωτη τὴν αὐτοεικόνα του, μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται ὁμοῦ, καὶ ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου, τὶς ὑποχρεώσεις του σὲ ἕνα ἐπίπεδο βαθέος ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγάπης καί, ταὐτοχρόνως, στὸ πιὸ ὑπολογιστικὸ ἐπίπεδο παζαριοῦ ἢ στὸ πιὸ ἀντιδραστικὸ ἐπίπεδο ἀρνήσεως καὶ μίσους· ὁ Ζῆκος φαίνεται νὰ συνδυάζη, ἀντιφατικῶς καὶ μοιραῖα ἄνευ διαφυγῆς, ἀγάπη καὶ μῖσος· σὰν νὰ ἀδυνατῆ νὰ ἀγαπήση κάτι χωρὶς καὶ νὰ τὸ μισῆ συγχρόνως.

Τὸ ψυχόδραμα λήγει, ἀλλ’ ὡς ψυχαναγκαστικὴ ἐκδραμάτιση θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι τὸ τέλος, τῆς ταινίας.

Στὸ πλάνο ἐμφανίζεται ἡ κυρα-Δέσποινα, ἡ ὁποία περπατᾶ καμαρωτή, δῆθεν ἀδιάφορη, ὑπεροπτικά, στὴν μέση τοῦ δρόμου, ἔξω ἀπὸ γεμάτα καφενεία.

Διατρανώνει τὴν παρουσία της, ἐπιζητεῖ τὰ βλέμματα γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὴν ὕπαρξη της· ξέρει τὴν δύναμή της: εἶναι ἡ προξενήτρα καὶ ἡ ἀρχικουτσομπόλα τῆς γειτονιᾶς, ὅσες δὲ καὶ ὅσοι ἀγνοοῦν τὰ σχόλια της εἶναι ἁπλῶς ἀναίσθητοι, ἐνῶ σὺν τοῖς ἄλλοις εἶναι ὁ ἀπαραίτητος τρίτος ἄνθρωπος, ὁ ἐνδιάμεσος παντός· σὲ μία «κοινότητα»-ἄσυλο κοινωνικῆς ὁλοπαγείας τύπων, συμβάσεων καὶ ἐφαμάρτου ἐγὼ εἶναι ἀήττητη ἐξ ἀρχῆς. Τραγουδᾶ, ἐπιδεικτικῶς, τὴν μεγάλη ἐπιτυχία τῆς ἐποχῆς, τοῦ 1962, τὸ ‘‘Τό ’πες καὶ τό ’κανες’’, τοῦ Μακρυδάκη· τραγοῦδι ἀλληλοβασανισμοῦ καὶ ἀλληλοαποδοχῆς δύο ἐραστῶν, μὲ ὁλικὴ προσφορά, στὸ τέλος, τῆς γυναίκας στὸν βασανιστή της.

Ἡ κυρα-Δέσποινα βασανίζεται ἀπὸ μιὰ κρυφὴ καὶ ἀνομολόγητη λαχτάρα γιὰ τὸν κυρ-Παντελῆ, πρᾶγμα ποὺ μόνον τὸ ἀετογερακίσιο μάτι τοῦ Ζήκου θὰ διακρίνη. Ὁ πανέξυπνος μπακαλόγατος εἶναι ὁ πραγματικὸς πάνθ’ ὁρῶν στὴν γειτονιά, εἶναι αὐτὸς ποὺ καταλαβαίνει το μετὰ τῆς κάθε πράξεως καὶ τοῦ κάθε λόγου, τὶς συνέπειες καὶ τὸν τελικὸ λογαριασμό τους. Εἶναι τὸ μάτι ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ ὅρια καὶ τὰ πεπρωμένα τοῦ καθενός, ὁ καθρέφτης ἑκάστου, τὸ ἔξωθεν βλέμμα· μόνον τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ κοιτάξη ἀπ’ ἔξω· στὴν περίπτωσή του πέφτει τόσο μέσα ποὺ βρίσκεται παντελῶς ἔξω.

 

Ὁ Παντελῆς τὴν ὑποδέχεται ἀσμένως: (Καλῶς τὴν δόξα τῆς συνοικίας μας)· ἡ Δέσποινα ἀκκίζεται, ἐνῶ ὁ κυρ-Παντελῆς προσπαθεῖ νὰ τῆς πασσάρη μπακαλιάρο, ἀστειευόμενος, κιόλας, γιὰ τὴν ποιότητά του. Ὁ μπακαλιάρος ἦταν τὸ πρόσχημα· το κυρίως πιάτο εἶναι τὸ προξενειὸ τῆς Ἀρτεμισίας, μιᾶς μεγαλοκοπέλλας ποὺ τὴν ἔχει ἀναλάβει ἐργολαβικῶς ἡ κυρα-Δέσποινα νὰ τὴν παντρέψη· ὁ καθεὶς καὶ τὸ ἐμπόρευμά του. Ὁ κυρ-Παντελῆς, μὲ διαδοχικὲς ὑποτιμήσεις καὶ ἐξευτελιστικὲς ἀπαξιώσεις τοῦ ἐμπορεύματος τῆς κυρα-Δέσποινας, ἀρνεῖται νὰ τὸ παραλάβη· ἐθεωρήθη μπαγιάτικο. Ὁ Παντελῆς ὅμως καίγεται γι’ ἄλλην· τὸ γεροντικό του ἐρωτικὸ αἴσθημα θὰ τὸ ἐκδηλώση χλιμιντρίζοντας σὰν ψοφάλογο.

Καφενεῖον: πεδίον δόξης λαμπρὸν διὰ τὸν Ζῆκον, πεδίον διαρκῶν ἀνταγωνισμῶν, προστριβῶν καὶ αὐτοπροβολῆς δι’ όλους, ὅπου ὅλοι ἔχουν λόγο γιὰ ὄλα· κλασσικὸς δημόσιος χῶρος, ποὺ πρέπει νὰ γίνη ἰδιωτικός, δηλαδὴ ὁ χῶρος τοῦ ναρκισσισμοῦ ἑκάστου ἐν μέσῳ τῶν ἀπαραιτήτων ἄλλων. Καταφθάνει μὲ τὸ ποδήλατο καὶ στὴν πόρτα συναντᾶ τὸν Κιτσάρα, τὸν ὑδραυλικό, ποὺ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ δανείση τὸ ποδήλατο. Τὰ ψέματα πέφτουν βροχηδόν. Ὁ Κιτσάρας θέλει νὰ εἰδοποιήση τὸν φίλο του Ἀργύρη, τὸν ἠλεκτρολόγο, ὅτι μεσολαβήσει τοῦ θείου του, προσελήφθη στὴν ΔΕΗ, ἀλλὰ στὸν Ζῆκο προβάλλει μιὰν ἄλλη αἰτία.

Ὁ Ζῆκος, ὅμως ξέρει τὴν πιάτσα:  πρωτίστως μὴν γελασθοῦμε· κάθε τι γεννᾶ καχυποψία καὶ ὁ Ζῆκος εἶναι καχύποπτος καὶ δύσπιστος, «ἀπὸ κούνια» –ὅσοι, ἄλλωστε, σκέπτονται αὐτὰ τὰ κάνουν στοὺς ἄλλους– καὶ δεύτερον πὼς κανεὶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι σίγουρος πὼς οἱ ἄλλοι εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνονται.

Ὁ Κιτσάρας, σίγουρος γιὰ τὴν νίκη του, πέφτει ἀπὸ τὰ σύννεφα. Ὁ Ζῆκος ἀκάθεκτος. Τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία του νὰ τὸν παραδεχθοῦν, νὰ ἀποκτήση αὐτοεκτίμηση.

Βρῆκε τὴν εὐκαιρία: ἀφοῦ κάποιος ἔπεσε στὴν ἀνάγκη του, τώρα θὰ τὸν βασανίση γιὰ νὰ αὐταξιωθῆ στὰ μάτια του: αὐτάρκεια, πανουργία, ἐπιτηδειότης, οἱ ἀρετές του. Ὑποτιμᾶ τὸν Κιτσάρα, προβάλλει τήν, ἀνύπαρκτη, ὑπαλληλική του εὐσυνειδησία –ἐπ’ εὐκαιρία κατηγορεῖ τὸ ἀφεντικό του– καὶ τὴν βιασύνη του καὶ καταδεικνύει τὸν Κιτσάρα ὡς ἀνίκανο νὰ ὁδηγήση ποδήλατο· τὸ ἀποκορύφωμα: καθ’ ἣν στιγμὴν προβάλλει ὅλα τὰ ἀνωτέρω, μὲ ἀπόλυτη πειστικότητα, φωνάζει κάποιον θαμῶνα νὰ παίξουν ποδοσφαιράκι· κοροϊδεύει κατὰ πρόσωπον τὸν Κιτσάρα μὲ ἐμφανῆ ψέματα –ὁ Ζῆκος εἶναι ὁ παραμορφωτικὸς καθρέφτης ὅλων· ὅ,τι οἱ ἄλλοι φθάνουν μέχρι τὴν μέση, αὐτὸς τὸ φθάνει στὰ ἄκρα. Ἀπὸ τὸ καφενεῖο θὰ φύγη θριαμβευτής, νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος· θὰ ξεχάση τὰ ψώνια τῆς Καραζαμπούκου, ἀλλὰ τί σημασία ἔχει; Ὁ σκοπὸς ἐπετεύχθη: ἔγινε τὸ πρόσωπο τῆς ἡμέρας στὸν κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνικὸ χῶρο· ‘‘εἶμαι, καὶ τὸ πιστεύω, αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ ἐπιδοκιμάζουν οἱ ἄλλοι’’ –δεινὸς κολυμβητὴς τοῦ βούρκου.

Ἐν τῷ μεταξύ, Λίτσα καὶ Φιφίκα πηγαίνουν γιὰ ψώνια στὸ μπακάλικο. Ὁ κυρ-Παντελῆς λειώνει στὴν θέα τῆς πρώτης. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν κυρα-Δέσποινα, ποὺ θὰ ἤθελε τὰ γλυκόλογα τοῦ μπακάλη, ἡ μὲν Λίτσα εἶναι μᾶλλον ἀμήχανη, μὴ μπορῶντας, ἢ καὶ μὴ θέλοντας, νὰ βάλη ἐξ ἀρχῆς ὅριο στὸν κυρ-Παντελῆ, τὸ δὲ στήριγμά της, ὅμως –πάντα συνοδεύεται ἀπὸ τὴν φίλη της–, Φιφίκα, θὰ ἐπέμβη τρεῖς φορὲς γιὰ νὰ φρενάρη ἀπότομα τὸν εὐγενῆ μέν, ἀλλὰ ταχύτατο μπακάλη, πρὶν γίνη παράξενα ἐνοχλητικός. Ὁ κυρ-Παντελῆς σὰν νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος, ἢ καὶ ἀμαυρωμένος ἀκόμη, ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς εἶναι μπακάλης, προσπαθεῖ νὰ δείξη πὼς καὶ σ’ αὐτὸν τὰ αἰσθήματα προηγοῦνται τῆς οἰκονομίας.

Ὁ συνοικιακὸς μπακάλης ἦταν ἀμφιλεγομένη προσωπικότης. Ἀπὸ τὴν μιά, τρόμαζε τοῦς ἄλλους τόσο μὲ τὸν βερεσὲ ὅσο καὶ μὲ τὸ «ἐπὶ πιστώσει»· αἰσχροκερδὴς στὴν πρώτη περίπτωση, σκληρὸς στὴν δεύτερη· προτιμοῦσε τὴν πρώτη. Μὲ τὸν βερεσέ, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν μὲ τὴν παραχάραξη τοῦ περιφήμου «τεφτεριοῦ» του, μποροῦσε νὰ ἀναπληρώνη τὴν κακὴ «συνήθεια» μέρους τῆς πελατείας του νὰ μὴν πληρώνη καὶ νὰ τὸν ἀφήνουν μὲ ζημία.

Ἐπιτηδείως, οἱ μπακάληδες ἐνέπλεκαν τὴν πελατεία στὸν φαῦλο κύκλο τῆς πιστώσεως· ὅμως συνήθως ἔχαναν, ἀκόμη καὶ τὰ ἐνέχυρα ποὺ τοὺς ἄφηναν. Καὶ ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ καταλήξουν σὲ τοκογλύφους, ὅπως οἱ ὁμότεχνοί τους στὰ χωριά, στὴν Ἀθήνα ἐλάχιστοι μαγαζάτορες ἐξελίσσοντο στὸ εἶδος αὐτό. Ἐκτὸς τούτων, ὅμως, κάθε μπακάλης, ποὺ σεβόταν τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λειτούργημά του, πείραζε τόσο τὰ τρόφιμα ὅσο καὶ τὸ ζύγι. Τὴν μὲ διαφόρους τρόπους νοθεία τὴν πλήρωναν κυρίως τὸ πετρέλαιο, τὸ λάδι, τὸ κρασί, ὁ καφές, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλων –ὁ Ζῆκος τὴν ἐπισημαίνει στὸ κρασί, στὸ οὖζο, στὶς κονσέρβες καὶ στὸ τυρί–, ἐνῶ ἅπαντα τὰ εἴδη ἐμετροῦντο, ἐζυγίζοντο καὶ εὑρίσκοντο ἐλλιπῆ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, λόγω του ὅτι ὁ μπακάλης κρατοῦσε τοὺς βερεσατζῆδες, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ζήκου, στὸ χέρι, αὐτὸ τοῦ προσέδιδε ἕνα εἶδος κύρους ἀναμεμιγμένου μὲ φόβο καὶ φθόνο, ἐνῶ, λόγῳ τῆς παντογνωσίας του τόσο γιὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις καὶ ἐξαρτήσεις, ὅσο καὶ γιὰ τὶς οἰκονομικὲς καταστάσεις τῶν οἰκογενειῶν, τοῦ ἀπεδίδετο καὶ ἕνα εἶδος ἐξουσίας.

Γεγονός, ὅμως, ἦταν πὼς οἱ λογιστικὲς καὶ ἀριθμητικὲς του ἱκανότητες –πολλοὶ δάσκαλοι καὶ καθηγητὲς μαθηματικῶν στὸ σχολεῖο τὸν ἔφερναν ὡς παράδειγμα ὑπολογιστικὴς μαθηματικῆς εὐφυΐας–, ἀπὸ τὴν μιά, ἀποσποῦσαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς πελατείας του τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς μαγικὲς ἐγκεφαλικές του ἱκανότητες, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοῦ προσέδιδε τὴν φήμη ἑνὸς μᾶλλον ψυχροῦ, σφιγμένου καὶ στεγνοῦ ἀπὸ ζωὴ καὶ αἰσθήματα ἀνθρώπου.

Ὁ μπακάλης, ὅμως, ἦταν πολὺ προσεκτικός, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὴν προκαλῆ ἢ νὰ χλευάζη μὲ σχόλια τὸν φτωχὸ πελάτη, ἀλλὰ εἰδικῶς μὲ τὶς γυναῖκες –ἦταν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία–, φρόντιζε νὰ τοὺς πάλλη τὴν φιλαρέσκειά τους, μὲ ἕναν καλὸ λόγο –ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ ἄκουγαν καθημερινῶς– καὶ αὐτὲς πάλι ἔτρεμαν τὴν κακογλωσσιά του ἢ τὶς κακὲς καὶ πονηρές του προθέσεις –αὐτὲς ποὺ διαπιστώνει ἡ Φιφίκα γιὰ τὴν Λίτσα.

Ἔτσι, ὁ Παντελῆς θεωρεῖ ἐκλεκτὴ πελάτισσα τὴν Λίτσα –θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πῆ καὶ σὲ ἄλλη πελάτισσα–, προκαλῶντας ἀμέσως τὴν κάπως αὐτάρεσκη ἀπορία τῆς κοπέλλας: (εἶμαι δηλαδὴ ἐκλεκτὴ πελάτισσα; Μὲ τί; Μὲ τὶς πενταροδεκάρες;).

Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινᾶ ὁ κυρ-Παντελῆς γιὰ νὰ ἀνατρέψη τὴν καθεστηκυῖα εἰκόνα: (Μὰ τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε δεσποινὶς Λίτσα μας· τί ἀξία νὰ ἔχουν τὰ χρήματα μπροστὰ εἰς τὰ προσώπατα· τὰ χρήματα εἶναι χρήματα καὶ τὰ προσώπατα εἶναι προσώπατα), λέει καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τῆς παραδώση τὸ μαγαζὶ μαζὶ μὲ κλειδιά του.

Γιὰ τὸν Ἕλληνα ὀρθόδοξο ἐμπορομπακάλη ἴσχυε ἡ δικαιοσύνη τῶν προσώπων καὶ ὄχι τῶν συμβολαίων. Οἱ σχέσεις τοῦ μπακάλη μὲ τὴν πελατεία του, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, περνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν τήρηση ἑνὸς ἀγράφου συμβολαίου τιμῆς, τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶτο ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ ἔδινε ὁ σεβασμὸς στὸ φιλότιμο (διάβαζε: ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου), μὲ συνεχῆ καὶ ἔντεχνη συγκάλυψη κοινωνικῶν συνθηκῶν ἢ πράξεων ἑκάστου, οἱ ὁποῖες, ἐὰν ἐγίνοντο φανερές, θὰ ἔβλαπταν τὸ φιλότιμο καὶ θὰ ἐπήρχετο σύγκρουση· ἐννοοῦσε καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του ὡς μέρος ἑνὸς συνόλου ἀνθρώπων συνδεομένων διὰ ψυχικῶν δεσμῶν ἐπέκεινα παντὸς ἀμέσου ὠφελείας καὶ σκοπιμότητος –ὅπου ἐπέκεινα, διάβαζε: δὲν εἶναι τοῦτο.

Ἡ προσγειωμένη καὶ πραγματίστρια Φιφίκα στὶς προσφορὲς τοῦ κυρ-Παντελῆ, «γιὰ τὴν ὄρεξη», πρὸς τὴν φιλάρεσκη, ἀλλὰ μᾶλλον ἀφελῆ καὶ ἀγαθὴ φίλη της, θὰ παρατηρήση πὼς ψάχνουν κάτι ποὺ νὰ κόβη τὴν ὄρεξη ὄχι κάτι ποὺ νὰ τὴν ἀνοίγη. Ἄθελά της καὶ ἐν ἀγνοίᾳ της σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τοῦ μπακάλικου. Ἔχουμε εἰσέλθει πλέον στὴν ἐποχὴ τῆς δίαιτας καί, ταὐτοχρόνως, τῆς καταναλώσεως· ἀμφότερα σηματοδοτοῦν τὴν ἐποχὴ τῆς ἐξατομικεύσεως καὶ τὸν θάνατο τῆς γειτονιᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ μπακάλικου. Ὁ μπακάλης θὰ συμπλέξη καὶ θὰ καταγράψη τὴν δική του ἀρχὴ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς γειτονιᾶς καὶ τῆς φτώχειας τῆς κοινωνίας· θὰ συμπλέξη καὶ θὰ καταγράψη, ὁμοίως, τὸ δικό του τέλος μὲ τὸ δικό τους.

Ἡ ταινία καταγράφει, νοσταλγικά, τὰ τελευταῖα σπαρταρίσματα ἑνὸς κόσμου καὶ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἀμέσως μετὰ θὰ διαλυθῆ, ἀλλ’ ὡς μορφὴ καὶ μόνον, καθὼς τὰ περιεχόμενά της, ἄνευ πλέον τῶν σταθερῶν μορφῶν ποὺ ἔδινε ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ –τὴν ὁποία ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ὁ Ζῆκος, ἀλλὰ καὶ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτήν–, θὰ στρεβλωθοῦν καὶ θὰ παραμορφωθοῦν στὴν ἑλληνικοῦ τύπου ἐξαμβλωματικὴ ἐξατομίκευση-ἰδιώτευση. Διότι, ἐξακολουθούσης νὰ ὑπάρχη ἡ σύνολη ψυχή, ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου, αὐτὴ ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ ὁ καημὸς ἑκάστου, τὸ κατὰ τὸν Πλωτίνο πλεονάζον ἐντὸς ἡμῶν, τότε ἡ ὅποια ἐπιθυμία νὰ ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας γίνεται μὲ θράσος καὶ μόνον ὡς θλιβερὲς μερικότητες μποροῦμε νὰ νοηθοῦμε· δὲν μπορεῖς νὰ βαδίζης μὲ τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα ὑπὸ μάλης πρὸς τὴν ἔγχρονη καὶ ἔγκοσμη ἐξατομίκευση –καλῶς ἢ κακῶς.

 

Πηγή

 

Τής Κακομοίρας (Εξ αδιαιρέτου η ψυχή), Μέρος 2ον

 

 

Νίκος Καλαποθάκος

κ νέου ἐπίθεση στὸ ἀφεντικό του. Διαστρεβλώνει, ἐντέχνως, τὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ δημιουργήση ἐνοχὲς στὸν κυρ-Παντελῆ καὶ νὰ φανῆ πὼς εἶναι καλύτερός του, σὲ ὅλα· ὁ ἀνταγωνιστικός του χαρακτῆρας ἐνέχει καὶ σαδισμό. Καθὼς ὁ κυρ-Παντελῆς φεύγει, ὁ Ζῆκος τὸν περιλούει μὲ ὑβρεολόγιο, θεωρῶντας πὼς ὁ μπακάλης ἐγκαταλείπει τὸ πεδίο τῆς μάχης.

Μόνος του καὶ μὲ ἀναπτερωμένο τὸ ἠθικό, ἑτοιμάζεται γιὰ νέα μάχη-παιγνίδι. Θῦμά του τὴν φορὰ αὐτὴ ἕνας κακοπληρωτὴς θαμῶνας, ὁ Ἀντρέας, ποὺ ἔρχεται μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκά του στὸ μαγαζί, μὲ σκοπὸ νὰ περάση καλὰ πειράζοντας τὸν Ζῆκο.

Ὁ Ζῆκος, ὅμως, ἔχει βάλει γκὸλ ἀπὸ τὰ ἀποδυτήρια. Στὰ παλαμάκια τοῦ Ἀντρέα ἀργεῖ νὰ ἐμφανισθῆ, θέτοντάς τον ἤδη σὲ δεύτερη μοῖρα, ἐνῶ βγαίνοντας τὸν παρατηρεῖ ἀμέσως γιὰ τὰ βερεσέδια (ἐσὺ ὄχι παλαμάκια· παλαμάκια ὄχι ἐσὺ· θὰ παλαμοκροτᾶνε αὐτοὶ ποὺ πληρώνουνε, ὄχι ἐσὺ ποὺ θέλουμε τρεῖς κιμωλίες στὸ γράψε–σβῆσε τὴ ’βδομάδα).

Γιὰ τὸν Ζῆκο, ἐπειδὴ ξέρει πὼς κάθε σχέση στὴν πιάτσα εἶναι ἀνταγωνιστική, γνωρίζει πὼς στοὺς δύο ὁ ἕνας εἶναι ὁ ξύπνιος καὶ πὼς ὁ ἕνας μόνον, μὲ τὶς πρῶτες κιόλας κουβέντες, θὰ ἔχη τὸ πάνω χέρι καὶ αὐτὸς ὁ ἕνας πρέπει νὰ εἶναι ὁ αὐτὸς ὁ ἴδιος. «Κάνε τὸν ἄλλον κατώτερο ἀπὸ σένα καὶ θὰ αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος» φαίνεται νὰ γνωρίζη ἐνστικτωδῶς ὁ μπακαλόγατος.

Μὲ τὸν Ἀντρέα ξεδιπλώνει ὅλον τὸν πλούσιο ψυχικό του κόσμο –ὁ Ἀντρέας εἶναι τοῦ χεριοῦ του καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κάνει τὸν Ζῆκο χειρότερο. Ἐπιθετικός, ἀδιάκριτος, στοιχειωδῶς ἀγενής, ὑβριστής, «ξυπνητζής», ἐπιδεικτικός, καυχησιάρης, ὑποτιμητικός, ἀπαξιωτικώτατος παντὶ τρόπῳ καὶ προσβλητικώτατος παντοιοτρόπως, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀντρέα, ἐνῶ, φυσικά, δὲν ξεχνᾶ καὶ τὸν μόνιμο στόχο του, τὸ ἀφεντικό του. Στὸ τέλος, ὅμως, ξέρει πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ποὺ θὰ σερβίρη, θὰ ὑπηρετήση· πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἔχη πάρη ἐκδίκηση γιὰ τὴν κακή του τύχη, φθάνοντας στὸ σημεῖο νὰ φτύση, ἐν εἴδει καθαρισμοῦ, στὰ ποτήρια (ἡ καθαριότης εἶναι τὸ σπεσιὰλ τοῦ καταστήματος)· ὁ φθόνος του τὸν κάνει μὲ νοοτροπία ζητιάνου, πράγμα ποὺ θὰ φανῆ καὶ ἀργότερα. Ψυχὴ ποὺ ἔχει μάθει νὰ τρώη σάρκες· ὁ Ζῆκος ψάχνει ἐναγωνίως μία θέση σὲ μία ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ τοῦ ὅλου.

Στὴν δὲ τηλεφωνικὴ συνομιλία μὲ τὴν γιατρέσσα, ἀκκίζεται καὶ ξυπάζεται· δουλικὸς καὶ μεγαλομανὴς ὁμοῦ. Ἀλλάζει τὴν φωνή του, δίνει ἐπισημότητα στὸ κάθε τίποτα, νομίζοντας ὅτι τοῦ δίνει ἀξία –στὴν πραγματικότητα τὰ γελοιοποιεῖ (κατάστημα, ἐμπορεύματα, θέσεις), ἀφοῦ ὅ,τι ἀκουμπᾶ τὸ παραμορφώνει· ἡ γελοιοποίηση εἶναι ὁ μόνος τρόπος ποὺ ἔχει γιὰ νὰ κοινωνήση μὲ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Καμώνεται τὸν ὑποδιευθυντὴ (ἀποδιευθυντή) μὲ τὶς γενικὲς ἀποθῆκες καὶ μιλᾶ ὑποτιμητικῶς γιὰ τὸν «μικρό» ποὺ θὰ φέρη τὰ ψώνια –φθάνει νὰ βγῆ, ἔστω καὶ φαντασιακῶς, ἀπὸ τὴν θέση του, γιὰ νὰ κάνη τὰ ἴδια ποὺ τοῦ ἔκαναν· ἄσσος στὴν ἐνδοβολή, μεγαλειώδης στὴν ὑστέρηση, μαῖτρ στὴν μίμηση, ἄφθαστος στὴν μειονεξία καὶ ἀκριβῶς ἔτσι ἔχει στοιχειώσει τὰ ὄνειρα καὶ τὴν μίμηση ὅλων.

Ὁ Ἀντρέας, ὅμως, ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ καίριο κτύπημα: (ἡ Φιφίκα εἶπε κάπου ὅτι δὲν χαραμίζει τὰ νειᾶτά της μὲ ἕναν μπακαλόγατο), πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ ὄχι μόνον τὴν διαρρήδην ἄρνηση τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὸν Ζῆκο, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔντονη ἐπίθεσή του κατὰ τοῦ ξεστομίσαντος τοῦτο· ἐν τούτοις, συνδυάζοντάς το μὲ τὴν προηγουμένη παρατήρηση τοῦ ἀφεντικοῦ, ὅτι τὸν δουλεύουν, ἡ ἀμφιβολία θὰ ριζώση μέσα του.

Ἐμφανισθείσης τῆς Φιφίκας, θὰ τῆς «κάνη σκηνή».

Μὲ τὴν Φιφίκα, ὅμως, ὁ Ζῆκος εἶναι ἐκ προοιμίου χαμένος.

Ἐπαναλαμβάνοντας, ὅσα τοῦ εἶπαν, ἀλλὰ μὴν ἀντέχοντας νὰ ξεστομίση τὴν φράση-ρετσινιά, «μπακαλόγατος», θὰ τὴν ἀντικαταστήση μὲ μία κωμικὴ περίφραση: (μὲ ἕναν ὑπάλληλο παντοπωλείου ποὺ ἐκτελεῖ καὶ χρέη ὑποδιευθυντοῦ πότε πότε). Ὁ Ζῆκος αἰσθάνεται ἤδη τὴν μειονεξία του –ἀτομικῶς αὐτὸς ἐν μέσῳ μιᾶς συνοικιακῆς μικροκοινωνίας, ὁμαδικῶς ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἔναντι τοῦ ντουνιᾶ, τοῦ κράτους ἢ καὶ τῆς «Εὐρώπης», μὲ συλλογικό, πλέον ἀπωθημένο, τὴν ἀναγνώρισή μας ἀπὸ αὐτά–, ὅτι εἶναι παραμελημένος, ἀδικαίωτος, ἀδικημένος καὶ ἀπόκληρος σὲ ἕνα ἀχάριστο σύστημα-κοινωνία προδότη –ἐξ οὗ καὶ οἱ ὑψηλοῦ βαθμοῦ ταὐτίσεις ποὺ προκαλεῖ τὸ πρόσωπό του.

Ἔναντι αὐτῆς τῆς ὑστερήσεως, ἡ πράξη εἶναι μία: ἡ ἅλωσις –γιατὶ μόνον γιὰ τέτοια μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε–, τῆς κοινωνίας-σύστημα· ἡ ἅλωσις, τὸ ρεσάλτο πλέον, ἀνάγεται σὲ ζήτημα τιμῆς καὶ ἀπωθημένης ἀτομικῆς καὶ συλλογικῆς ἐπιθυμίας. Γιατί, τὸ νὰ αἰσθανώμαστε, εἴτε ἀτομικῶς ὁ Ζῆκος εἴτε συλλογικῶς ὅλοι μας, ὅτι ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς σ’ ἐκεῖνα τὰ ὑπολείμματα λαῶν, τῶν ἐν μέρει ἐκφυλισμένων, ἐν μέρει καθυστερημένων, ἐν μέρει κατωτέρων, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ζοῦν-ἐπιβιώνουν, καὶ μόνον ἔτσι, μεταξὺ πολιτισμένων κοινωνιῶν, ἄνευ ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς σὲ αὐτές, μᾶς ἔπληττε θανασίμως˙ ἔπρεπε νὰ νιώθουμε, ἂν ὄχι ὅτι ὁρίζουμε τὰ πράγματα, τοὐλάχιστον ὅμως ὅτι κατέχουμε πρωτεύουσα θέση μεταξὺ τῶν πρώτων, ἄνευ ὅμως τοῦ ἀνταγωνισμοῦ˙ τὸ πραγματικὸν ὅμως εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη περὶ αὐτοῦ.

Ἡ Φιφίκα δὲν πιάνεται· θιγμένη ὑποκριτικῶς πως, ἀρνεῖται, φυσικά, εὐκόλως τὰ πάντα –ἡ Φιφίκα ἔχει μάθει ὅτι ἡ ἀνευθυνότης εἶναι μισὴ ἀρχοντιά: τὰ λόγια της δὲν τὴν δεσμεύουν οὔτε στὴν πράξη οὔτε στὴν συνέπεια, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ λεκτικὴ φαντασιοκοπία– καὶ τὰ αἰτιολογεῖ μὲ μία λέξη-κλειδί, ποὺ εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ ἀνακουφίση διεγερτικῶς τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ταραγμένη ψυχὴ τοῦ μπακαλόγατου: γιὰ ὅλα φταίει ὁ φθόνος: (νὰ ξέρης ὅτι ζηλεύουνε τὸν ἔρωτά μας, μᾶς φθονοῦνε βέβαια!) καὶ ὁ Ζῆκος λειώνει –τῆς καθαρίζει τὸν ὦμο. Ἡ Φιφίκα, ἀκάθεκτη, τὸν δουλεύει, ὅπως θὰ ἔπαιζε μὲ ἕνα μικρὸ παιδί, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν «ὅρκο-γρίφο ἀγάπης» ποὺ τοῦ δίνει, πρὶν φύγη: (νὰ μὴν σώσης νὰ μὲ δῆς γυναικούλα σου), ὡρκισθείσα γιὰ τὴν ἀγάπη της στὸ ἀρνητικὸ τῆς ἀγάπης της. Ὁ γρίφος δὲν θὰ λυθῆ στὸ μυαλὸ τοῦ παιδιοῦ-Ζήκου, ὅπως δὲν λύνονταν ποτὲ οἱ γρίφοι καὶ τῆς παιδικῆς τοῦ ἀκόμη ἡλικίας –ἀδιανόητος, ἐκ Παραδόσεως, ὁ ὁρισμὸς πλαισίου γιὰ τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ ψευδές, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἔκτιζε οὐσιαστικὸ αὐτοσεβασμὸ καὶ ἀξιοπρέπεια–, γιατί καὶ ὁ ἴδιος ἔχει μάθει, ἀπὸ μικρός, στὴν λεκτικὴ ἀνευθυνότητα, στὴν ἀποσύνδεση τῶν λόγων ἀπὸ τὶς πράξεις καὶ στὸ ἀδιάβατον τῶν λόγων πρὸς τὶς πράξεις, ποὺ θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν προσωπικὴ αὐτονομία καὶ τὸν ἐγχρονισμό· ψέμα στὸ χωριό, κρυψίνοια στὴν πόλη· καὶ στὰ δύο, κοροϊδία.

Τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ δείξη καὶ τὶς ἄλλες του διαστάσεις στὴν ἑπομένη σκηνή, ὅπου στὸ μπακάλικο μπαίνει ὁ Κιτσάρας. Μετὰ τὶς συνηθισμένες ἑκατέρωθεν «φιλοφρονήσεις», ὅπου ὁ Κιτσάρας ἀντιπαρέρχεται μὲ περιφρόνηση τὸ ὅλο θέμα –ξέρει νὰ ἐπιλέγη ποῦ καὶ πότε νὰ δίνη τὶς μάχες του, ἐνῶ γιὰ τὸ Ζῆκο κάθε στιγμὴ εἶναι στιγμὴ μάχης ἐπιβιώσεως, στιγμὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ καταποντισθῆ καὶ αὐτὸς καὶ ἡ τιμή του– καὶ τὸ μικρὸ διάλειμμα ὅπου ὁ Ζῆκος δίνει μία σκονισμένη κονσέρβα στὴν Φιφίκα, κατηγορῶντας, ἀπὸ τὴν μιά, τὸ ἀφεντικό του καὶ κάνοντας ἐπίδειξη τῆς γενναιοδωρίας του καὶ τοῦ ἀφεντιλικιοῦ του (ἂν θυμηθῶ, θὰ τὰ γράψω[τὰ βερεσέδια]), ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁρμάει στὸν Κιτσάρα, μὴ ἀνεχόμενος, καὶ χλευάζοντας, τὴν παραγγελία του γιὰ οὖζο καὶ κασεράκι (Κασεράκι γιατί; Ἔτρωγες καὶ στὸ χωριό σου κασεράκι, ποῦ κόβατε τὸν πατσᾶ μὲ τὸ ψαλίδι;).

Ὁ Ζῆκος ἐπιμένει νὰ θεωρῆ καὶ νὰ κάνη τοὺς πάντες σὰν τὰ μοῦτρα του· δὲν ἐννοεῖ νὰ ἀναγνωρίση καμμία διαφορὰ σὲ ὅσους τὸν συναναστρέφονται· εἶναι ἀνταγωνίσιμοι, ἄρα κατώτεροι· μεταποιεῖ συνεχῶς τὴν μειονεξία σὲ αἴσθημα-σύμπλεγμα ἀνωτερότητος.

Ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν πόλη, εἶναι πεπεισμένος πὼς ἡ Ἀθήνα δὲν διαφέρει ποιοτικὰ ἀπὸ τὸ χωριό του, ἀφοῦ τὴν κατοικοῦν πρώην χωριάτες, ποὺ καλὸ εἶναι νὰ τοὺς ὑπενθυμίζη τὴν καταγωγή τους· καὶ δὲν εἶχε ἐντελῶς ἄδικο.

Γνωρίζει ἤδη πὼς ἡ Ἀθήνα εἶναι ὄντως ἕνα μεγάλο χωριὸ καὶ ἤθη καὶ νοοτροπίες διαφέρουν κατ’ ἐλάχιστον τῆς ἐπαρχίας· λοῦστρο, ἐπιφάνεια καὶ ἐπίδειξη πολύ, περιεχόμενο τὸ ἴδιο –ἄλλωστε ὁ «βλάχος», στὶς ταινίες τοῦ κατ’ ἐξοχὴν Χατζηχρήστου, ἀρέσκετο, ἐξευτελίζοντας τοὺς Ἀθηναίους ἢ καταδεικνύοντας τὴν Ἀθήνα ὡς χωριό, νὰ γυρίζη θριαμβευτὴς στὸ χωριό του. Ἀσύνειδα, ὁ Ζῆκος ξέρει πὼς κατὰ βάθος οἱ Ἀθηναῖοι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ψευδαποστάτες τῆς ἀγροτικῆς λαϊκῆς ψυχῆς, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία καὶ ὅταν νιώσουν ἀσφαλεῖς, τὸ δείχνουν, ἐλευθερώνοντας τὸ αἴσθημά τους, ἐν κρυπτῷ, ὅμως –ἡ λαϊκὴ ψυχὴ καὶ τὰ δημιουργήματά της ἐθριάμβευαν ὅταν φανερῶς ἐδιώκοντο· οἱ δὲ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς Εὐρώπης ἦσαν ξυπασμένοι μεταπράτες μὲ παραισθήσεις καὶ ψευδαισθήσεις γιὰ τὴν Ἑλλάδα.

Ἡ πόλη στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶχε συσταθεῖ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ χωριό, ὅπως στὴν Δύση, δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὡς ὁ κόσμος τῆς διανοίας, ὡς ὁ τεχνητὸς ἐκεῖνος χῶρος ποὺ ἄλλαζε ἄρδην τὸν κάτοικό της, ἀπαιτῶντας ἀπὸ αὐτὸν διαφορετικὸ χρόνο καὶ ἦθος. Ἡ πόλη στὴν Ἑλλάδα εὑρίσκετο σὲ ἀντίθεση μόνον μὲ ἄλλες πόλεις, ἐνῶ οἱ κάτοικοί της μετέφεραν σὲ αὐτὴν τὰ ἤθη τῆς παραδοσιακῆς κοινότητος, ὡς ἀγροτοαστοί, ἔστω καὶ παρηλλαγμένα· ψυχὴ τῆς πόλεως καὶ ψυχὴ τοῦ χωριοῦ ἐπ οὐδενὶ διέφερον. Καὶ ἐκ μιᾶς ἀπόψεως, ἡ μεταφορὰ τοῦ καθεστῶτος τοῦ χωριοῦ στὴν Ἀθήνα –δύσκολα μπορεῖ νὰ πῆ κανεὶς πὼς οἱ Ἀθηναῖοι ἀγάπησαν ποτὲ τὴν πόλη τους καὶ τὴν γειτονιά τους– ἦταν αὐτὴ ποὺ τὴν ἔσωσε ἀπὸ τὴν ὁλικὴ παραμέληση ποὺ θὰ τὴν καθιστοῦσε λατινοαμερικανικὴ παραγκούπολη· ὅσο καὶ ἂν ἀκούγεται παράδοξο, ἡ δύναμη τῶν παλαιοῦ τύπου πολιτιστικῶν ἀξιῶν, ἡ ἑλληνικοῦ τύπου ἀνταγωνιστικὴ ἠθικὴ τῆς ἐπιζητήσεως τῆς γνώμης τῆς γειτονιᾶς καὶ τῶν ἄλλων γιὰ αὐτεπιβεβαίωση, ἔσωσαν τὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν φαβελλοποίηση.

Μεταξὺ Κιτσάρα καὶ Ζήκου ὑπάρχει μία διαρκὴς ἀντιδικία, ἐκτὸς τῆς ἐρωτικῆς ἀντιζηλίας, ποὺ γιὰ τὸν Κιτσάρα δὲν ὑπάρχει. Ἀμφότεροι ἐπιδίδονται σὲ ἕνα παιγνίδι ἐπιβολῆς, ὡς μόνη περίπτωση ἀναγνωρίσεως. Ὁ Κιτσάρας, μὲ ὕφος στρατηγοῦ καὶ ἀφέντη, μιλᾶ ἐπιτακτικῶς καὶ μὲ ἀπαξιωτικὸ τόνο στὸν Ζῆκο τὸν μπακαλόγατο· στὴν ἱεραρχική του κλίμακα, ὁ μπακαλόγατος εἶναι κατώτερος.

Ὁ Ζῆκος ἀρνεῖται τὴν θέση ποὺ τοῦ ἐπιφυλάσσει ὁ ὑδραυλικός, ψάχνοντας ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὸν ἐξευτελίζη ἢ νὰ δείχνεται ἀνώτερος· φθάνοντας δε στὰ ὅρια τοῦ γελοίου, δίνει διαταγὲς στὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτό, γιὰ νὰ ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος καὶ ὡς ὑποτακτικός του ([μιλάω] στὸν βοηθό μου· κάποιον διατάζουμε κ’ ἐμεῖς, δὲν εἴμαστε ἄντε–ἄντε)· φαντασιακὴ ἐπέκταση τοῦ ἑαυτοῦ, σὲ ἕναν κόσμο τὸν ὁποῖο, κατὰ βάθος, μισεῖ στὸ μέτρο ποὺ δὲν ζῆ ἐκεῖ μὲ τὸ πραγματικὸ τοῦ πρόσωπο, μὲ τὸν πραγματικό του ἑαυτό, δηλαδὴ τὴν παναναγνώριση ἀπὸ ὅλους.

Ὁ Κιτσάρας θέλοντας νὰ τοῦ δείξη τὴν θέση του, θὰ τὸν στείλη γιὰ τσιγάρα· ὁ Ζῆκος ἀρνεῖται, ὅταν ὅμως τοῦ ἐπιδειχθῆ καὶ τοῦ δοθῆ φραγκάκι γιὰ φιλοδώρημα, λειώνει. Παρὰ ταῦτα, καὶ γιὰ νὰ περισώση τὴν ὑπόληψή του, θὰ καταφερθῆ κατὰ τοῦ Κιτσάρα, χαρακτηρίζοντας τὸν σπαγκοραμμένοτσιγκούνη καὶ Σκωτσέζο, ἐνῶ θὰ τοῦ ὑπενθυμίση πὼς τὸ ‘‘ρε’’ αὐτὸς δὲν τὸ σηκώνει· ὅταν δὲ ἐπιστρέψη, θὰ τοῦ πετάξη τὰ τσιγάρα: (Ὁρίστε τὰ τσιγάρα σας κύριε ζουμπᾶ). Δὲν θὰ σταματήση ἐκεῖ. Ὅταν Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης, ποὺ στὸ μεταξὺ ἔχει ἔλθει, σηκωθοῦν νὰ φύγουν, καὶ ὁ Κιτσάρας ἀρνῆται νὰ τοῦ δώση λογαριασμὸγιὰ τὴν ἀποχώρησή του, ὁ Ζῆκος θὰ νιώση, δι’ εἰσέτι μίαν φοράν, ἀπειλημένος, μειωμένος καὶ ἐξευτελισμένος: (βεβαίως θὰ μοῦ δώσης λογαριασμό· ἐδῶ πέρα γίνεται ἐκμετάλλευσις τοῦ ἐργαζομένου).

Στὴν φαντασία του, ὁρίζει ὄχι μόνον τὸ μαγαζὶ ἀλλὰ καὶ τοὺς πελάτες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα· ἀπωθημένο του: νὰ γίνη πατὴρ τῆς κοινοτικῆς τραπέζης καὶ νὰ μοιράζη τὴν οὐσία του ἐξ ἀδιαιρέτου, θεωρῶντάς τον ἅπαντες πηγὴ ἁπασῶν τῶν ἀξιῶν, μὲ τὸν ἀπαραίτητο ὅμως ὅρο, οἱ κοινωνοῦντες στὸ ἀπὸ τὸν πατέρα δεσπότη στρωμένο τραπέζι, νὰ μὴν συσταθοῦν ὡς τάξεις, δηλαδὴ νὰ μὴν αὐτονομηθοῦν μὲ ἀτομικὰ ἢ συλλογικὰ δικαιώματα, διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοὺς δίνει ὁ δεσπότης ὡς προνόμια καὶ εὔνοιες ἀπὸ τὴν οὐσία του –ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἐπίσημοι εἰσοδηματίες-ὑπάλληλοι, ἰδιωτικοὶ ἢ δημόσιοι, οἱ ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὸν δεσπότη-κράτος. Ὁ Ζῆκος νιώθει μειωμένος, τὸν ἀπαξιώνουν περιφρονητικῶς, αἰσθάνεται πὼς προσκρούει στὴν πραγματικότητά του, νιώθει αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ δὲν θέλει νὰ δῆ πὼς εἶναι: ἕνας μπακαλόγατος, ἕνας θεληματάρης, ἕνα παιδὶ γιὰ ὅλες τὶς δουλειές, χωρὶς θέση· καὶ ὁ παραγκωνισμός, μαζὶ μὲ τὶς κοινωνικὲς προσβολές, σὲ τέτοιου εἴδους κοινωνίες εἶναι συχνότατα αἰτίες παρανοίας στοὺς ἄνδρες. Ἐάν, ὅμως, ὁ Ζῆκος ζῆ μέσα στὰ ψέματα καὶ σὲ ἕνα κλίμα μονίμου αὐταπάτης –νὰ εἶμαι διαφορετικὸς ἀπὸ ὅ,τι εἶμαι–, δὲν εἶναι ὁ μόνος, καθὼς ἅπαντες στὴν ταινία, μὲ πρῶτο τὸ ἀφεντικό του, ζοῦν στὸ ἴδιο μῆκος κύματος.

Φεύγοντας ὁ Κιτσάρας ἀπὸ τὴν μπακαλοταβέρνα, ὁ Ζῆκος, κατὰ τὴν προσφιλῆ του συνήθεια, καὶ γιὰ νὰ περισώση τὸν περιφερόμενο πληγωμένο του ἐγωϊσμό, τὸν βρίζει πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του, μέχρι ποὺ μπαίνει ὁ κυρ-Παντελῆς· εὐκαιρία νὰ ξεσπάση πάνω στὸ ἀφεντικὸ του· τοῦ ὑπεξαιρεῖ τὴν θέση, ἀποκαλῶντάς τον τεμπέλη καὶ ὑπονοῶντας πὼς μόνον αὐτὸς δουλεύει, προσπαθεῖ νὰ τοῦ δημιουργήση ἐνοχές, τὸν βάζει στὴν θέση τοῦ «μικροῦ» τοῦ μαγαζιοῦ, ἐνῶ τὸν ἀπειλεῖ καὶ μὲ ἀπόλυση!· τὸν μειώνει, ὅπως τὸν μείωσαν –ἀνεφέρθη: ὁ Ζῆκος εἶναι μαῖτρ στὴν μίμηση καὶ ἄσσος στὴν ἐνδοβολή.

Τὰ σκάγια, ξώφαλτσα πρὸς τὸ παρόν, παίρνουν καὶ τὴν κυρα-Δέσποινα, ἡ ὁποία ἔχει καταφθάσει στὸ μαγαζί, καλεσμένη ἀπὸ τὸν κυρ-Παντελῆ, ποὺ ἔχει πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ παντρευτῆ τὴν Λίτσα.

Γνωρίζει πὼς ὁ ἐργένης δὲν ἦταν ἀναγνωρισμένο πρόσωπο, κατ’ ἀκρίβειαν ἐθεωρεῖτο ἀποτυχημένος, καὶ πὼς ὁ δῆθεν τιμητικὸς τίτλος τοῦ «μπάρμπα», ποὺ θὰ τοῦ ἀπεδίδετο, ὑπέκρυπτε λύπηση καὶ ὄχι σεβασμό, ἀφοῦ στὰ καθ’ ἡμᾶς ἡ ἀντίληψη τοῦ ἐγὼ ἀπέκλειε τὴν θεώρηση τοῦ ἀτόμου ὡς αὐθυπάρκτου ὀντότητος· μονὰς ἦτο ἡ οἰκογένεια, ὄχι τὸ ἄτομο καὶ ὁ γάμος ἦταν ἡ ὁλοκλήρωσή του –ἅπασαι, σχεδόν, οἱ ἑλληνικὲς ταινίες τελειώνουν μὲ γάμο–, ἡ ἀποκατάστασή του –δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ λέξη, ἡ ὁποία δηλώνει τὴν ἐπ’ ἐσχάτοις ἀρτίωση, εἶναι συνώνυμη τοῦ γάμου– τόσο στὸ ἐνθάδε, ὅσο καὶ στὸ ἐπέκεινα· οἱ ἀνύπαντροι ἐθεωροῦντο ἀναποκατάστατοι, ἀνολοκλήρωτοι, προβληματικοὶ καὶ στιγματισμένοι. Στὴν δεκαετία τοῦ ’60 μόνον ἕνα 5% ἦταν στὴν κατάσταση αὐτήν.

Ὁ Παντελῆς, ὅμως, δὲν θέλει ἕναν ὁποιονδήποτε γάμο, ἀλλὰ γάμο ἀπὸ αἴσθημα μὲ μία κοπέλλα στὰ μισά του χρόνια· ἤθελε τὴν ὑπέρβαση σὲ μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀνεγνώριζε ἀκόμη τὴν ζωὴ τοῦ αἰσθήματος, παρὰ μόνον τῆς συμβάσεως· ὁ μπακάλης, μπορεῖ νὰ κατέγραψε σὰν ληξίαρχος τὸν θάνατο τῆς κοινωνίας αὐτῆς, ἀλλὰ δὲν πρόλαβε νὰ χαρῆ καὶ τὶς δυνατότητες τῆς ἑπομένης.

Ὁ κυρ-Παντελῆς, λοιπόν, ἀποκαλύπτει στὴν Δέσποινα πὼς εἶναι ἐρωτευμένος καί, πρὸς στιγμήν, ἡ κυρα-Δέσποινα ζεσταίνεται, νομίζοντας πὼς πρόκειται γι’ αὐτήν. Ἡ ἀπογοήτευση τὴν παγώνει· ὁ κυρ-Παντελῆς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν Λίτσα –δὲν πάει τὸ μυαλὸ της· δυσκολεύεται νὰ τὸ πιστέψη· τρομάζει.

Τώρα, ὅμως, εἶναι ἡ σειρά της. Τοῦ ἐπισημαίνει πὼς ἡ Λίτσα εἶναι μπουμποῦκι καὶ πὼς ὑπάρχει διαφορὰ ἡλικίας, ἀλλὰ ὁ Παντελῆς, βλέποντας πὼς δὲν πιάνουν οἱ ἀστήρικτοι ἰσχυρισμοί του περὶ τοῦ ἀντιθέτου, γίνεται πῦρ καὶ μανία μὲ τὴν ἐπισήμανση τοῦ πραγματικοῦ, προξενῶντάς του ἄρνηση, ἐπειδὴ τὸν ἀναγκάζει νὰ σκεφθῆ τὸ ἀντικείμενο ποὺ ἐπιθυμεῖ μὲ ὅριο πλέον στὴν ἐπιθυμία γιὰ κατοχή του.

Ἡ κυρα-Δέσποινα καταλαβαίνει τὸ ἀπίθανον τοῦ πράγματος, ἀλλὰ ὁ μπακάλης ἀρχίζει τὰ καλοπιάσματα γιὰ νὰ τὴν καταφέρη νὰ μεσολαβήση στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, τὸν κυρ-Μανώλη: (τόνισε τὸ οἰκονομικό, τὴν καταγωγή μου, τὸν κοινωνικό μου κύκλο, πὲς ὅτι ’δῶ μέσα ἔρχονται καὶ ψωνίζουνε βουλευταί, ὑπουργοί…).

Ὁ Παντελῆς ἦταν παλαιῶν ἀρχῶν μπακάλης, μὲ σημαῖες του τὴν ἰδεολογία τῆς προκοπῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀνόδου, πράγματα ποὺ τοῦ ἐξασφάλισαν τὸ «δι’ ἱδρῶτος» ἰδανικὸ κάθε μικροαστοῦ ἐμπόρου, θέση, ἀξία καὶ τὴν πολυπόθητον, ἄνευ ἀφεντικοῦ, ἀνεξαρτησίαν.

Αὐτά, ὅμως, ὅπως τοῦ ἀντιγυρίζει ἡ κυρα-Δέσποινα εἶναι καλὰ γιὰ τὸν πατέρα –ἕναν συντηρητικὸ καὶ παθητικὸ εἰσπράκτορα ποὺ θὰ συμμεριζόταν τὴν παλαιὰ πραμάτεια τοῦ κυρ-Παντελὴ· ὁ κυρ-Παντελῆς ἦταν ἄνθρωπος ἀδρανής, ἀλλὰ μὲ φιλοδοξίες· ὁ κυρ-Μανώλης ἦταν ἀδρανής, χωρὶς φιλοδοξίες.

(Τί θὰ πῆ ἅμα θέλει τὸ κορίτσι; Ἅμα θέλη ὁ πατέρας, θὰ θέλη κι αὐτή) διατείνεται ὁ Παντελῆς, ἐνῶ ἡ κυρα-Δέσποινα, ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ συμβιβάζεται καὶ νὰ τὸ σκέπτεται, τοῦ ὑποδεικνύει πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε κάνει κάποια κίνηση πρὸς τὴν Λίτσα, μὲ λουλούδια ἢ μὲ καντάδα –ὁμοίας ἐκσυγχονίσεως καὶ ἡ κουτσομπόλα-προξενήτρα μὲ τὸν μπακάλη, παρὰ τὸ ὅτι ἀναγνωρίζει πὼς ἡ ἐποχή τους πέρασε πιά.

Ἀνεπίδεκτος ἀλλαγῆς καὶ αὐτογνωσίας, ὁ κυρ-Παντελῆς ἐναποθέτει ὅλες του τὶς ἐλπίδες, σὰν σὲ ἁγία εἰκόνα, στὴν κυρα-Δέσποινα, κάνοντάς της καὶ τὸ σχετικὸ τάμα: [σὰν νὰ ἱκετεύη ἱερὰ εἰκόνα]: (εἶμαι σίγουρος πὼς θὰ τὰ καταφέρης κι ἂς μὴν ἔχω κάνει τίποτα ἀπ ὅλα αὐτά. Κ’ ἔτσι καὶ τὰ καταφέρεις κυρα-Δέσποινά μου, ὅ,τι θέλεις ἀπὸ ’μένα· καὶ λεφτὰ νὰ σοῦ δώσω καὶ ἠλεκτρικὸ ψυγεῖο νὰ σοῦ πάρω καὶ στὰ μπάνια νὰ σὲ στείλω καὶ τὸ μαγαζί μου ὅλο στὴν διάθεσή σου· νὰ μπαίνετε ὅλοι ἐδῶ μέσα οἰκογενειακῶς καὶ νὰ βοσκᾶτε)· ἡ ὠργανωμένη ἀδράνεια ἀπαιτεῖ ἰσχυρὰ μαγικὰ μέσα γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὰ πάντα, διατηρῶντας ἀκεραία τὴν στατικότητά της.

Τὸ ὀχυρὸ «κυρα-Δέσποινα» ἔπεσε· τώρα βάζει μπρὸς τὸν πλάγιο τρίτο, ἄνθρωπο (λέω νὰ πάω στὴν δουλειά του[τοῦ κυρ-Μανώλη],νὰ μὴν εἶναι ἡ Λίτσα μπροστά)· ὡς τρίτος καὶ μὲ πλαγίους τρόπους πειθοῦς, κολακείας ἢ ἐξαναγκασμοῦ, θὰ δέσμευε μὲ ὑποχρέωση τὴν Λίτσα πρὸ τῶν τετελεσμένων· οἱ γυναῖκες ἦσαν πιὸ ἑνωτικές, οἱ ἄνδρες πιὸ διχαστικοί.

Καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ λίγο θέλει γιὰ νὰ γίνη τῆς κακομοίρας, ὁ παντακούων καὶ πανθορῶν Ζῆκος –ἔχει κρυφακούσει τὰ πάντα– τὸν ἀπειλεῖ μὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάληξη: (Γερο-ξευτίλα, δὲν ἐντρέπεσαι; Νὰ ὑπάρχη καὶ λίγο φιλότιμο. Ποῦ πᾶς γιὰ γαμπρὸς μὲ τὸ ’νὰ ποδάρι στὸ λάκκο;[…] Τὸ κοριτσόπουλο ἔπρεπε νὰ πάρης ἢ τὴν κυρα-Δέσποινα; Πρόσεξε καλά! Θὰ γελάση μαζί σου ὄλ’ ἡ γειτονιά. Θὰ κλείση τὸ μαγαζί μας καὶ θὰ γελάσουν μαζί σου καὶ τὰ σαλιγκάρια. Σ’ τὸ λέει ὁ Ζῆκος, νὰ τό ’χης ὑπὸ τὴν ὑποψία σου: θὰ γίνη τῆς κακομοίρας· σ’ τὸ λέω, μάρτυς μου ὁ Θεός).

Ἡ κοινωνικὴ αἴσθηση τοῦ μπακαλόγατου εἶναι ἀλάνθαστη· εἶναι ὁ κήνσωρ τῆς κοινωνικῶν ἀξιῶν, ὁ τηρητὴς τῆς παραδεδομένης τάξεως, ἡ φωνὴ τῆς διαπομπευούσης πλέμπας –τιμὴ καὶ δόξα. Τώρα, πλέον, ὁ Ζῆκος δικαιώνεται γιὰ ὅλη του τὴν ἀρνητικὴ συμπεριφορὰ ἔναντι τοῦ ἀφεντικοῦ του, ποὺ καταδεικνύεται ὡς ἀνόητο, ἀξιογέλαστο καὶ ἀξιοπεριφρόνητο· κάθε πράξη τοῦ «ἀδύνατου» Ζήκου ἐναντίον τοῦ «ἰσχυροῦ ἐξουσιαστῆ» θὰ εἶναι δικαία.

Οἱ ἀντιρρήσεις, ποὺ φέρνει ὁ κυρ-Παντελῆς, ὡς πρὸς τὰ μέσα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμοποιήση γιὰ νὰ πλησιάση τὴν Λίτσα, ἦσαν μέρος τοῦ τελετουργικοῦ: «πρῶτα ἀποκρούω κάτι, ἐνίοτε μετὰ βδελυγμίας, καὶ μετὰ τὸ ἀποδέχομαι ἀσμένως» –ὁμοίως πράττει καὶ τὸ alter ego τοῦ μπακάλη, ὁ Ζῆκος. Ὀργανώνει, λοιπόν, μία καντάδα, ἀλλὰ ὁ γρηγορώτερος μπακαλόγατος τὸν προλαβαίνει. Μπορεῖ νὰ ἐπετέθη κατὰ τοῦ ἀφεντικοῦ του, προηγουμένως, ἀλλὰ τὰ λόγια τῆς κυρα-Δέσποινας, αὐτῆς τῆς αὐθεντίας τῶν διαφυλικῶν σχέσεων, τὰ ρούφηξε. Μὲ τὴν Μαριάννα Χατζοπούλου στὸ γραμμόφωνο καὶ μὲ τὸ ἐμβληματικὸ γαμήλιο τραγούδι τοῦ 1961 τῶν Τ. Μωράκη καὶ Χρ. Γιαννακόπουλου, ‘‘Τὸ νυφικό σου φόρεμα’’, ἐπελαύνει στὸ παράθυρο τῆς Φιφίκας πρὸς τέρψιν ὅλων καὶ πρὸς καταιονισμὸν δικοῦ του.

Ἐν τῷ μεταξύ, τὰ ζεύγη Κιτσάρας-Φιφίκα, Ἀργύρης-Λίτσα γυρίζοντας ἀπὸ θερινὸ κινηματογράφο, ἔχουν καταστρώσει τὰ σχέδια τους, ἐπὶ τῶν νέων δεδομένων: τὴν ἐπαύριον, ἡμέρα τῶν γενεθλίων τῆς Λίτσας, ὁ Ἀργύρης θὰ τὴν ζητήση ἐπισήμως ἀπὸ τὸν πατέρας της, ἀφοῦ προσελήφθη, πλέον στὴν ΔΕΗ –(βολεύτηκε ὁ μάγκας), ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κιτσάρας–, ἐνῶ καὶ ἡ Φιφίκα, γιὰ νὰ μὴν ὑστερήση, πιέζει τὸν Κιτσάρα γιὰ γάμο, ὁ ὁποῖος δηλώνει μὲ τελετουργικὸ ὕφος πὼς εἶναι ὑπὸ σκέψιν –(ὁ μοιραῖος ἄντρας…), ὅπως παρατηρεῖ ἡ Φιφίκα.

Σχέδια στρωμένα, ἄνθρωποι ἕτοιμοι· θὰ συγκρουσθοῦν μέχρι τελικῆς λύσεως.

Τὴν ἑπομένη ἡ κυρα-Δέσποινα, κατὰ τὰ συμπεφωνημένα, πηγαίνει ὡς ἐπίσημη προξενήτρα τοῦ κυρ-Παντελῆ στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, τὸν κυρ-Μανώλη, ὁ ὁποῖος ἐνδοιάζει γιὰ τὸ ζήτημα τῆς διαφορᾶς τόσο τῆς ἡλικίας, ὅσο καὶ τῆς οἰκονομικῆς καταστάσεως· ἀμφότερα ἀνατρέπονται ἀπὸ τὴν κυρα-Δέσποινα· ὁ κυρ-Μανώλης, κολακευόμενος, ἐνδίδει μὲ μία ἀνομολόγητη διαμαρτυρία.

Στὴν μπακαλοταβέρνα, θὰ γίνη ἡ συνάντηση μεταξὺ τῶν δύο ὑποψηφίων, γαμβροῦ καὶ πενθεροῦ· γιὰ κακή τους τύχη παρουσίᾳ Ζήκου. Ὁ μεγαλέμπορας, ὁ μεγαλομπακάλης τῆς γωνίας, ὅπως τὸν εἶχε χαρακτηρίσει ἡ κυρα-Δέσποινα, μουγκρίζει γιὰ νὰ ἐκφράση στὸν κυρ-Μανώλη τὸν ἀνεξέλεγκτο πλέον ἔρωτά του πρὸς τὴν Λίτσα –ὁ Ζῆκος τὸν κοροϊδεύει, ἀφοῦ καταλαβαίνει πώς, ὄντως, τὸ ἀφεντικό του μόνον μὲ βρυχηθμοὺς εἶναι ἱκανὸ νὰ ἐκφρασθῆ.

Ὁ Παντελῆς, ἀπτόητος, συνεχίζει, ἀπαγγέλλοντας, σὰν νὰ εἶναι σὲ ἀρχαῖο θέατρο, ἕνα λογύδριο βρίθον βαρύγδουπων ἀσημαντοτήτων, ἕνα μῖγμα πεζοδρομιακοῦ ρομαντισμοῦ καὶ πεζοδρομιακῆς χαμαλίκας, ποὺ μόνον ὡς αὐτοσαρκασμὸς μπορεῖ νὰ σταθῆ· ἄλλως, προκαλεῖ γέλωτα ἀκρατῆ καὶ ἄκρατο (Ἦταν ἕν’ ἀνοιξιάτικο πρωϊνὸ κ’ ἐγὼ ξεφόρτωνα σαρδέλλες. Ἐξαίφνης, κατ’ ἀπ’ τὸ γαλάζιο τ’ οὐρανοῦ, τὴν βλέπω νὰ στρίβη τὴν γωνία καὶ τάκα-τάκα τὰ τακουνάκια στὸ τσιμέντο τὰ πλακάκια. Αὐτὸ ἤτανε. Ἀπὸ ’κεῖνο τ’ ἀνοιξιάτικο πρωϊνό, εἶμαι ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῶν Βαλκανίων.Ἕνας σίφουνας ξερρίζωσε τὸ λογικό μου, μιὰ θύελλα ξεθεμέλιωσε τὴν καρδιά μου, μιὰ πυρκαϊὰ πυρπόλησε τὴν ψυχή μου, κ’ ἕνα ἀστραΠΟΒΡΟΝΤΟ…)· ὅσο πιὸ βαρύ, τόσο περισσότερη ἀξία ἔχει.

Ὁ Ζῆκος ἐπεμβαίνει στὸν παραστατικὸ ποιητικὸ οἶστρο τοῦ κυρ-Παντελῆ, σὰν σκηνοθέτης σὲ ἀτάλαντο ἠθοποιό, δεικνύοντάς του πόσο γελοῖα ἠχεῖ μιὰ ἑλληνικὴ ὄπερα, ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν πραγματικὸ ποὺ ὁρίζει ὁ ἀμανές: (μπρρρρρρρρρρρ…. μὰ δὲν ἐντρέπεσαι; Τί κάνεις τώρα; Τὸ μαντρόσκυλο τοῦ μαγαζιοῦ κάνεις τώρα; Τί τοῦ λὲς ἀστραΠΟΒΡΟΝΤΟ; Πές του τὸ ἀμανετζήδικα[τοῦ δείχνει πώς]· ἢ νὰ τὸ πιάσης τεκετζήδικα [πάλι τοῦ δείχνει]).

Ὁ ἀγαθὸς μπακάλης θέλει νὰ δείξη κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἀλλὰ δὲν δείχνει τίποτε· γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, χρήζει ἄλλου ἤθους καὶ ψυχισμοῦ, ποὺ [εὐτυχῶς;] δὲν διαθέτει. Μὴ ἔχοντας στοιχειώδη πρόσβαση στὸν ἑαυτό, τὸ αἴσθημα μόνον ὡς φούσκωμα πρὸς τὰ ἔξω μπορεῖ νὰ βγῆ· ὡς μελό, ὡς λιγωμένο (μ)πάθος ἀνατολίτη ἀμανετζῆ σὲ εὐρωπαϊκὸ σαλόνι –ὁ Βοσκόπουλος πρὸ τῶν θυρῶν. Σύμπραξη μουγκρισμάτων καὶ ἰλιγγιωδῶν εἰκόνων, ὡς πομφόλυξ: ὁ Πινόκκιο, στὴν ξυπασιά του, χρήζει μίας ἐξωτερικῆς βαθύτητος γιὰ νὰ συναγάγη τὴν ἐσωτερική του ρηχότητα· ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τοῦ τιμημένου Ἕλληνος μεταπράτου.

Ἂν καὶ ὁμοιάζει μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ σ’ αὐτὸ –ἀμφότεροι νομίζουν πὼς ἅπαξ καὶ ἐνδυθοῦν αὐτὸ ποὺ ποθοῦν, ἔχουν γίνει, μαγικῶς πώς, καὶ αὐτὸ τὸ ποθητόν–, ὁ Ζῆκος λειτουργεῖ ἐδῶ ὡς διορθωτικὸς καθρέπτης. Γνωρίζει πώς, γιὰ τὸ ἀφεντικό του, ἀλλοῦ εἶναι τὸ αἴσθημά του καὶ ἀλλοῦ ἡ ἐπίσημη ζωή του (ἡ γυναῖκά του)· τὸ αἴσθημα τοῦ ἀφεντικοῦ του μόνον στὸν ἀμανὲ καὶ στὸν τεκὲ χωράει· εἶναι γέννημά τους καὶ μόνον ἔτσι μπορεῖ νὰ συγκινήση καὶ τὸν ἐπίσης ἀορίστου αἰσθήματος ἀντικρυνό του τραμβαγέρη. Τὸ ἀφεντικό του, ὅπως καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος, ἐμφορεῖται ἀπὸ τὶς ἀξίες-τοῦ-βουνοῦ-καὶ-τοῦ-λόγγου-στὴν-πόλη· ὄχημα τοῦ πραγματικοῦ αἰσθήματος τοῦ Ἕλληνος ὑποαστοῦ ἦταν τὸ ρεμπέτικο, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ πηγάζει αὐθορμήτως καὶ λαθραίως στὸ λογύδριο –διότι τὸ τάκα–τάκα τὰ τακουνάκια στὸ τσιμέντο τὰ πλακάκιαεἶναι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι τοῦ Γιώργου Μητσάκη, ‘‘Τὰ παλαμάκια’’, τοῦ 1951.

Ὁ κυρ-Μανώλης, λίγο ἀπὸ τὴν γελοιότητα τοῦ λογυδρίου, λίγο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ἐνδοιάζει καὶ πάλι: (Αὐτὰ τὰ πράματα, λίγο θέλουνε νὰ γίνουνε σαχλά)· ὁ κυρ-Μανώλης ἀρνεῖται τελετουργικῶς γιὰ νὰ ἐνδώση πραγματικῶς, ὅπως θὰ πράξη καὶ ἀργότερα, καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Ζῆκος.

Ὁ Ζῆκος, ποὺ εἶναι συνεχῶς στὴν τσίτα γιὰ καβγά, θὰ ἐπέμβη, θὰ τσακωθῆ μὲ τὸν τραμβαγέρη καὶ θὰ δείξη, φαντασιακῶς, καὶ στοὺς δύο, ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς ξύπνιος καὶ ἀφέντης τοῦ μαγαζιοῦ –στὸ καθεστὼς τῆς λεκτικῆς ἀνευθυνότητος, λέγονται τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν ἐννοεῖται τίποτε κυριολεκτικῶς, καὶ δὲν κρατιέται τίποτε, ὡς εἴθισται στοὺς ἑλληνικοὺς καβγάδες· τὸ βράδυ θὰ εἶναι πάλι ὅλοι μαζὶ –πρόκειται περὶ τελετουργικοῦ: νευρωτικὴ πράξη, ἐν εἴδει ἀποφορτίσεως, ποὺ ἁπλῶς πρέπει νὰ γίνη, ἄνευ ἄλλου σκοποῦ πέραν τῆς ἰδίας τῆς πράξεως ὡς γεγονότος.

Ἀρχίζουν οἱ ἐτοιμασίες γιὰ τὰ ἀποκαλυπτικὰ γενέθλια. Ἡ Φιφίκα ἐκδηλώνει τὴν ζήλεια της –παντρεύεται ἡ Λίτσα– καὶ κατηγορεῖ τὸν Κιτσάρα ἐπὶ ὀλιγωρίᾳ· ὁ ἐγωϊσμός της θὰ τὴν ὁδηγήση νὰ κοιτάξη ἀλλοῦ, ἀφοῦ στὸ χρηματιστήριο τοῦ συνοικιακοῦ νυφοπάζαρου ἡ μετοχὴ της ἔχει ἀνέβει αἰσθητά, κατὰ τὴν ἴδια. Ἡ Λίτσα, ἐν ἀντιστίξει μὲ τὴν φίλη της, εἶναι ἀγαθὴ καὶ καλοπροαίρετη ψυχή.

Δέχεται μὲ ἄδολη χαρὰ καὶ συγκατάβαση τὴν κούκλα ποὺ τῆς φέρνει ὁ πατέρας της, ὡς δῶρο· γι’ αὐτόν, εἶναι ἀκόμη τὸ κοριτσάκι του. Ἡ Λίτσα δὲν τοῦ χαλᾶ τὸ ὄνειρο, ἄλλωστε ἡ κούκλα εἶναι ἕνας ἀκόμη δεσμὸς τρυφερότητος μὲ τὸν πατέρα· εἶναι ἡ ἴδια. (Εἶπα κ’ ἐκεινοῦ, αὐτουνοῦ ντὲ… τοῦ… μεγαλέμπορα…,[ἔχει ἐμπεδώσει τὰ λόγια τῆς κυρα-Δέσποινας καὶ στὴν ἀμηχανία του, τὰ ἀνασύρει] ποὺ ἔχει τὴν μπακαλοταβέρνα… νὰ ἔρθη), λέει κομπιάζοντας καὶ γυροφέρνοντας ὁ κυρ-Μανώλης· ἡ Λίτσα, γεμάτη ἐμπιστοσύνη στὸν πατέρας της τὸ δέχεται ἀφελῶς· ἄλλωστε ἡ χαρά της, ποὺ θὰ τὴν ζητήση σὲ γάμο ὁ Ἀργύρης, τὰ καλύπτει ὅλα καὶ ὅλοι τῆς φαίνονται καλοί.

Τὰ κορίτσια φεύγουν, ὁ Ζῆκος ἔρχεται. Προσπαθεῖ νὰ μεταπείση τὸν κυρ-Μανώλη σχετικὰ μὲ τὸν γάμο, κατηγορῶντας ἀδυσώπητα τὸν κυρ-Παντελῆ, κυρίως γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὴν ἀπερίγραπτη φτώχειά του, ὅταν ξεκίνησε.

Ὁ κυρ-Μανώλης τὸν διακόπτει: (αὐτὸ θὰ πῆ πὼς εἶναι προκομμένος ἄνθρωπος ὄντως ὁ κυρ-Παντελῆς γλύτωσε τὴν προλεταριοποίηση μὲ τὴν ὑπερεργασία καὶ τὴν μικροεπιχείρηση.

Αὐτὸ κάνει ἔξαλλο τὸν οὕτως ἢ ἄλλως ἐριστικὸ καὶ εὐερέθιστο σὲ ζητήματα φιλοπρωτίας Ζῆκο. Θεωρεῖ, καὶ προβάλλει, τὸν ἑαυτό του ὡς παντογνώστη, ἰσοπεδώνοντας τὸ ἀφεντικό του, φθάνοντας στὰ ὅρια τῆς γελοίας ὑπεροψίας καὶ ἀλαζονείας. Αἰσθάνεται ὅτι μοιάζει σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὸ ἀφεντικό του καὶ πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ διαχωρισθῆ καὶ νὰ ξεχωρίση· στὸ πρόσωπό του ἀναγνωρίζεται πᾶς Ἕλλην: τὸ ἀπειροπελώριο ἐγώ του δὲν ἀνέχεται ἄλλους δίπλα του, παρὰ μόνον ἐὰν τοῦ ἔχουν δηλώσει ἀναγνώριση-ὑποταγὴ· ἢ θὰ τὰ κάνη ὅλα ὅμοιά του, ἄρα τοῦ χεριοῦ του καὶ κατώτερα, ἢ δὲν ὑπάρχουν γι’ αὐτόν.

Ἀφοῦ τὸν ἔχει θάψει (νεκροθάφτης θὰ γίνη), θὰ τελειώση τὸ ξέσπασμά του, κάνοντας ἐπίδειξη μεγαλοψυχίας καὶ καλοπροαιρεσίας (σταματάω, γιατί δὲν μ’ ἀρέσει καὶ νὰ κακολογῶ), εἰσπράττοντας καὶ ἀπὸ ἐδῶ τὸν ἔπαινο τοῦ κυρ-Μανώλη. Ἀμέσως μετά, ὅμως, καὶ κατὰ τὴν προσφιλῆ του συνήθεια, θὰ τὸν κατηγορήση ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ποὺ καὶ ὁ ἴδιος εἶχε ἐπικρίνει, τὸ κουσκουσάρισμακαὶ τὸ ἀσυγκράτητον τῆς γλώσσης, στὰ ὁποία ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Ζῆκος ἐνδίδει.

Ἐπιστρέφοντας τὰ κορίτσια, ἡ Φιφίκα θέτει ἀμέσως σὲ λειτουργία τὴν μηχανὴ δουλέματος τοῦ Ζήκου, φθάνοντας νὰ τὸν ρωτήση καὶ γιὰ τὶς βέρες τους.

Ὁ Ζῆκος, ἀφοῦ κατηγορήσει, γιὰ πολλοστὴ φορά, τὸ ἀφεντικό του γιὰ τὰ χαλασμένα πράγματα ποὺ ἔστειλε, καμαρώνει στὴν Φιφίκα καὶ καυχᾶται γιὰ τὶς μικροκλοπὲς ποὺ κάνει στοὺς πελάτες, γιὰ νὰ μαζέψη χρήματα, ζημιώνοντας ὅμως καὶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ὅπως θὰ φανῆ λίγο ἀργότερα.

Ἡ μυστικότης τῶν κλοπῶν πρέπει νὰ παρασταθῆ δημοσίως, γιὰ νὰ ἔχουν ἀξία· ἐπισήμως αἰσχυνόμεθα, κρυφοφανερῶς καυχώμεθα –διπλῆ ἠθική, δουλεμένη ἀπ αἰώνων.

Ἄλλωστε, ἡ κλοπὴ δὲν ἦταν καὶ τόσο ἄνομη, στὶς συνειδήσεις· κλεψιά, πονηριά, ἐπίδειξη δεξιοτεχνία στὴν παραβίαση κανόνων καὶ ρίξιμο μὲ κοροϊδία τοῦ ἄλλου ἦσαν ἀνδρικὲς ἀρετὲς ποὺ προσέδιδαν κύρος, εἰκόνα ἀνυποταξίας καὶ πολυπόθητον αὐτονομία στὸν πράττοντα· ὁ Ζῆκος ἔπρεπε νὰ (αὐτο)παρασταθῆ ὡς μάγκας.

Παρακινημένος ἀπὸ τὴν Φιφίκα, ποὺ θέλει, ὡς δῆθεν μοιραία γυναίκα, νὰ ἔχη ἕνα τοὐλάχιστον θῦμα στὸ ἐνεργητικό της, ἕναν, τὸν ὁποῖο ἀφοῦ παρασύρη, θὰ τοῦ χαρίση τὴν ἄρνησή της, ὁ Ζῆκος στὸν κυρ-Σωτήρη θὰ δώση ρεσιτὰλ λογοδιαρροίας καὶ ἀναδεύσεως τῶν πάντων· θὰ ξεκινήση, μετὰ πάσης ἐπισημότητος, ἀλλὰ δὲν θὰ φθάση πουθενά, μετὰ πάσης προχειρότητος· θὰ μείνη στὸ προοίμιον τῆς «εἰσαγωγῆς». Τὰ «ἐπιχειρήματά» του εἶναι μία ἀκένωτος διάσπασις, μία αὐτοδιάλυσις ἐν τῇ προσπαθείᾳ τῆς ἀποδείξεως· ἀτέρμονα γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ἡ ἐννόησις· ἰδέες ἄνευ ὀργάνου τοῦ σκέπτεσθαι. Ὁ Ζῆκος εἶναι ἐκτὸς θέματος, ἀλλὰ τὸ τὶ τῶν λόγων δὲν μετρᾶ· μόνον τὸ πῶς καὶ ἡ παρουσία.

Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ πράγματος δὲν ἔγκειται στὸ ὅτι ἁπλῶς ἀνακατεύει καθαρεύουσα μὲ λαϊκὸ ἰδίωμα ἢ ἐθνικοθρησκευτικῆς χροιᾶς γεγονότα μὲ προσωπικά του ζητήματα, ἀλλὰ στὸ ὅτι τοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ κάνη ἀλλιῶς. Συνάγει ἀπαρεγκλίτως τὸν ἑαυτό του, τὸν νοεῖ καὶ τὸν ἀφηγεῖται μόνον μέσῳ καταγωγικῶν ἐθνικῶν ἢ θρησκευτικῶν γεγονότων-μύθων –ἀλλὰ καὶ ἀμέσως μετά, στὴν πρόποση γιὰ τὶς εὐχὲς τῶν γενεθλίων, θὰ συνδέση, συνειρμικῶς, τὴν ἐπισημότητα μὲ ἐθνικὸ (νὰ ἀναφωνήσουμε ὅλοι μας μαζὶ «Ζήτω τὸ Ἔθνος») ἢ παρεφθαρμένο θρησκευτικὸ λόγο (καὶ πάντων καὶ πασῶν τῶν Ρωσσιῶν)· ἡ ἀδυναμία προσβάσεως στὸν ἑαυτὸ δὲν ἦταν προνόμιο μόνον τοῦ κυρ-Παντελῆ. Ἡ ἀτομικὴ ψυχὴ μόνον στὴν ἔνταξή της στὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ τοῦ ὅλου μποροῦσε νὰ ἀναγνωρισθῆ· γνωρίζω τὸν ἑαυτό μου καὶ τὸν ἀναγνωρίζω σήμαινε πὼς γνωρίζω τὸν θεό, τὸ ὅλον. Αἴφνης ἡ λύτρωση ἐκάστης ψυχῆς ἐταὐτίζετο μὲ τὴν λύτρωση τοῦ Γένους ἢ τοῦ Ἔθνους, ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία –ἡ ἐγκόσμιος ἀτομικότης εἶναι ἀδιανόητος–, ἐξ οὗ καὶ κάθε ἐθνικὸς ἀγὼν ἦτο ἀγὼν πρὸς ὑπαρξιακὴν ὑποστάσιν, ὅπως στὸ ἔπος τοῦ ’40· Ζῆκοι πολέμησαν στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας.

Ὁ κυρ-Σωτήρης ἀδυνατεῖ νὰ καταλάβη τὸν «λόγο» τοῦ Ζήκου, ποὺ τελειώνει μὲ ἕνα καλύπτον τὰ πάντα δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων. Τί χρειάζεται, ὅμως, ἀφοῦ ἐκεῖνο ποῦ προέχει δὲν εἶναι ὁ λόγος, ἀλλὰ ἡ παρουσία; Ὡς νὰ ἔζων ἤδη τὴν ἐξωκόσμιον βιοτήν των, ὅπου τὸ κάθε τὶ εἶναι σὰν ὀφθαλμὸς –λογικὴ καὶ ὁμιλία εἶναι ἄχρηστες– καὶ ὅπου ὁ καθεὶς βλέπει καὶ καταλαβαίνει πρὶν ὁ ἄλλος τοῦ μιλήση.

Μὲ τὸν κυρ-Σωτήρη, ὁ Ζῆκος, κατὰ τὸ Τυπικόν, θὰ κάνη ἐπίδειξη σεβασμοῦ, ὑποτακτικότητος, κολακείας, ἐξευμενισμοῦ· ἐὰν εὐωδοῦτο ἡ ὑπόθεσίς του, ὁ κυρ-Σωτήρης θὰ εἶχε τὴν τύχη τοῦ κυρ-Παντελῆ· ὁ Ζῆκος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἀγαπᾶ χωρὶς νὰ τὸν ἐξευτελίζη καὶ νὰ τὸν βρίζει· οὐδαμῶς καὶ οὐδέποτε τὸ ἕνα αἴσθημα ἄνευ τοῦ ἄλλου: (ἐγὼ τ’ ἀφεντικό μου τὸ ἀγαπάω, τὸ ἐκτιμάω καὶ τὸ σέβομαι, ἀλλὰ καὶ τέτοιο γομάρι δὲν ξανάδα στὴν ζωή μου)· δὲν ὑποκρίνεται.

Τὴν ἐξομολόγηση τοῦ αἰσθήματός του τὴν τσαλαπατάει βαναύσως καὶ ἀδιάκριτα ὁ κυρ-Μανώλης, ποὺ μπαίνει καὶ διακόπτει· ὁ Ζῆκος δὲν τυγχάνει σεβασμού. Τὸ αἴσθημα τοῦ Ζήκου, καὶ ὄχι μόνον αὐτοῦ, ἦταν προωρισμένο νὰ ἔχη αὐτὴν τὴν κατάληξη, ἐπειδή, ἀκόμη ὁ τύπος προηγεῖτο τῆς ἀληθείας τοῦ αἰσθήματος· αὐτὸ ζοῦσε κρυφά, μποροῦσε νὰ περιμένη· οὐδεὶς τὸ σεβόταν, οὔτε ὁ ἴδιος· οὐδεὶς ἔκανε τὸ αἴσθημά του θέαμα. Καὶ ὁ Ζῆκος ἦταν συνηθισμένος νὰ παθαίνη ὅσο καὶ νὰ κάνη τέτοιου εἴδους πράγματα μὲ τέτοιον τρόπο –ὅσοι ἀγόραζαν π.χ. ρύζι ἀπὸ τὴν Ἀγορὰ ἢ τὰ συνοικιακὰ μπακάλικα δὲν τοὺς ἔνοιαζε –καὶ μᾶλλον τοὺς ἄρεσε– ἂν αὐτὸ εἶχε πέσει κάτω καὶ πατηθῆ· ρύζι καὶ αἴσθημα δὲν διέφερον γενναίως.

Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς ζευγάρι ἀχώριστο, ὁ ἕνας σωσίας τοῦ ἄλλου. Ὁ Ζῆκος γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν κατηγορεῖ, ἐπὶ νοθείᾳ στὸ κρασί, στὴν φέτα καὶ στὶς κονσέρβες, ἐνῶ, ὅταν ἔρχεται μὲ τὴν κυρα-Δέσποινα, τὸν προγκάρει, τὸν κοροϊδεύει καὶ τὸν κάνει νὰ χάση βηματισμὸ καὶ λόγια· τὸν δείχνει ὡς ὑποχείριο τοὺ· εἶναι ὁ ἀδιαμφισβήτητος νικητής. Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης εἰσέρχονται πομπωδώς· ὁ Ζῆκος αἰσθάνεται ὑπεράριθμος· αἰσθάνεται ὅμως καὶ τὸν ἀνταγωνισμὸ καὶ τὸν κίνδυνο καὶ φροντίζει νὰ μὴν ὑπάρξη θέση γιὰ τὸν Κιτσάρα. Ὁ Κιτσάρας, ποὺ ξέρει τὸ ἀδύνατο σημεῖο τοῦ μπακαλόγατου, τὴν ἀνασφάλεια καὶ τὴν μεγαλομανία του, τὸν ἐξαπατᾶ, λέγοντάς του πὼς κάποιος, ἀπ ἔξω,ζητεῖ τὸν κύριο Ζῆκο· ἐλατήριο· ὁ Ζῆκος ἐπιτίθεται στὸν κυρ-Παντελῆ -τώρα ἀναγνωρίζεται ὡς κύριος– καὶ βέβαια πέφτει στὴν παγίδα καὶ σηκώνεται· ὁ Κιτσάρας κερδίζει μιὰ ἄκοπη νίκη.

Ἀγωνία, στοὺς θεατές: ὁ κυρ-Μανώλης ἀναγγέλλει τοὺς ἀρραβῶνες τῆς Λίτσας μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ· ὁ γάμος μπορεῖ νὰ μὴν ἦταν ἐπιλογὴ καὶ νὰ ἦταν προορισμός, πάντως δὲν ἦταν ἀκόμη ἐπιλογὴ προσώπου ἐξ ἔρωτος, ἀλλ’ ἐκ προξενειοῦ σὲ ἀρκετὰ μεγάλο ποσοστό. Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης φεύγουν θιγμένοι –ἄλλο ποὺ δὲν θέλουν– καὶ ἐπεισοδιακῶς. Ὁ Ζῆκος «ξεπροβοδίζει» τὸν Κιτσάρα δῆθεν ἀπειλητικά, καὶ παραμορφώνει τὴν θεατρικὴ ἔξοδο τοῦ ὑδραυλικοῦ, ἐνῶ, συγχρόνως, ὑποτιμᾶ καὶ τὸ ἀφεντικό του· τὸν καπελώνει –μεταφορικῶς καὶ κυριολεκτικῶς.

Ἡ Λίτσα ἔγκλειστη στὸ δωμάτιο, ἐτοιμάζει τὴν βαλίτσα της νὰ τὸ σκάση –θὰ βάλη μέσα καὶ τὴν κούκλα, τὸ δῶρο τοῦ πατέρα· δὲν θέλει νὰ κόψη τοὺς δεσμούς της μὲ τὴν τρυφερότητα τοῦ πατέρα.

Ὁ κυρ-Μανώλης, πρὶν πάη στὴν ταβέρνα τοῦ Παντελῆ, ἀνεβαίνει γιὰ νὰ τὴν δῆ καὶ κάτι θέλει νὰ πῆ, ἀλλὰ δὲν τὰ καταφέρνει· εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ἀντέχει τὸ βάρος οὔτε τοῦ θεάματος οὔτε τοῦ ρόλου, στὸν ὁποῖο εἶναι δέσμιος.

Στὴν σκάλα, συναντᾶ τὴν ἀδελφή του, ποὺ πηγαίνει νὰ φυλάξη τὴν Λίτσα, καὶ δὲν τὸν πιστεύει –εἶναι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύουν πλέον τίποτε.

Ἡ ἀδελφὴ καταφέρεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ: (Δὲν λὲς καλύτερα πῶς πᾶς νὰ μπεκρουλιάσης, ὅπως κάθε βράδυ, ἔ; γι’ αὐτὸ μὲ κουβάλησες ἐμένα; νὰ φυλάω τὴν προκομμένη τὴν κόρη σου κ’ ἐσὺ νά μοῦ τὸ σκᾶς κάθε βράδυ. Ἀχαΐρευτε. Ἄχ, δὲν μὲ βαστᾶς ἐσὺ ἐδῶ μέσα, χρυσῆ νὰ μὲ κάνης. Ὄχι ἀδελφός μου, ὅ,τι θέλει νά ’σουνα)· ἄλλη μία ἐγκλωβισμένη σὲ ρόλους καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ τρώει σάρκες γιατί δὲν ἔχει μάθει νὰ ζῆ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ της· ἄλλη μία δυσαρεστημένη ἀπὸ τὴν ζωή της ἄνευ δυνατότητος διαφυγῆς· ἄλλη μία Ζῆκος.

Ἐν τῷ μεταξὺ στὸ μαγαζί, ἡ κυρα-Δέσποινα ἐλαύνει μὲ ὕφος θριαμβεύτριας, ἀφεντικοῦ. Ξυπάζεται καὶ κάνει παρατήρηση στὸν Ζῆκο ποὺ κοιμᾶται· κάνει ἐπίδειξη δυνάμεως. Εἶναι φανερὸ πὼς θεωρεῖ ὑπὸ τὴν ἐξουσία της τόσο τὰ ἔμβια καὶ ὅσο καὶ τὰ ἄβια τοῦ μαγαζιοῦ. Ἀπειλεῖ τὸν Ζῆκο ὅτι θὰ πῆ στὸν κυρ-Παντελῆ νὰ τὸν ἀπολύση, ἀλλὰ αὐτὸς τὶς ἀποκαλύπτει τὶς συνέπειες ἑνὸς τέτοιου γάμου: (θὰν τοῦ τὰ φορέση…)· γίνεται ἔξαλλη. Ἡ κυρα-Δέσποινα δὲν θέλει νὰ γνωρίζη τίποτε γιὰ τὶς πράξεις της, τρομαλέα μπροστὰ σὲ οἱαδήποτε εὐθύνη, καλύπτεται συνεχῶς πίσω ἀπὸ τύπους καὶ προσχήματα καὶ κουκουλώνει τὰ πάντα γιὰ νὰ μὴν φανῆ ἴχνος ἀληθείας· ἡ ἀλήθεια θὰ ἀπεκάλυπτε καὶ τὴν μηδαμινότητά της.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ Ζῆκος δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύη στὸ μαγαζὶ ἑνὸς ξευτίλα, ἐφ’ ὅσον ὁ κυρ-Παντελῆς ἦταν γονεϊκὴ φιγούρα γι’ αὐτόν, τὸ δὲν μπακάλικο ἦταν τὸ σπίτι του καὶ ἡ οἰκογένεια του· στὸ φαντασιακό, ἀλλὰ καὶ στὴν πραγματικότητα ποὺ αὐτὸ σύστηνε, ἡ ἀκεραιότης τῆς οἰκογενείας ἐσυμβολίζετο μὲ τὴν ἔξωθεν καλὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ὑπόληψη τοῦ ἀρχηγοῦ-άφεντικοῦ της· αὐτὴ καθώριζε, κατ’ ἀνάγκην καὶ κατ’ ἐπέκτασιν, καὶ τὴν τιμὴ τῶν μελῶν της.

Ὅταν, δέ, ἔρχεται καὶ ὁ κυρ-Μανώλης, ὁ Ζῆκος νιώθει πὼς γίνεται κατάληψη στὸ μαγαζί· στὸ δικό του μαγαζί. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐκδιώξη, προσβάλλοντάς τους –κατηγορεῖ καὶ τὴν Δέσποινα γιὰ μικροκλοπές. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη μπαίνει στὸ μαγαζί, ὁ Μῆτσος ὁ ταξιτζῆς, ἄγνωστος στὸν Ζῆκο, γνωστὸς ὅμως στὸν Κιτσάρα.

Ὁ Ζῆκος, ἄλλη μιὰ φορά, αἰσθάνεται ἀπειλημένος· πρέπει νὰ ἀναμετρηθῆ μὲ τὸν ξένο, ποὺ εἶναι μᾶλλον ζόρικος καὶ τῆς πιάτσας. Ἀφοῦ μαθαίνη ὅ,τι θέλει καὶ δώση καὶ τὴν παραγγελία του, κοροϊδεύει τὸν Ζῆκο καὶ φεύγει, φυςῶντάς του τὸν καπνὸ στὸ πρόσωπο. Ὁ Ζῆκος τὸν βρίζει, ἀφοῦ ὁ σωφὲρ ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἱκανῶς, ἀλλὰ θὰ ἀντιγράψη, ὅπως πάντα, τὴν πράξη ἐπιβολῆς καὶ θὰ τὴν ἐφαρμόση, λίγα λεπτὰ ἀργότερα, στὸ μόνιμο θῦμά του, τὸν κυρ-Παντελῆ, θριαμβεύοντας, ἀφοῦ ἔχη καταφέρει ξανὰ νὰ τὸν ἀποσυντονίση. Θὰ λογοφέρη καὶ μὲ τὸν κυρ-Μανώλη.

Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ ὑπενθυμίση, πάλι, στὸν κυρ-Παντελῆ τὴν βεβαία διαπόμπευσή του· τὴν Κυριακὴ θὰ γίνη γάμος-θρίαμβος, ἀλλὰ ἀνάποδος, ὡς διαπόμπευση ἐπὶ Βυζαντίου. (Μὴν περιμένης νὰ μαλώσω ἐγὼ μὲ τοὺς πιτσιρικάδες· ποτέ. Ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί τους στὸ οὔουα γιὰ τὴν πειθάρχηση τοῦ κοινοτικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπου: μέγας φόβος τὸ ρεζίλεμα, μέγα ὅπλο ὁ ἐμπαιγμός.

Ὁ κυρ-Παντελῆς, ἂν εἶχε τὴν ἀτυχία, νὰ ἐπιτύχη στὸν σκοπό του, θὰ ἐπετύγχανε αὐτὸ ποὺ ὅλοι θὰ ἤθελαν ἀνομολόγητα, καὶ ποὺ ὅλοι συγχρόνως θὰ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ καταγγείλουν στὸν ἄλλον· ἡ ὁμάδα προλάβαινε πάντα πρώτη νὰ καταγγείλη τὸν ἕναν, φαντασιακὸ ἢ πραγματικό· γιὰ τὴν ὁμάδα μετρᾶ ὅ,τι καὶ γιὰ τὸν Ζῆκο: νὰ ἐκδιώξη ἀπὸ μέσα της ὅ,τι θὰ τὴν διετάρασσε –τὸ θεωρούμενο κακό– καί, ἀφοῦ τὸ ἐνθέση σὲ κάποιο ἐξιλαστήριο θῦμα, νὰ τὸ καταγγείλη καὶ νὰ τὸ ἐξοντώση, τελετουργικῶς, πρῶτα στὴν συνείδησή της καὶ μετὰ κοινωνικῶς ἢ καὶ βιολογικῶς· κεκαθαρμένη καὶ ἐξαγνισμένη, πλέον, θὰ ἐπέστρεφε στὸν πρότερο βίο της μέχρι ἀναπτύξεως ἄλλων «ἀποστημάτων».

Ὁ Ζῆκος εἶναι ἡ ψυχὴ αὐτῆς τῆς ὁμαδικῆς συνειδήσεως, εἶναι στὸ κέντρο τῆς διαπομπευτικῆς ὁμάδος, αὐτῆς τῆς ἰδιοτύπου κοινωνίας σὲ τήξη.

Ἀπὸ τὸ μαγαζὶ θὰ περάση ἐπιδεικτικῶς καὶ ὁ Κιτσάρας –καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ παρουσιάσουν, τελετουργικῶς, τὴν μυστική τους πράξη· ἡ πονηριά, ἡ ἐπιτηδειότητά τους, ἀκόμη καὶ ἡ «μυστικότητα» τοῦ ἐγχειρήματος δὲν πρέπει νὰ μείνη κρυφή· ὁ Κιτσάρας ἐλπίζει σὲ ἐκδίκηση γιὰ νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς μάγκας. Ὁ Ζῆκος τὸ καταλαβαίνει καὶ προειδοποιεῖ τὸ ἀφεντικό του, ποὺ ὅμως ἀρκεῖται σὲ ἀγριεμένες ματιές. Ὁ Ζῆκος παίρνει τὸ τσιγάρο ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κιτσάρα καί, γιὰ νὰ τοῦ πῆ ποῦ εἶναι ὁ σωφέρ, τὸν ἀναγκάζει νὰ ἀποκαλέση λεχρίτη τὸν Μῆτσο. Ξανὰ νικητὴς σὲ μία πάλι ἀδιάφορη μάχη ὁ Ζῆκος, καυχᾶται στὸ ἀφεντικό του. Τὸν πόλεμο, ὅμως, θὰ τὸν κερδίσουν ἄλλοι· ἡ ἀπαγωγὴ τῆς Λίτσας ἔχει στηθῆ.

Μουτρωμένος, ὁ κυρ-Παντελῆς ζητεῖ ἀπὸ τὸν Ζῆκο λογαριασμὸ γιὰ τὰ πεπραγμένα τῆς ἡμέρας. Ἐκεῖ ὁ Ζῆκος ἀποκαλύπτει, ὅπως εἶχε κάνει καὶ στὴν Φιφίκα, πὼς ἔχει κλέψει ὅλους τοὺς πελάτες. Ἄλλος ἕνας τρόπος ἐξαναγκασμοῦ ἀναγνωρίσεώς του ἀπὸ τὰ θύματα –ὅπως ἀκριβῶς μὲ τὸ τσιγάρο τοῦ Κιτσάρα πρὸ ὀλίγου–, παρὰ τὰ ὅσα θὰ διετείνετο πὼς τὸ ἔκανε γιατὶ εἶχε ἀνάγκη· ἡ ἁρπαγή, ὡς ἐξαναγκασμὸς ἀναγνωρίσεως, εἶναι συστατικό του.

Ὁ Ζῆκος κατακρατεῖ καὶ χρεώνει ὅ,τι θέλει. Τὴν «ἀξία» τοῦ ἐμπορεύματος τὴν καθώριζε ἡ εἰκόνα ποὺ ἔδινε ὁ πελάτης καὶ ἡ κατάστασή του. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ θὰ ζητοῦσαν ἀκριβῆ λογαριασμὸ ἢ ἀκριβῶς τὰ ρέστα, ποὺ ἐτσιθελικῶς τοὺς τὰ κατεκράτησε, πάλι ὁ Ζῆκος θὰ ἕμενε μὲ τὴν χαρὰ τῆς νίκης, ἀσχέτως ἐὰν τοὺς ἔβριζε, ὅπως ὁ ζητιάνος ποὺ ποτὲ δὲν εἶναι εὐχαριστημένος μὲ αὐτὰ τοῦ δίνουν.

Στὸν κόσμο καὶ στὴν ζωὴ τοῦ Ζήκου, ὅπως καὶ τῶν πελατῶν του, ὑπομένουν τὴν ἰσχύ, ἕως καὶ τὴν κτηνώδη δύναμη τῶν δυνατῶν, τιμοῦν τὴν πονηριὰ ποὺ τὴν ὑπονομεύει· ψυχὴ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, ἡ αὐθαιρεσία.

Δύναμη ἔχει ὁ κάθε ἕνας ποὺ βρίσκεται ἐκτὸς ἐσοῦ καί, φαντασιακῶς ἢ πραγματικῶς, διαθέτει ἐξουσία. Καθῆκον: ὁ ἐξευμενισμός, ἡ φαινομενικὴ ὑποταγὴ καὶ ὁ προσποιητὸς σεβασμός, ἀπὸ τὴν μιά, ἡ ἐξαπάτησή τους, σὲ κάθε εὐκαιρία, πρὸς ἴδιον ὄφελος, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Κάθε ἐπιτυχὴς προσπάθεια ἐξαπατήσεως, μὲ σκοπὸ τὴν ἐκμετάλλευση, ἀναδεικνύει τὸν ἄτυχο «δυνατό» σὲ κορόιδο καὶ ἀξιοπεριφρόνητο κ’ ἐσένα σὲ ξύπνιο· ὁ κόσμος τοῦ Ζήκου ἀναγνωρίζει μόνον αὐτὲς τὶς δύο κατηγορίες, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ζῆκος μπορεῖ ἀνέτως νὰ εἶναι δουλικὸς καὶ ταὐτοχρόνως ἀπειλητικὸς καὶ ἀλαζών· ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου. Ὁ Ζῆκος εἶναι καταδικασμένος νὰ ἐπιτίθεται γιὰ ἀμύνεται· νὰ μισῆ γιὰ νὰ ἀγαπᾶ· ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου.

Τὶς ἀποκαλύψεις διακόπτει ἡ κυρα-Δέσποινα· ἀσθμαίνουσα κάνει μία ἄλλη ἀποκάλυψη, αὐτὴν τῆς κλοπῆς τῆς Λίτσας. Δρομαῖοι πρὸς τὸ σπίτι τοῦ ἐγκλήματος· πρῶτος ὁ Ζῆκος, ποὺ φωνάζει «Ἀστυνομία!», ἀλλὰ ὅταν βλέπη τὸν Κιτσάρα ὁρμᾶ μὲ ἀπειλές. Ὁ Κιτσάρας θὰ δώση τὴν μάχη ποὺ ἀξίζει τὸν κόπο· τὸν γρονθοκοπεῖ στὸ μάτι· ἀμέσως μετὰ θὰ κερδίση καὶ τὸν πόλεμο.

Ἅπαντες παρόντες, στὴν ἐσωτερικὴ αὐλὴ τοῦ κυρ-Μανώλη, ἔναντι ἀστυνομικοῦ. Ὁ Ζῆκος, θεωρῶντας, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, πὼς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, θέλει νὰ κινητοποιήση ὅλους, ὥστε ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὸ μαυρισμένο μάτι του· ψάχνει, δῆθεν, νὰ βρῆ ποιὸς τὸν κτύπησε. Ὁ ἀστυνομικός, πατρικά, θέτει προτεραιότητες: (πρῶτα νὰ δοῦμε τί θὰ γίνη τὰ παιδιά). Ἡ Λίτσα ἐξηγεῖ στὸν πατέρα της καὶ ὁ Ἀργύρης ζητεῖ, ἐπισήμως, ἀπὸ τὸν κυρ-Μανώλη τὴν κόρη του καὶ τὴν εὐχή του.

Στὸ σημεῖο αὐτό, θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη μιὰ ἀγωνία, ἐὰν οἱ παραδόσεις δὲν ὑπαγόρευαν μὲ σαφήνεια καθωρισμένους τρόπους συμπεριφορᾶς καὶ ἀντιδράσεως. Γιατί αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ φόβο καὶ ἄγχος εἶναι ὅτι ἡ ἐθιμοτυπία θὰ ἀμαυρωθῆ, ἡ κοινωνικὴ ἀπόσταση ποὺ αὐτὴ ἐπιβάλλει θὰ καταρρεύση καὶ θὰ ἀναδυθῆ ἡ προσωπικότης ἑκάστου –ταμποῦ–, διαλύοντας τὴν τυποποιημένη δημοσία ταὐτότητά του. Τότε, ἅπαντες θὰ αἰσθανθοῦν παγιδευμένοι σὲ μιὰ ἀμοιβαία ἀμηχανία, σὰν νὰ παρεισέφρησαν, ἄθελά τους, σὲ κάτι ποὺ δὲν ἔπρεπε, σὲ ἕναν ἀπαγορευμένο χῶρο–ταμπού, στὸν χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς· θὰ φανῆ τὸ ἀνύπαρκτον.

Ὅμως, γιὰ ὅλα ἔχει προβλέψει ἡ Παράδοσις. Ὁ κυρ-Μανώλης κοιτᾶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ποὺ ἀποδέχεται τὸ μοιραῖον, καὶ ἀπελευθερωμένος, πλέον, ἀπὸ ἕνα βάρος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση, δίνει πανηγυρικὰ καὶ θριαμβευτικὰ τὴν εὐχή του στὰ παιδιά του. Μὲ τὴν ἀπαγωγή, ἔστω καὶ ἀποτυχημένη, σώθηκαν ὅλα τὰ προσχήματα καὶ ἅπασαι αἱ ὑπολήψεις, ἄνευ θίγματος οὐδενός.

Ἡ ἀπαγωγή, καὶ δὴ ἡ ἐθιμοτυπική –λειτουργοῦσε, ἔτσι, ἀρκετὰ εὐρέως ἀκόμη καὶ τὸ 1963–, σὲ μία κοινωνία δεδομένων ρόλων καὶ συμπεριφορῶν, ἐτίθετο εἰς θέσιν μοιραίου γεγονότος καὶ ὡς ἀπὸ μηχανῆς θεός: καὶ τὰ πράγματα ὡδηγοῦσε στὴν λύση τους καὶ τὶς ὑπολήψεις ἄφηνε ἀκέραιες, ἀφοῦ γλύτωνε ἀπό τίς, ἄλλως, ἀναπόφευκτες συγκρούσεις, καὶ τὸ φιλότιμο ἔμενε ἀκέραιο, ἐφ’ ὅσον ἀπεφεύχθη ἡ ντροπή, ἡ δημοσία ἔκθεσις τῆς «ἀδυναμίας»· ὅλοι ἦσαν εὐχαριστημένοι, ὑποστηρίζοντες τὴν νέα κατάσταση, ὡς νὰ μὴν εἶχον ὑποστηρίξει, ἐξ ἴσου ἀσμένως, τὴν προηγουμένην ἅμα καὶ ἀντίθετόν της, συγχαίροντες ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους διὰ τὴν αἰσίαν ἔκβασιν τοῦ πράγματος καὶ τὴν μεγίστην ἐπιτυχίαν (ποίου ἄραγε; τῶν ἑαυτῶν ἢ τῆς μοίρας-προνοίας;).

Ἐσώζετο, ἔτσι, τὸ διπλοῦν τῆς ψυχῆς καὶ τῆς συνειδήσεως ἄνευ κραδασμῶν· ἄφηνες τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς σου, τῶν ἐπιλογῶν καὶ τῶν πράξεων σὲ κάτι ἄλλο, στὴν μοῖρα, στὸ μοιραῖο γεγονός, καὶ ἀπεκδύεσο πάσης εὐθύνης· ἔσωζες καὶ αὐτό, ποὺ ἀνομολογήτως, ἤθελες καὶ αὐτὸ ποὺ ὤφειλες νὰ εἶσαι· τὸ ζήτημα ἦταν νὰ σωθῆ ἡ ἀσυνέπεια, ἔτσι, ὡς ἔχει, μὲ συγχωροχάρτι καὶ ἐξιδανικευμένη. Τὸ Τυπικὸν θὰ ἐπαναληφθῆ ἀμέσως μετά, παρηλλαγμένο ὡς ἡ πανηγυρικὴ μεταστροφὴ ἑνὸς θριαμβευτικοῦ ὄχι σὲ μεγαλειῶδες ναί.

Ὁ Ζῆκος βιάζεται νὰ δώση τὴν κυριολεκτικὴ καὶ μεταφορικὴ μπουκάλα στὸ ἀφεντικό του· ἔρχεται, ὅμως, ἡ σειρά του. Ὁ Κιτσάρας, δράττοντας τὴν εὐκαιρία καὶ μὲ τὸν γνωστὸ πομπώδη τρόπο του, ζητεῖ σὲ γάμο τὴν Φιφίκα ἀπὸ τὸν πατέρα της. Ἐλατήριον: ὁ Ζῆκος ἐφορμᾶ γιὰ νὰ διεκδικήση. Ὁ Κιτσάρας τὸν ἀπαξιώνει.

Ὁ Ζῆκος βγάζει τὴν ποδιά του καὶ δηλώνει πὼς (θὰ σκοτωθοῦμε· βαστᾶτε Τοῦρκοι τ’ ἄλογα). Ὡς γνωστόν, ὅμως, τὰ πάντα κεῖνται σὲ ἐπίπεδο ρητορικῆς· οὐδεὶς ἀναλαμβάνει ἐν εὐθύνῃ ὁ,τιδήποτε καὶ τίποτε δὲν δεσμεύει στὴν δράση, τὰ λόγια εἶναι μόνον δηλώσεις προθέσεως καὶ οὐδὲν ἄλλον. Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμία πιθανότης γιὰ καμμία ἐκπλήρωση ὑποσχέσεως ἢ ἀπειλῆς –ὅλα εἶναι στὸ περίπου–, ἅπαντα εἶναι μία θεαματικὴ ἄσκηση στὸ κενό. Ὁ Ζῆκος εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἡττημένος, οἱ νίκες ποὺ κέρδιζε ἦσαν σὲ ψευτομάχες· στὸ κρίσιμο παιγνίδι δὲν κατεβαίνει νὰ παίξη. Πρέπει, ὅμως, καὶ αὐτός, νὰ σώση τὰ προσχήματα, τὸ ψωροφιλότιμό του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκβαση τῶν πραγμάτων· τὸ «θέλω» καὶ τὸ «δὲν θέλω»· το ὄχι καὶ τὸ ναί, ταὐτοχρόνως καὶ ὁμοῦ.

Ἐπαναλαμβάνει, λοιπόν, τὸ προηγούμενο τελετουργικὸ ἐπὶ τὸ γελοιωδέστερον. Ἐνῶ χυμᾶ ἀσυγκράτητος πρὸς τὸν Κιτσάρα, ποὺ τὸ διασκεδάζει ἀλλὰ εἶναι καὶ πανέτοιμος γιὰ μιὰ νέα κρίσιμη μάχη, παρακαλεῖ διακαῶς τὴν κυρα-Δέσποινα νὰ τὸν συγκρατῆ (μὴ μ’ ἀφήνης, μὴν ἀκοῦς αὐτὸν ποὺ λέει «ἄσ’ τονε», ἐσὺ κράτα μου κόντρα) –ξεφεύγει γιὰ λίγο καὶ τρομάζει (μὴ μ’ ἀφήνης κυρά μου, κράτα με, κόντρα, σκόρτσα!). Ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, καὶ ἐνῶ ὅλα ἔχουν τακτοποιηθῆ, ὁ Ζῆκος μπορεῖ ἀνέτως νὰ ἐκλογικεύση τὴν ἧττα του καὶ νὰ τὴν μετατρέψη σὲ νίκη (μαλώνεις ἔ; μαλώνεις;[ο Κιτσάρας ἀπαντᾶ ἀδιακόπως καταφατικὰ] Μάλωσε μονάχος σου· δὲν μαλώνω ’γώ.[καὶ γυρίζοντας πρὸς τοὺς ἄλλούς] Τοῦ τὴν ἔσκασα, ἔτσι; Τὸν ἐξευτέλισα. [καὶ πρὸς τὸν Κιτσάρα] Γιὰ νὰ ξέρης.]. Τὰ πάντα ἔχουν μετατραπῆ στὸ ἀντίθετό τους, μὲ μία μαγικὴ ἐθιμοτυπικὴ τελετουργία, καὶ ὅλοι ἔχουν δικαιωθῆ στὰ μάτια ὅλων, δηλαδὴ στὰ δικά τους, καὶ ἔχουν ἡσυχάσει συνειδησιακῶς, δηλαδὴ στὴν γνώμη τῶν ἄλλων· ἅπαντα διεσώθησαν τῆς φανερώσεώς των. Τὸ «μὴν-μὲ-κάνης-νὰ-ἐπιθυμῶ-νὰ-εἶμαι» ἀκεραιώθη.

Ὁ πρότερος βίος περιμένει ὅλους νὰ τὸν συνεχίσουν, ὡς νὰ μὴν συνέβη τίποτε. Ἡ Φιφίκα, ἄνευ ἐνδοιασμῶν πρὶν καὶ ἄνευ τύψεων μετά, παρόντος τοῦ Ζήκου, δέχεται μετ’ ἀσυγκρατήτου εὐτυχίας τὴν πρόταση τοῦ Κιτσάρα· ὁ Ζῆκος ξαναγυρίζει στὴν ἀνυπαρξία τοῦ μπακαλόγατου· μὲ τὸ ἅλμα του, ἔπεσε στὸ κενό. Ὅμως, δὲν εἶναι μόνος. Ἀχώριστο ζευγάρι μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ πιάνουν καὶ οἱ δύο τὴν μπουκάλα καὶ προχωροῦν πρὸς τὴν ἔξοδο. Μιὰ αἴσθηση παρομοία μὲ αὐτὴν τῆς ταινίας «Δεσποινὶς ἐτῶν τριάντα ἐννέα» ἔρχεται σὰν ρεῦμα νὰ διαπεράση καὶ αὐτὴν τὴν ταινία, μία αἴσθηση κρυφῆς λαχτάρας ν’ ἀποτύχουμε.

Ἀμφότεροι αἰσθάνονται καταπιεσμένοι καὶ προδομένοι –ὁ Ζῆκος μόλις λίγο πρὶν τὸ εἶχε πεῖ: (Αἱ γυναῖκες εἶναι ἄπισται· τὸ φιλοσόφησα τώρα)–, θυσιασμένοι καὶ συμβιβασμένοι.

Θὰ ἀποχωρήσουν προδομένοι καὶ μᾶλλον εὐχαριστημένοι –θριαμβεύουν ἐσωτερικῶς καὶ ὅταν νιώθουν ὑπεράριθμοι, δεδιωγμένοι, ἀπερριμμένοι καί, ἔτσι, δεδικαιωμένοι.

Στὰ τραυματικά τους γεγονότα θὰ ἐπιδώσουν θέσιν μοίρας –ἀνέτως μποροῦν νὰ αὐτοπαρουσιάζωνται ὡς δεδικαιωμένα θύματα καὶ ἠθικῶς νικηταὶ καί, κατὰ τὰ ἄλλα, νὰ συνεχίζουν νὰ ζοῦν κρυμμένοι καὶ δύσπιστοι. Ἀποδέχονται τὴν μοῖρά τους· γιὰ τὸν Ζῆκο καὶ τὸν κυρ-Παντελῆ, ἡ ἀποδοχὴ τῆς μοίρας εἶναι τὸ θεμέλιο καὶ ἡ συνταγὴ τῆς εὐδαιμονίας.

Ἡ μοῖρα ἔρχεται ὡς ὑποκατάσταστο τῆς γονεϊκῆς ἀρχῆς καὶ ἡ ἀτυχία βιώνεται ὡς ἀπόρριψη ἀπὸ αὐτούς. Ὅμως καὶ γιὰ τοὺς δύο ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μοῖρα, κοινή, αὐτὴ τῆς κοινῆς ἐργασίας καὶ τοῦ κοινοῦ βίου, κοινὴ καὶ στὴν αἰωνιότητα ἐκτεθειμένη.

Ἡ ταινία τελειώνει ὅπως ἄρχισε· στὸ ἀλληλοσπρώξιμο, μὲ τὴν φράση τοῦ Ζήκου, ἐλαφρῶς παρηλλαγμένη, πρὸς τὸν ἕτερον τοῦ ζεύγους, τὸν κυρ-Παντελῆ: (Μὴ μὲ σπρώχνης ἐμένα· ἐμένα νὰ μὲ πάρης μὲ τὸ καλό· ἐμένα νὰ μοῦ μιλᾶς μὲ τὸ καλό· νὰ μοῦ μιλᾶς μὲ τὸ καλό, νὰ μοῦ πάρης τὴν ψυχή μου). Ἐπιζητοῦν μία ἀλληλοαναγνώριση, μία ἀλληλοαποδοχή, ἕνα ἀλληλοκέρδισμα στὸ αἴσθημα.

Ὁ καημὸς τοῦ Ζήκου εἶναι ἡ ἀναγνώριση στὸ ἑλληνικοῦ τύπου ἐξωκόσμιο ἐμεῖς· ὁδηγούμενος πρὸς αὐτό τὸ ἄνω, ἀγγέλλει τὴν ἐπιθυμία του γιὰ κοινωνία-ἀναγνώριση, ὁδηγούμενος πρὸς τὰ κάτω, ἀγγέλλει τὸν πόνο του, τὴν ἐπίγνωση τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν εἰκόνα του ποὺ ἐνυπάρχει στὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου.

Ψυχὴ ἐξ ἀδιαιρέτου: πολὺς συνωστισμὸς στὸν χῶρο τοῦ ἀοράτου, πολλὴ σύγκρουση στὸν χῶρο τοῦ ὀρατοῦ· αἱ ψυχαί, ὅμως, εἶναι ἀδιαχώρισται εἰς τὴν κοινὴν καὶ εἰς τὴν ἐπέκεινα αἰωνιότητα, τὴν ἔτσι ἐκτεθειμένην ψυχὴν τοῦ ὅλου.

 

Πηγή

https://attikanea.info/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις