Κυριακή 28 Μαΐου 2017

29- ΜΑΪΟΥ - 1453 "Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ" ΠΟΙΗΣΗ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Πίνακας - Θεόφιλος Χατζημιχαήλ


«Στην Ιστορία, όπως και στη ζωή,

 καμιά λύπη, καμιά μεταμέλεια δε μπο­ρούν 


ν’ αναπληρώσουν

 την απώλεια μιας μοιραίας στιγμής όπως και χίλια χρόνια 


δεν μπορούν να εξαγοράσουν μιας ώρας απερισκεψία».


«Η ανθρωπότητα δε θα μπορέσει ποτέ να εκτιμήσει εις όλη του την έκτα­ση το κακό

 που μπήκε από την Κερκόπορτα...... 
εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη
 του Βυζαντίου"


Στέφαν Τσβάιχ 






















Της Αγιά Σοφιάς -Δημοτικό τραγούδι




Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα, κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και Παπάς, κάθε Παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Nα μπούνε στο Χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας.
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:


"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον' στείλτε λόγο στη Φραγκιά να 'ρθουνε τρία καράβια,
τό 'να να πάρει το Σταυρό, και τ' άλλο το Ευαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".


H Δέσποινα εταράχτηκε, και δάκρυσαν οι εικόνες.
-Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι.





Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

Κωνσταντίνος Καρυωτάκης -  Μαρμαρωμένε Βασιλιά

Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια,
το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα,
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλκινά του στήθια,
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κι έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα,
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κι εσφάλισε - οϊμένανε! - για πάντ' αυτό το στόμα,
που κάθε πίκρα ρούφαγε κι έχυν' ελπίδες μόνο,

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός, μιας Λευτεριάς χαμένης,
ο ασημένιος ήλιος. Ω, δοξασμένη μέρα!


Ζωγραφική που χρονολογείται από το 1499.
Γεώργιος Βιζυηνός  - Ο τελευταίος Παλαιολόγος 

- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
σαν παραμύθι τάχα;

- Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
σαν νάταν χθες μονάχα.
- Απέθανε, γιαγιά;

- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
- Και τώρα πια δεν ημπορεί
γιαγιάκα να ξυπνήση;
- Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
σηκώνει το κεφάλι,
και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
πόχει ο Θεός ορίσει.

- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Οταν τρανέψης, γιόκα μου,
να αρματωθείς, και κάμης,
τον όρκο στην Ελευθεριά,
συ κι όλη η νεολαία,
θα σώσετε την χώρα.

Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
πίσω στην κόκκινη μηλιά,
και πίσω από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση!















Ανακάλημα Κωνσταντινουπόλεως
 Ε. Κριαράς (έκδ.), 
Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31.

"Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" 
"Έρκομαι ακ τ' ανάθεμα κ' εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν













Θεόφιλος - Ο Παλαιολόγος μπροστά στα τείχη της Πόλης

Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
W. Wagner (έκδ.), 
Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149.










Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα, 
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν. 
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·
 [. . .] 
να πάτε όλοι κατ' εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων, 
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε.
 [. . .] 
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού 'χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης


















Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αι. 
της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους

 Ντίνος Χριστιανόπουλος "Η απάντηση του Πατριάρχη"




Το 1955, μετά τα σεπτεμβριανά, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μήπως ήταν καιρός να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» είπε ο Πατριάρχης. «Μα έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο Πατριάρχης.
 «Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί».

Χρόνια με απασχολεί αυτή η απάντηση του Πατριάρχη. Τι συγκινητικό, η ορθοδοξία κι ο ελληνισμός επιβιώνουν με τα εκατομμύρια των πεθαμένων τους. Αυτό το νιώθω και στον εαυτό μου. 
Τώρα που πια ξεράθηκα ερωτικά, οι δώδεκα αλησμόνητοι έρωτές μου όχι μόνο μου φαίνονται πολλοί, αλλά τους νιώθω μέσα μου να υπάρχουν ολοζώντανοι. 
Τόσο, που εξαιτίας τους κρατιέμαι ολοζώντανος κι εγώ. 




Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στις επάλξεις, ξημέρωμα 29ης Μαΐου 1453",
αριστερός πίνακας της τριλογίας "Κων. Παλαιολόγος,
ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας"
του ζωγράφου Ιωάννη Νίκου, 

 III
Τώρα    καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγο-
ρα    οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατα-
κόκκινες απ' τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κά-
θε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι' άλλων καιρών    πιο μακρινών    το εικόνισμα

Κόρες παρθένες    φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο    τα κλωνάρια

Του 'φερναν    Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε    στη μεγάλη κα-
ταβόθρα να καταποντίζονται    πλώρες μαύρων καραβιών    τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα    όθε    με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεο-
μήτορες επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα    σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα    θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του    άσπαστη    κειτάμενος
                                                                      

Αυτός
                                                        ο τελευταίος Έλληνας!


ΥΓ  κρατήθηκε η ορθογραφία 
 του αρχικού κειμένου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις