Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Ο Λεβιάθαν του χρήματος «καίει» την ανάπτυξη

 


Μπάμπης Μιχάλης

Πόσο τραπεζικό σύστημα αντέχει ο κόσμος μας; Μελέτες με απροσδόκητη προέλευση, όπως οι ερευνητές του ΔΝΤ,

καταδεικνύουν ότι η υπερανάπτυξή του αφαιρεί ανάπτυξη από τις κοινωνίες και πλούτο από τις πραγματικές οικονομίες, οδηγεί σε συχνότερες κρίσεις, ενισχύει τις ανισότητες, κλονίζει τη δημοκρατία και την πίστη των πολιτών στο κράτος δικαίου.

Αρκετός κόσμος έχει την ψευδαίσθηση ότι οι τράπεζες -και στο σύνολό του ο χρηματοπιστωτικός τομέας - αποτελούν τη «χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά». Πιστεύει ότι η συνεχής επέκτασή του σημαίνει επενδύσεις, δουλειές, πρόσθετα φορολογικά έσοδα, ευημερία για μια χώρα και τους κατοίκους της. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας δημιουργεί πλούτο, βοηθά μια οικονομία να αναπτυχθεί και είναι ωφέλιμος για το σύνολο της κοινωνίας μέχρις ενός σημείου επέκτασής του. Η υπερβολική μεγέθυνσή του πέρα από αυτό το σημείο αποτελεί κατάρα. Οχι μόνο δεν φέρνει ευημερία, αλλά αντίθετα μπορεί να καταστήσει μια χώρα φτωχότερη. Η Βρετανία εξ αιτίας της υπερτροφίας του χρηματοπιστωτικού της τομέα, έχασε μέσα σε μια 20ετία δυνητική οικονομική ανάπτυξη 4,5 τρισεκατομμυρίων λιρών, ενώ οι ΗΠΑ 13 - 23 τρισ. δολάρια.

Οι ζημιές που προκαλεί η υπερβολική επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα δεν περιορίζονται σε όρους οικονομικής ανάπτυξης. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποτελεί βασική πηγή αστάθειας και οδηγεί σε συχνές οικονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν τεράστιο κόστος για την κοινωνία και ειδικά για τα λιγότερο προνομιούχα τμήματα αυτής.

Το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του έχει πλέον σκοπό την κερδοσκοπία και όχι την εξυπηρέτηση της πραγματικής οικονομίας και του κοινωνικού συνόλου. Εστιάζει στην απόσπαση πλούτου από την οικονομία παρά στη δημιουργία πλούτου. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας παρασιτεί σε βάρος άλλων οικονομικών τομέων, στρεβλώνει και διαφθείρει τις αγορές, καθιστώντας αρκετές φορές απρόσιτες τις τιμές βασικών αγαθών, κάνει τις επιχειρήσεις πιο εύθραυστες και λιγότερο ανθεκτικές σε κραδασμούς, ενώ ουκ ολίγες φορές αλλοιώνει, παρακάμπτει ή και παραβιάζει την κείμενη νομοθεσία, ενισχύοντας τη φοροδιαφυγή, το ξέπλυμα χρήματος, το οργανωμένο έγκλημα.

Ο σημερινός υπερμεγέθης χρηματοπιστωτικός τομέας ενισχύει τις ανισότητες, υπονομεύει τη δημοκρατία, την πίστη των πολιτών στο κράτος δικαίου. Είναι μια σκούπα που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η σμίκρυνσή του και οριοθέτηση των δραστηριοτήτων του αποτελεί μονόδρομο για το μέλλον της ανθρωπότητας.

1. Σκιώδης τραπεζικός τομέας

Το τμήμα αυτό του χρηματοπιστωτικού τομέα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων hedge funds, εταιρείες επενδυτικής τραπεζικής, private equity, money market funds. Ο μηδαμινός έλεγχος και η ανύπαρκτη ρύθμιση της λειτουργίας αυτών των εταιρειών συνετέλεσε στη σταδιακή άντληση δραστηριοτήτων από τον επίσημο τραπεζικό τομέα. Εχοντας ελάχιστη εποπτεία από τις κυβερνήσεις οι σκιώδεις τράπεζες μπορούν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερο επενδυτικό ρίσκο στο κυνήγι των αποδόσεων από αυτό που μπορούν οι τράπεζες με αποτέλεσμα να έχουν πλέον τον βασικό ρόλο στη διαχείριση και τις συναλλαγές των κινητών περιουσιακών στοιχείων.

Οι τρεις μεγαλύτεροι όμιλοι του σκιώδους τραπεζικού τομέα (BlackRock, Vanguard, State Street Global Advisor) διαχειρίζονται σήμερα περιουσιακά στοιχεία ύψους περίπου όσο το μισό παγκόσμιο ΑΕΠ. Είναι μέτοχοι του 80% των εισηγμένων εταιρειών. Στην Ευρώπη το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων που διαχειρίζονται προσέγγιζε το 2019 το 55% του συνόλου (έναντι 20% το 2002). Χωρίς άμεση σύνδεση με τις κεντρικές τράπεζες (και αυτόματη στήριξη από αυτές σε περιόδους κρίσεων) και με λιγότερο αυστηρά μαξιλάρια ασφαλείας σε σχέση με τις επίσημες τράπεζες τα ιδρύματα του σκιώδους χρηματοπιστωτικού τομέα έχουν αναδειχθεί σε χρυσοτόκους όρνιθες. Από την άλλη πλευρά όμως συνιστούν και ωρολογιακή βόμβα για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης.

Ο συστηματικός κίνδυνος που η δράση τους εμπεριέχει αναδύθηκε σε όλο του το μέγεθος με την πανδημία του κορονοϊού και τη χρηματιστηριακή βουτιά τον Μάρτιο του 2020 που επανέφερε τις κεντρικές τράπεζες ξανά στον ρόλο το πιστωτή της ύστατης καταφυγής. Κάποιοι ακαδημαϊκοί έχουν υποστηρίξει ότι τα εκτεταμένα λοκντάουν και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας είχε στόχο την αποφυγή υπερπληθωρισμού από τα τρισεκατομμύρια ρευστότητας με τα οποία τάισαν οι κεντρικές τράπεζες τα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα παρά τον φόβο επέκτασης της πανδημίας του κορονοϊού.

2. Πλημμυρίδα παραγώγων 32 τρισ. ευρώ

Τα στοιχεία της ΕΚΤ αποκαλύπτουν ότι από τον συνολικό όγκο των παραγώγων συμβολαίων που συναλλάσσονται σήμερα στην ευρωζώνη μόλις στο 3% εμπλέκονται εταιρείες που δεν ανήκουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα, ενώ ακόμη ένα 2,2% αφορά άλλους «παίκτες», όπως οι κυβερνήσεις ή οι κεντρικές τράπεζες. Οι συναλλαγές, όσον αφορά τα υπόλοιπα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, πραγματοποιούνται από εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Στα τέλη του 2020 μόνο οι θέσεις της Deutsche Bank σε αυτά άγγιζε το απίστευτο ποσόν των... 32 τρισ. ευρώ. Ποσόν σχεδόν 10 φορές (ή 1.000%) το γερμανικό ΑΕΠ. Την ίδια χρονιά οι συνολικές χορηγήσεις δανείων της Deutsche Bank ήταν μόλις στα 431 δισ. ευρώ. Εξ αυτών μόνο τα 100 δισ. ευρώ αφορούσαν πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, ποσόν περίπου ίσο με το 3% του γερμανικού ΑΕΠ. Τόσο ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών παραγώγων όσο και η ποικιλία των παραγώγων που κυκλοφορούν είναι τεράστια. Στη Γερμανία μόνο, κυκλοφορούσαν στο α' τρίμηνο του 2021 περισσότερα από 1,5 εκατομμύριο διαφορετικά παράγωγα. Στο ίδιο διάστημα ένα γερμανικό σούπερ μάρκετ διέθετε στους πελάτες του μόνο 25.000 διαφορετικά προϊόντα!

3. Οι ατιμώρητοι αυτουργοί της κρίσης του 2008

Η υπερβολική επέκταση των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα στα παράγωγα και άλλες επενδύσεις ρίσκου αποτέλεσε μόνιμο παράγοντα αστάθειας οδηγώντας σε κρίσεις. Η τελευταία ήταν το παγκόσμιο κραχ του 2008. Είχε προηγηθεί η επιθετική χορήγηση στεγαστικών δανείων και η ανάπτυξη διασφαλισμένων σε αυτά χρηματοπιστωτικών παραγώγων προϊόντων για την αντιστάθμιση -υποτίθεται- του κινδύνου.

Τα προϊόντα αυτά απέφεραν τεράστια κέρδη στις τράπεζες και τα υπόλοιπα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το οικοδόμημα όμως -βασισμένο στην υπερμόχλευση και χωρίς σοβαρές ασφαλιστικές δικλίδες- κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος οδηγώντας στην πτώχευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τη μεγαλύτερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930. Το κραχ υποχρέωσε τις κυβερνήσεις στη διάσωση των «πολύ μεγάλων για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν» τραπεζών. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε τότε ήταν ότι τα σωσίβια αυτά ήταν αναγκαία επειδή αν οι τραπεζικοί κολοσσοί που σώθηκαν αφήνονταν στην τύχη τους, τότε θα υπήρχαν βαθιές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία κοστίζοντας ακόμη περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που χάθηκαν. Τον λογαριασμό τον πλήρωσαν έτσι όλοι οι πολίτες, ενώ η τελική ζημιά αποδείχτηκε πολύ μεγαλύτερη από τα κέρδη που είχε καρπωθεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας νωρίτερα.

Αν και η κρίση ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν επίσης εκτεταμένα ανοίγματα στα παράγωγα και άλλες επενδύσεις υψηλού ρίσκου συνέβαλαν και αυτές στην κρίση.

Οι αποφάσεις για τη διάσωσή τους στερούνταν διαφάνειας και πάρθηκαν τις περισσότερες φορές χωρίς τη συμμετοχή των Κοινοβουλίων. Οι τράπεζες της Ε.Ε. έλαβαν κρατική βοήθεια συνολικού ύψους 1,6 τρισ. ευρώ. Το ποσόν αυτό ήταν μόλις ένα μέρος του συνολικού κόστους της κρίσης, η οποία από βαθιά ύφεση εξελίχθηκε στη συνέχεια σε κρίση χρέους για την Ευρώπη και σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής στασιμότητας, με μεγάλη απώλεια δυνητικής ανάπτυξης και υψηλή ανεργίας. Συνολικά, το παγκόσμιο κόστος της κρίσης αποτιμήθηκε αργότερα από τέως επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας της Αγγλίας Αντριου Χαλντέιν μεταξύ 60 και 200 τρισ. δολαρίων.

Οι τράπεζες δεν τιμωρήθηκαν ποτέ για την άπληστη συμπεριφορά τους, δεν πλήρωσαν ποτέ για την αλόγιστη υπερμόχλευση και τα ακραία ρίσκα των στοιχημάτων τους.

Επιβραβεύτηκαν, αντίθετα, με την κοινωνικοποίηση των ζημιών τους. Γνωρίζοντας δε ότι και στο μέλλον οι κυβερνήσεις θα τρέξουν ξανά να τις σώσουν (λόγω του συστημικού κινδύνου που ενέχει το μέγεθός τους), συνέχισαν να ρισκάρουν στο κυνήγι της βέλτιστης απόδοσης. Αποτέλεσμα ήταν τα τραπεζικά σωσίβια και η κοινωνικοποίηση των ζημιών να συνεχιστούν και στη δεκαετία που πέρασε. Η ιταλική Monte dei Paschi di Siena και η γερμανική Nord LB διασώθηκαν έτσι το 2017 και το 2019, ξανά χάρη στα χρήματα φορολογούμενων πολιτών. Ο εκβιασμός αυτός συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό έως σήμερα και ενδεχομένως να είναι ακόμη πιο σοβαρός, καθώς ένα μεγάλο μέρος των υψηλού ρίσκου στοιχημάτων του τομέα έχει περάσει πλέον από τις τράπεζες στον σκιώδη τραπεζικό τομέα.

4. Private equity ή πώς να ξεγυμνώσετε μια επιχείρηση

Από τις πιο χαρακτηριστικές οντότητες του σκιώδους τραπεζικού τομέα που επιδίδονται στην εξαγωγή πλούτου αντί δημιουργίας είναι αναμφίβολα οι εταιρείες ιδιωτικών συμμετοχών (private equity). Ενα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους εστιάζει στην αγορά επιχειρήσεων, την αναδιάρθρωσή τους σε μια περίοδο συνήθως 5-7 ετών και στη μεταπώλησή τους έναντι κέρδους. Στην πορεία αναδιάρθρωσης οι εταιρείες private equity χρησιμοποιούν μια σειρά από χρηματοοικονομικά εργαλεία προκειμένου να εξάγουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο όφελος από τις επιχειρήσεις που αγοράζουν. Πραγματοποιούν συνήθως την εξαγορά με τεράστιο δανεισμό. Στη συνέχεια μεταφέρουν το χρέος αυτό στην εταιρεία που αγόρασαν. Αρκετές φορές το χρέος ξεπερνά την παραγωγική ικανότητα της εταιρείας απειλώντας ακόμη και τη βιωσιμότητά τους. Tο χρέος μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω από τους υψηλούς τόκους του ενδοομιλικού δανεισμού.

Οι εισπράξεις αυτού πληρώνονται κατευθείαν στους ιδιοκτήτες των private equity και τους μετόχους αντί να επενδύονται στην εταιρεία που αγοράστηκε για να τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα υψηλότερα επίπεδα χρέους. Η αναδιάρθρωση της επιχείρησης σημαίνει επί της ουσίας απογύμνωσή της, απεμπόληση των λιγότερο κερδοφόρων δραστηριοτήτων της, ξεπούλημα εγκαταστάσεων και παγίων, μαζικές απολύσεις. Απώτερος στόχος η άνοδος της χρηματιστηριακής αξίας και του τιμήματος επαναπώλησής της. Για τις υπηρεσίες αυτές οι εταιρείες private equity αμείβονται αδρά, με ετήσιες προμήθειες που αγγίζουν συνήθως με το 6%-7% της αξίας της υποκείμενης επένδυσης, καθιστώντας τόσο τους εξωτερικούς επενδυτές όσο και τις εταιρείες-στόχους υπεύθυνους για την πληρωμή τους. Πληρώνουν συνήθως ελάχιστους ή και καθόλου φόρους καθώς ουκ ολίγες φορές έχουν παραρτήματα σε φορολογικούς παραδείσους.

5. Πουλώντας «σαπάκια» και επικίνδυνα προϊόντα σε ανυποψίαστους

Μία ακόμη μορφή απόσπασης πλούτου από τον χρηματοπιστωτικό τομέα αποτελεί η πώληση ακατάλληλων, υπερτιμημένων, υπερβολικά σύνθετων ή και επικίνδυνων χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε επιχειρήσεις ή ιδιώτες που αρκετές φορές φέρνουν ζημιές ή και χρεοκοπίες. Τα ομόλογα που είχαν δομηθεί στα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου (subprime) στις ΗΠΑ και πυροδότησαν το κραχ του 2008 αποτελούν δείγμα αυτών των προϊόντων. Η έκδοση και κυκλοφορία τέτοιου είδους χρηματοπιστωτικών προϊόντων συνεχίστηκε και μετά την κρίση. Διόλου τυχαία η Deutsche Bank πλήρωσε πρόσφατα 10 εκατ. ευρώ προκειμένου να διευθετήσει υπόθεση πώλησης σύνθετων παραγώγων συναλλάγματος στην ισπανική εταιρεία κρασιών JGC. Τα παράγωγα που υποτίθεται ότι θα προστάτευαν την ισπανική εταιρεία από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποδείχθηκαν «σαπάκια» προκαλώντας της τεράστιες ζημιές. Σε βάρος τής Deutsche Bank εκκρεμεί ακόμη μια αγωγή για αποζημίωση 500 εκατ. ευρώ σε μια άλλη ισπανική εταιρεία ξενοδοχείων Palladium, επίσης για πώληση επικίνδυνων και ακατάλληλων παραγώγων. Ανάλογες υποθέσεις βαρύνουν και άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Θύματα δε δεν είναι μόνο επιχειρήσεις αλλά και φυσικά πρόσωπα. Παλαιότερη μελέτη είχε διαπιστώσει ότι μεταξύ 2001 και 2010 τα παραπλανητικά επενδυτικά προϊόντα του τομέα κόστισαν στους Γερμανούς καταναλωτές πάνω από 160 δισ. ευρώ.

6. Μηχανισμός μεγέθυνσης της ανισότητας

Η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η επέκταση της χρηματιστικοποίησης μεγεθύνει και την οικονομική ανισότητα. Οι πλούσιοι έχουν πάντα καλύτερη οικονομική πληροφόρηση, τους παρέχονται καλύτερα επενδυτικά προϊόντα και απολαμβάνουν υψηλότερες αποδόσεις. Σύμφωνα με τον Γάλλο οικονομολόγο Τομά Πικετί, η μέση ετήσια απόδοση του μεγάλου πλούτου είναι πάνω από 7%, ενώ η αντίστοιχη των μικρότερων περιουσιών μόνο 3%. Επίσης σε περιόδους κρίσεων τα κρατικά σωσίβια τραπεζών και άλλων εταιρειών ωφελούν κυρίως τους πλούσιους που είναι ιδιοκτήτες ή μέτοχοι.

Αντίθετα, τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας έχουν μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση σε σχέση με τα εισοδήματά τους και πληρώνουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο για τις διασώσεις. Υποφέρουν επίσης περισσότερο από τις περικοπές των δημοσίων δαπανών και τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται μετά τις κρίσεις. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας όμως τροφοδοτεί την ανισότητα και μέσω των μισθών. Οι εργαζόμενοί του στην ευρωζώνη είχαν το 2018 τις υψηλότερες απολαβές απ’ όλους τους άλλους κλάδους. Η Deutsche Bank είχε τον μεγαλύτερο αριθμό υψηλά αμειβομένων στον τραπεζικό τομέα. Το 2020, 684 υπάλληλοί της κέρδιζαν πάνω από 1 εκατ ευρώ έκαστος. Η γερμανική τράπεζα έδινε μάλιστα μπόνους σε αυτούς και σε χρονιές που κατέγραφε ζημιές.

7. Τα κέρδη γίνονται μερίσματα και επαναγορές μετοχών

Οι εισηγμένες στα χρηματιστήρια επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα κέρδη τους για τη χρηματοδότηση νέων επενδύσεων, την πληρωμή των μετόχων τους μέσω διανομής μερισμάτων ή επαναγοράς μετοχών, την ενίσχυση του αποθεματικού τους ή τη βελτίωση των αμοιβών των εργαζομένων τους. Στην εποχή της χρηματιστικοποίησης, η πίεση για διανομή όλο και μεγαλύτερου μέρους των κερδών τους στους μετόχους με μερίσματα και επαναγορά μετοχών έχει αυξηθεί ωστόσο κατακόρυφα. Αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο πλέον είναι η μεγιστοποίηση της τιμής της μετοχής και της χρηματιστηριακής αξίας μιας εταιρείας παρά η αύξηση των πωλήσεών της.

Πρόσφατη μελέτη των Oxfam France, Oxfam Germany και Finanzwede διαπίστωσε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι μια στις 4 εταιρείες που συμμετέχουν στη διαμόρφωση του γαλλικού χρηματιστηριακού δείκτη μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης CAC 40 κατέβαλαν μεταξύ 2009 -2018 περισσότερα σε μερίσματα απ’ ό,τι ήταν τα κέρδη τους. Ακόμη, μεταξύ 2009 και 2020 οι εταιρείες που οι τίτλοι τους διαμορφώνουν τον αντίστοιχο γερμανικό χρηματιστηριακό δείκτη DAX αύξησαν τις πληρωμές μερισμάτων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αυξήθηκαν τα κέρδη τους σε αυτό το διάστημα.

8. Πώς να παρακάμψετε ή να αλλάξετε τους νόμους

Διαθέτοντας άφθονα κεφάλαια για τη στρατολόγηση των κατάλληλων ανθρώπων ο χρηματοπιστωτικός τομέας επηρεάζει εδώ και δεκαετίες τη διαμόρφωση της νομοθεσίας που τον αφορά σε όλα σχεδόν τα επίπεδα. Πολύ συχνά τα στελέχη του περνούν μέσω της «περιστρεφόμενης πόρτας» σε καίριες για τα συμφέροντά τους κυβερνητικές θέσεις όπως η ηγεσία των οικονομικών υπουργείων και των κεντρικών τραπεζών. Οταν η θητεία τους εκεί τελειώνει επιστρέφουν ξανά στον κλάδο τους. Γύρω από τις εταιρείες του τομέα αναπτύσσονται υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, των οποίων η λειτουργία είναι να συντονίζουν τη συναίνεση εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Οι βασικές στρατηγικές αποφάσεις αυτών επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τους κολοσσούς του κλάδου. Πανίσχυρες εταιρείες συμβουλών -τις οποίες αυτοί στρατολογούν- συμβουλεύουν τόσο τις κυβερνήσεις στη διαμόρφωση των νόμων όσο και τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού για πώς να παραβιάζουν τους ίδιους νόμους και κανόνες. Μεγάλα τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να εφευρίσκουν τρόπους παράκαμψης των νόμων και των κανόνων.

9. Συγχωνεύσεις και εξαγορές για χτίσιμο μονοπωλιακής δύναμης

Μία από τις πλέον κερδοφόρες δραστηριότητες της επενδυτικής τραπεζικής αποτελούν οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές. Οι συμφωνίες αποφέρουν τεράστια κέρδη για τις τράπεζες και τις άλλες εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα που εμπλέκονται σε αυτές ως σύμβουλοι και ανάδοχοι. Εχουν συνήθως στόχο τους τη δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρήσεων, διαδικασία η οποία σχεδόν πάντα οδηγεί σε συγκέντρωση ισχύος στην αγορά και ουκ ολίγες φορές στη δημιουργία μονοπωλίων. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα αυτού του είδους οι συγχωνεύσεις οδήγησαν στη δημιουργία των «πολύ μεγάλων για να αφεθούν να πτωχεύσουν» τραπεζών, οι οποίες σε περιόδους κρίσεων χρησιμοποιούν την τεράστια ισχύ τους κρατώντας ολόκληρες οικονομίες όμηρο.

10. Φοροδιαφυγή και ξέπλυμα χρήματος

Οι αποκαλύψεις των Luxleaks, Paradise, Panama, Pandora Papers και πρόσφατα των Suisse Secrets έδειξαν ότι όλες σχεδόν οι μεγάλες τράπεζες της Ευρώπης -και συνολικά της υφηλίου -είναι μπλεγμένες στη μεταφορά αμφιβόλου προέλευσης κεφαλαίων σε χώρες φορολογικούς παραδείσους. Κορυφαία χρηματοπιστωτικά κέντρα της υφηλίου, όπως το City του Λονδίνου, αποτελούν δε κομβικά σημεία αυτής της διαδικασίας. Η «μηχανή» αυτή έχει αποτέλεσμα πάνω από το 40% των κερδών των πολυεθνικών να μη φορολογείται κανονικά, στερώντας από τις κυβερνήσεις σημαντικά έσοδα. Οι τράπεζες της ευρωζώνης δεν περιορίζουν τις άνομες δραστηριότητες μόνο στη φοροαποφυγή. Χάρη στις σαθρές πολιτικές ελέγχου που εφαρμόζουν, κάθε χρόνο ξεπλένονται μέσω αυτών δισεκατομμύρια μαύρου χρήματος που έχει προέλευση διαφθορά ή εγκληματική δραστηριότητα. Η Γερμανία μόνο ξεπλένει κάθε χρόνο περί τα 100 δισ. ευρώ.

11. Δημοκρατία: Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις τρέφουν την Ακροδεξιά

Οι επιπτώσεις της υπερμεγέθυνσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν είναι μόνο οικονομικές. Η ανασφάλεια των ανθρώπων σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων πολώνει την ψήφο τους και ωφελεί την Ακρα Δεξιά. Μελέτη των κρίσεων που ξέσπασαν στα τελευταία 140 χρόνια διαπίστωσε ότι τα κόμματα της Ακρας Δεξιάς αυξάνουν το μερίδιό τους σε ψήφους κατά 30% μετά τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Αν μη τι άλλο θέλουμε να μειώσουμε τουλάχιστον τον κίνδυνο για τη δημοκρατία η συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα προβάλλει επιτακτική.

Ευρωζώνη Μόλις 29% των κεφαλαίων των τραπεζών της πάνε σε δάνεια

Βασική δουλειά των τραπεζών, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, είναι η παροχή πιστώσεων σε επιχειρήσεις, νοικοκυριά και η χρηματοδότηση των επενδύσεων. Οι τράπεζες της ευρωζώνης διαθέτουν όμως αυξανόμενα όλο και μικρότερο μέρος των ισολογισμών τους προς αυτήν την κατεύθυνση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το μερίδιο στους ισολογισμούς τους πέρυσι που αφορούσε πιστώσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα αντιστοιχούσε μόλις στο 29,9% του συνόλου (από 33,5% το 2000).

Το υπόλοιπο 70,1% αφορούσε δραστηριότητες εντός του ίδιου του χρηματοπιστωτικού τομέα σε συναλλαγές και προϊόντα που είχαν σκοπό περισσότερο την εξαγωγή κέρδους από τα υπόλοιπα τμήματα της οικονομίας παρά τη δημιουργία πλούτου σε αυτήν. Η στροφή αυτή δεν είναι άμοιρη της υπερμεγέθυνσης που κατέγραψε παγκοσμίως ο τομέας μετά το τέλος του συστήματος Μπρέτον Γουντς στη δεκαετία του 1970, της απελευθέρωσης των κεφαλαιακών ροών και της απορρύθμισης. Στα τελευταία 20 χρόνια, ο χρηματοπιστωτικός τομέας της ευρωζώνης -αποτιμούμενος σε όρους των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων που κατέχει- διπλασίασε το μέγεθός του σε σχέση με το προϊόν που παρήγε η οικονομία. Η μεγέθυνση αυτή ενίσχυσε τον ρόλο του τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Οδήγησε όμως παράλληλα και σε ακόμη μεγαλύτερη αποσύνδεσή του από την πραγματική οικονομία.

Ενα μεγάλο μερίδιο των δραστηριοτήτων του αποσκοπούν στην αυτοεξυπηρέτησή του. Αυτές περιλαμβάνουν ένα πυρήνα δυνητικά χρήσιμων δραστηριοτήτων όπως για παράδειγμα η χρήση παραγωγών για την αντιστάθμιση του κινδύνου. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος αυτών, στενά συνδεδεμένο με τα χρηματοοικονομικά εργαλεία, δεν προσφέρει κανένα όφελος στην κοινωνία. Εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην κερδοσκοπία, την απόσπαση πλούτου και λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την οικονομία.

Από το βέλτιστο μέγεθος στις κοινωνικά άχρηστες εργασίες

Τον Ιούνιο του 2012 οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ Jean-Louis Arcand, Enrico Berkes και Ugo Panizza έδειξαν στην εργασία τους «Too much finance?» ότι η υπερβολική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα βλάπτει σοβαρά την οικονομία. Στην αρχή, όταν δεν υπάρχει καθόλου χρηματοπιστωτικός τομέας, τονίζουν, αυτό που μπορεί να συμβεί στο οικονομικό γίγνεσθαι είναι κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια αγροτική οικονομία επιβίωσης. Στη συνέχεια, όμως, καθώς αναπτύσσονται οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ενισχύεται ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της οικονομίας. Οι αποταμιεύσεις διοχετεύονται σε παραγωγικές επενδύσεις και άλλες χρήσιμες δραστηριότητες ενισχύοντας τη δημιουργία πλούτου. Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα μπορεί να φτάσει σε ένα «βέλτιστο μέγεθος» παροχής χρήσιμων υπηρεσιών για την οικονομία.

Αν μεγαλώσει όμως πέρα από αυτό το βέλτιστο επίπεδο, αν ξεπεράσει το σημείο καμπής, που είναι ελαφρά διαφορετικό για κάθε χώρα (βλέπε ροζ σκίαση στο γράφημα) αρχίζει να προκαλεί ζημιά. Οι κερδοσκοπικές τεχνικές απόσπασης πλούτου από άλλα μέρη της οικονομίας αρχίζουν να κυριαρχούν έναντι των παραδοσιακών χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν τη δημιουργία πλούτου. Ταλαντούχα μέλη της κοινωνίας αποσύρονται από τις παραγωγικές δραστηριότητες και περνούν σε «κοινωνικά άχρηστες» και επιζήμιες εργασίες που έχουν στόχο την εξόρυξη πλούτου αντί της δημιουργίας. Η μελέτη εκτιμά ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας ξεπερνά το εν λόγω «βέλτιστο επίπεδο» ανάπτυξής του, όταν η ιδιωτική πίστωση προσεγγίσει περίπου το 100% μιας οικονομίας. Το επίπεδο αυτό έχουν περάσει -ήδη από τη δεκαετία του 1980- οι χρηματοπιστωτικοί τομείς των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Πληθώρα μελετών και αναλύσεων που ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και οικονομολόγων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, του ΟΟΣΑ και άλλων οικονομολόγων του ΔΝΤ, κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα.

Η κερδοσκοπία κόστισε στις ΗΠΑ 22,7 τρισ. δολάρια σε 23 χρόνια!

To τρέχον χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ έχει εξελιχθεί έπειτα από δεκαετίες απορρύθμισης σε ένα εξαιρετικά κερδοσκοπικό σύστημα με τεράστιο κόστος για την οικονομία, τα νοικοκυριά, τους φορολογούμενους και τις επιχειρήσεις. Η ανάλυση που δημοσίευσαν πριν από περίπου 5 χρόνια οι οικονομολόγοι Gerald Epstein και Juan Antonio Montecino αποτίμησε ότι το επιπλέον κόστος με το οποίο φόρτωσαν οι αμφιλεγόμενες δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα την αμερικανική οικονομία και κοινωνία μεταξύ 1990 και 2013 ανέρχεται ώς και τα 22,7 τρισεκατομμύρια δολάρια, ποσόν λίγο μεγαλύτερο από το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2018.

Στην ανάλυσή τους οι δύο οικονομολόγοι έλαβαν υπόψη τους τρία στοιχεία: (1) προσόδους ή υπερβάλλοντα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα, (2) το κόστος λανθασμένης κατανομής ή το τίμημα της εκτροπής πόρων μακριά από μη χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και (3) το κόστος της κρίσης του 2008.

  1. Μέσω ποικίλων μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένων πρακτικών που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό, εμπορίας υπερβολικά περίπλοκων και επικίνδυνων προϊόντων, κρατικών επιδοτήσεων, όπως οι χρηματοοικονομικές διασώσεις, ακόμη και δόλιων δραστηριοτήτων, οι τραπεζίτες εισπράττουν υπερβολικές αμοιβές και κέρδη για τις υπηρεσίες που παρέχουν στους πελάτες τους. Με την υπερχρέωση των προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχουν, οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα αρπάζουν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την οικονομική πίτα σε βάρος των πελατών τους και των φορολογουμένων. Το συνολικό κόστος αυτών των προσόδων του χρηματοπιστωτικού τομέα εκτιμάται μεταξύ 1990 και 2005 στα 3,6–4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια.
  2. Η κερδοσκοπική δραστηριότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα συρρικνώνει όμως και το μέγεθος της οικονομικής πίτας καθώς οδηγεί σε μείωση της ανάπτυξης. Ζημιώνει την οικονομία σε καθημερινή βάση μειώνοντας τη δυναμική επέκτασής της. Το κάνει με την υπερμεγέθυνσή του, την άντληση και χρήση πάρα πολλών ειδικευμένων και παραγωγικών εργαζόμενων και την επιβολή βραχυπρόθεσμων προσανατολισμών στις επιχειρήσεις. Το κόστος αυτής της εσφαλμένης κατανομής ανθρώπινων και οικονομικών πόρων αποτιμήθηκε μεταξύ 1990 και 2005 στα 2,6–3,9 τρισεκατομμύρια δολάρια.
  3. Το τεράστιο κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης που προκλήθηκε κυρίως από τις κερδοσκοπικές πρακτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτιμήθηκε σε όρους χαμένου οικονομικού προϊόντος από την Fed μεταξύ 6,5 και 14,5 τρισεκατομμύριων δολαρίων.

Το άθροισμα αυτών των τριών παραγόντων ανεβάζει το κόστος με το οποίο φόρτωσε ΗΠΑ ο χρηματοπιστωτικός τομέας μεταξύ 12,9 και 22,7 τρισ. δολαρίων. Ισοδυναμεί με μια επιβάρυνση της τάξης των 40.000-70.000 δολαρίων ανά κάτοικο ή 105.000-184.000 δολαρίων ανά νοικοκυριό. Χωρίς αυτές τις απώλειες το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό θα είχε διπλασιάσει τον πλούτο του ώς την ηλικία της συνταξιοδότησης των μελών του.

Οι δύο οικονομολόγοι με την προσθήκη του Andrew Baker και αξιοποιώντας την ίδια μεθοδολογία προχώρησαν λίγο αργότερα και σε αποτίμηση του κόστους που είχε ο υπερμεγέθης χρηματοπιστωτικός τομέας για τη Βρετανία. Βρήκαν ότι η απώλεια δυνητικής οικονομικής ανάπτυξης από την υπερβάλλουσα ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα μεταξύ 1995 και 2015 άγγιξε τα 4,5 τρισ. λίρες, ποσόν ίσο με το μέσο βρετανικό ΑΕΠ 2,5 ετών εκείνη την περίοδο.

Προσθέτοντας το κόστος των υπερβαλλόντων προσόδων και προμηθειών -ως ευρύτερο κόστος ανακατανομής με δυνητικά αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία- ο «μποναμάς» με τον οποίο επιβάρυνε τη Βρετανία ο χρηματοπιστωτικός τομέας σε αυτήν την 20ετία προσέγγιζε τα 5,18 τρισ. λίρες ή 3,8 ΑΕΠ. Το τελικό συγκριτικό συμπέρασμα των δύο μελετών ήταν ότι το κόστος από την υπερτροφία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην υπό εξέταση περίοδο ήταν πιθανότατα 2 -3 φορές μεγαλύτερο για τη Βρετανία απ’ ό,τι για τις ΗΠΑ.


Ακολουθήστε τον www.oparlapipas.gr στο (facebook) και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις


Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις