Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

HΠΑ vs Κίνα. Η κινέζικη οργάνωση ανατροπής του γυμνού βασιλιά.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στη Νότια Σινική Θάλασσα διαθέτουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ολόκληρη την Υφήλιο. Πρόκειται για ένα επεισόδιο που ξεγυμνώνει τις
πραγματικές αιτίες της Οικονομικής Ύφεσης και ανοίγει ένα παράθυρο προς μία μαύρη και απευκταία εικόνα για το μέλλον μας. Αφού έχει αναλυθεί η διαμόρφωση του σύγχρονου οικονομικού πεδίου μάχης στο αφιέρωμα «ΗΠΑ vs Κίνα. Πώς ο κόσμος έφτασε στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο» η προετοιμασία της Washington μέσω του «ΗΠΑ vs Κίνα. Η πολεμική κινητοποίηση των ΗΠΑ στο χώρο του Παγκόσμιου Εμπορίου» και η πολεμική προετοιμασία που επιχειρεί να θορυβήσει με ακραίο τρόπο της Υφήλιο μέσω του «ΗΠΑ vs Κίνα. Η αμερικανική τακτική επιβολής της Washington στην παγκόσμια γεωοικονομία» σε αυτό το τέταρτο μέρος ξεγυμνώνεται η οικονομική αλήθεια για το μεγαλύτερο εκπρόσωπο της δυτικής οικονομίας και ο τρόπος που ένα τεράστιο μέρος της Υφηλίου αποφασίζει να συνασπισθεί και να του εναντιωθεί.
Γράφει ο Πολυδεύκης
Ειδικός Συνεργάτης του Geopolitics & Daily News

Η πραγματικότητα που διαψεύδει τον Τραμπ
Ο αμερικανός Πρόεδρος έχει συμπεριλάβει ανάμεσα στα αφηγήματα του δόγματος «America First» την νομισματική χειραγώγηση του yuan. Αρχικά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Πεκίνο δεν επιθυμεί τη χειραγώγηση της ισοτιμίας του yuan, αντιθέτως η Εθνική Τράπεζα της Κίνας επιθυμεί μία σταθερή ισοτιμία για την αντίστοιχη σταθερότητα των εμπορικών της συναλλαγών. Σε περίπτωση διεύρυνσης του χάσματος Κίνας και ΗΠΑ το Πεκίνο δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει τους δεσμούς του με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ επί συνόλου, καθώς αυτό θα απέβαινε εις βάρος των κινεζικών αποθεματικών κεφαλαίων. Οι ΗΠΑ διαθέτουν πολύ περισσότερες απευθείας επενδύσεις στην Κίνα, παρά το αντίθετο, επομένως είναι πολύ εύκολο να διαφανεί ποιος θα έχανε από μία τέτοια μετωπική σύγκρουση.
Την ίδια στιγμή οι κινέζοι επιχειρηματίες θα επωφελούντο από τις φοροαπαλλαγές που θα προέκυπταν λόγω επενδύσεων στις ΗΠΑ, οι οποίες θα ενίσχυαν την παραγωγή τους. Το αποτέλεσμα θα ήταν η περαιτέρω ενίσχυση των αποθεματικών κεφαλαίων της Κίνας, ως απότοκο των επενδύσεων και θα αποκτούσαν στο δυναμικό τους προσωπικό από τα αμερικανικά κολέγια, το οποίο θα αναζητούσε εργασία στις off shore εταιρείες τους στις ΗΠΑ.
Κάθε προβολή πολεμικού σεναρίου οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα: μειωμένη αγοραστική ικανότητα των Αμερικανών, μικρότερη οικονομική ανάπτυξη και μεγαλύτερη ανεργία, ιδίως στην ήδη δοκιμασμένη ζώνη του άξονα των νεοσυντηρητικών χωρών που η νεοφιλελεύθερη Clinton αποκάλεσε «κάλαθο αξιοθρήνητων».
Το σενάριο αυτό είναι εφιαλτικό για τις μεγάλες πολυεθνικές των ΗΠΑ, όπως επί παραδείγματι για την Apple, της οποίας η εξαιρετικά περίπλοκη αλυσίδα προμηθειών θα χρειαζόταν χρόνια για να προσαρμοστεί και να αναβαθμιστεί. Η Boeing εξαρτάται κατά πολύ από τις πωλήσεις αεροσκαφών στην Κίνα για να διατηρήσει τις 150,000 θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, ενώ σχεδιάζει να αναπτύξει μία νέα γιγάντια γραμμή συναρμολόγησης στην Κίνα.
Αυτό που αποτελεί βεβαιότητα είναι πως η νέα αμερικανική πολιτική, εφόσον αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος θα αποτελέσει μία ιδανική ευκαιρία για την οικονομική επέκταση της Κίνας με ταχείς ρυθμούς μέσω των Νέων Δρόμων του Μεταξιού ιδιαίτερα για την περιοχή της ΝΑ Ασίας συνδέοντας την επαρχία Yunnan με τη Σιγκαπούρη δια μέσω Λάος, Ταϋλάνδης και Μαλαισίας.
Στο Davos, ο πρόεδρος της Asia Infrastructure Investment Bank (AIIB), Jin Liqun, άνοιξε την πόρτα, έστω και αστειευόμενος, προς τις ΗΠΑ ώστε να συμμετάσχουν στο εν λόγω σχέδιο. Σε αυτή την περίπτωση η –όποια– διαμάχη δείχνει να εξαλείφεται αφού οι ΗΠΑ παίρνουν ένα μερίδιο από το τιτάνιο δίκτυο των εμπορικών διαδρόμων που η Κίνα σχεδιάζει, εξυπηρετούν τις off shore εταιρείες τους για τη διακίνηση των προϊόντων τους και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν τα απαραίτητα κινεζικά κεφάλαια για την ανάπτυξη των δικών τους υποδομών. Επομένως φαίνεται πως οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν την έναρξη ενός πυρηνικού πολέμου, αλλά την συνέχιση της γκανγκστερικής διπλωματίας τους και την είσοδό τους στο κινεζικό σχέδιο, με τον ίδιο γκανγκστερικό τρόπο που εισήλθαν στην ευρωπαϊκή οικονομική πραγματικότητα του Α΄ΠΠ.
Ο αμερικανός αυτοκράτορας είναι γυμνός;
Το 1941 το περιοδικό LIFE προφήτευε ότι ο 20ος αιώνας θα ήταν ο αμερικανικός αιώνας, προκαταλαμβάνοντας το αποτέλεσμα του Β΄ΠΠ και την πτώση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ο αμερικανικός αιώνας διήρκησε 72 χρόνια από την λήξη του Β΄ΠΠ και χαρακτηρίζεται από την απογοητευτική αποτυχία στην επιβολή μίας ισορροπίας ισχύος. Η βιομηχανική βάση των ΗΠΑ, του ηγετικού έθνους της βιομηχανικής εποχής και της επιστημονικής καινοτομίας, σήμερα στοιχειώνεται από την εικόνα παρηκμασμένων γκέτο ανέργων και αστέγων, των κάποτε εκπροσώπων της βιομηχανικής άνθισης, όπως το Ντιτρόιτ, το Λος Άντζελες και η Φιλαδέλφεια.
Το Ομοσπονδιακό Χρέος των ΗΠΑ, το οποίο οφείλεται στους ατέρμονους πολέμους στις άκαρπες προσπάθειες διάσωσης των τραπεζών της Wall Street και των κυβερνητικών εταιρειών, όπως η Fannie Mae (Ομοσπονδιακός Εθνικός Οργανισμός Στεγαστικών Δανείων –FNMA),έχει ξεπεράσει το 103% του ΑΕΠ φτάνοντας τα $ 19.5 τρις, ή περισσότερα από $163,000 για κάθε φορολογούμενο αμερικανό πολίτη, ενώ το 2016 προστέθηκαν περίπου άλλα $ 600 δις στο ανωτέρω χρέος. Χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα δεν αναμένεται να χρηματοδοτήσουν το εν λόγω χρέος, το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμούς ρεκόρ.
Οι βασικές οικονομικές υποδομές των ΗΠΑ, όπως γέφυρες, αποχετευτικό, υδρευτικό, ηλεκτρολογικό, σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο έχουν εγκαταλειφθεί για περισσότερο από σαράντα χρόνια για διάφορους λόγους. Η Αμερικανική Κοινότητα Πολιτικών Μηχανικών έχει εκτιμήσει πως το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά $ 4 τρις μεταξύ του 2016 και 2025 εξαιτίας της ανωτέρω εγκατάλειψης. Αυτό το πόσο έρχεται να προστεθεί στην απαραίτητη επένδυση των $ 3.3 τρις για την αναβάθμιση των βασικών οικονομικών υποδομών για την ερχόμενη δεκαετία.
Προς το παρόν οι αμερικανικές πολιτείες και πόλεις δε διαθέτουν τη δύναμη για να επενδύσουν αυτό το ποσό εν μέσω της παρούσας και μελλοντικής χρεωστικής κατάστασης, ούτε φυσικά και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση η οποία έχει πνιγεί από τα χρέη που οι τράπεζες της Wall Street και οι επενδυτικοί οίκοι χρησιμοποιούν ως λύτρα για την επιβίωσή τους. Αυτή η κατάσταση είναι η δύση του αμερικανικού αιώνα, ενός αυτοκρατορικού πειράματος που επιχειρεί να ωραιοποιηθεί εν μέσω ύβρεων, απειλών και αλαζονείας.
Η είσοδος της ιδέας ανατροπής του αμερικανού δυνάστη
Εν αντιθέσει με τον αμερικανικό αιώνα που το LIFE προέβλεπε το 1941, σήμερα εισερχόμαστε σταδιακά στην εποχή του ευρασιατικού αιώνα. Η αναβάθμιση των βασικών οικονομικών υποδομών των χωρών της Κεντρικής Ασίας, της Κίνας της Ρωσίας, ακόμα και της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ευρώπης αποτελεί ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο, το οποίο μπορεί να αποδώσει τεράστια οφέλη για ολόκληρη την ευρασιατική περιφέρεια και τα 60 κράτη που αυτό περιλαμβάνει.
Το σχέδιο One Belt One Road ή OBOR αποτελεί το απόσταγμα στρατηγικής μίας μεγάλης και ιστορικής χώρας όπως η Κίνα. Χώρες με αυτό το μέγεθος και αυτή την ιστορία συλλαμβάνουν ανάλογου μεγέθους και ιστορικής σημασίας αποφάσεις, όσο αδύνατες και αν αυτές φαίνονται. Οι ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι δεν αποτελούν μία νέα ιδέα, αντιθέτως χαρακτηρίζονται ως εκμοντερνισμός της ανάπτυξης των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων κατά το μεσαίωνα ή κατά την εξέλιξη των ΗΠΑ.
Αυτή είναι ακριβώς και η δυτική θεώρηση επί του OBOR. Από τη στιγμή που οι δυτικές βιομηχανίες έχουν αναπτύξει βιομηχανικές μονάδες παραγωγής στην Κίνα και τη ΝΑ Ασία, η αντίδραση επί των νέων δρόμων του μεταξιού θεωρείται οξύμωρη και ενάντια στα δυτικά συμφέροντα, ιδιαίτερα όταν η μεγαλύτερη αγορά στην οποία απευθύνεται η εν λόγω βιομηχανική περιφέρεια είναι η Ευρώπη. Επομένως ανατροφοδοτώντας τη σκέψη μας βλέπουμε πως αυτή η αψιμαχία δεν αποτελεί άρνηση επί του σχεδίου ανάπτυξης ενεργειακών και εμπορικών διαδρόμων, αλλά κάτι διαφορετικό.
Η Κινεζική δυναμική
Σε μία εποχή που ο καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί σε ένα σύστημα με ταχείες εναλλαγές ο D. TRUMP κινείται ως ένας «αμερικανός ΜΑΟ» ο οποίος αναζητά χώρο για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας του, έναντι των παγκόσμιων απειλών από τις αγορές, ώστε να καταστήσει τις ΗΠΑ ξανά αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο ηγεμόνα. Την ίδια στιγμή ο Πρόεδρος της Κίνας κινείται ως ένας «Ronald Xi Reagan» πουλώντας προς τους κοτζαμπάσηδες του διεθνούς καπιταλισμού, δικαιώματα αποκλειστικότητας στην παγκοσμιοποίηση. Αυτά τα δικαιώματα είναι τα ποσοστά επί του τεράστιου έργου του OBOR.
Η Κίνα ακολουθεί το ίδιο πιστά, με τις ΗΠΑ, το «δόγμα του προλαμβάνειν», όπως φάνηκε από την επίσκεψη του Ma Yun ή αλλιώς γνωστού ως Jack Ma στον πύργο Trump, λίγο πριν την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από το νέο ένοικο του Λευκού Οίκου. Εκεί ο ιδρυτής του Alibaba Group πρότεινε τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών, με τον κινέζο δισεκατομμυριούχο να προσφέρει βοήθεια για την πώληση των αμερικανικών προϊόντων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων των ΗΠΑ στην Κίνα και σε όλη την Ασία μέσω του δικτύου Alibaba. Τοιούτο τρόπο θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν 1,000,000 θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, πάντα σύμφωνα με τον κινέζο μεγιστάνα.
Η ομιλία του Ma στο Davos έδειξε πως ο αμερικανός Πρόεδρος δεν αποδέχθηκε την προσφορά του. Στην εν λόγω ομιλία του ο ιδιοκτήτης του Alibaba παρουσίασε μία ξεκάθαρη διατύπωση για την παγκοσμιοποίηση και την αμερικανική οικονομική απόγνωση, ενισχύοντας την εικόνα του κινέζου Προέδρου ως νέου προστάτη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ο ίδιος ανέφερε ως παραδείγματα τα κέρδη των αμερικανικών IBM, CISCO και MICROSOFT και τον τρόπο που οι ΗΠΑ επένδυσαν τα χρήματα αυτά, συσχετίζοντας τα εν λόγω επιχειρηματικά έσοδα με τους 13 πολέμους τους οποίους οι ΗΠΑ προκάλεσαν σε βάθος τριακονταετίας και στοίχησαν $ 14.2 τρις. Με αυτό τον τρόπο ο Ma κατηγόρησε ευθέως τις ΗΠΑ για την απουσία επενδύσεων στις υποδομές τους και την οικονομική της στρατηγική η οποία εκθέτει την ακραία ρητορική τους για την απώλεια θέσεων εργασίας από ξένες χώρες
Ο Jack Ma δικαιώνεται έστω και εν μέρει από τον ίδιο τον αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος αναζητά να αναβαθμίσει τις υποδομές των ΗΠΑ, έχοντας αναγνωρίσει και ο ίδιος το πρόβλημα. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται ένα τεράστιο δίλημμα ως προς την αμερικανική γεωοικονομία και πολιτική. Η διάλυση της TPP, ταυτόχρονα διέλυε και την οικονομική και διπλωματική απομόνωση της Κίνας. Αν και αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αντιμετωπίζεται μέσω της πρόκλησης μίας τεχνητής ανάγκης υπεράσπισης των χωρών της Νότιας Σινικής Θάλασσας από την κινεζική ιμπεριαλιστική πολιτική, ωστόσο το ζήτημα των επενδύσεων στις αμερικανικές υποδομές καθίσταται έτι πολυπλοκότερο από την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.
Μία ημέρα πριν την ομιλία του κινέζου Προέδρου στο Davos, όπου παρουσιάστηκε με ύφος πλανητάρχη, έλαβε χώρα το ασιατικό οικονομικό φόρουμ στο Hong Kong. Στο εν λόγω φόρουμ αποκαλύφτηκε, εν μέρει, η δύναμη την οποία νοιώθει ο κινέζος Πρόεδρος, έτσι ώστε να αμφισβητεί ευθέως την αμερικανική παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Ο Πρόεδρος του China Investment Corporation (CIC), Ding Xuedong, αναφερόμενος στο σχέδιο του αμερικανού Προέδρου για ανάπτυξη των αμερικανικών υποδομών, το οποίο κοστολογείται από τον D. TRUMP σε $1 τρις, δήλωσε πως αυτό δημιουργούσε εξαιρετικές ευκαιρίες επενδύσεων για την Κίνα και το κεφάλαιο των $800 δις που το CIC διαθέτει.
Σύμφωνα με τον Xuedong, το συνολικό ποσό ξεπερνά τις δυνατότητες που διαθέτουν οι αμερικανοί ιδιώτες επενδυτές και τα ομοσπονδιακά ιδρύματα, υπολογίζοντάς το σε $8 τρις. Ως εκ τούτου, η υλοποίηση του σχεδίου οφείλει να στηριχτεί σε ξένους επενδυτές και η Κίνα θα αναζητήσει να καλύψει το οποιοδήποτε κενό. Ωστόσο, η χρήση κινεζικών κεφαλαίων θα οδηγούσε στην αναπόφευκτη νίκη του κινεζικού ιμπεριαλισμού μέσω της δημιουργίας υποδομών για έναν αμερικανικό δρόμο του μεταξιού…
Αν απαριθμήσουμε ξανά τα δεδομένα θα δούμε πως ο Trump έχει υποσχεθεί προεκλογικά φόρο επί των κινεζικών εισαγωγών ύψους 45%. Αν και οι υποσχέσεις αυτές μοιάζουν να μένουν μόνο στη θεωρία, ωστόσο παραμένουν ακόμη στο τραπέζι. Ο αμερικανός Πρόεδρος έχει επίσης επιλέξει για επικεφαλής του νέου εθνικού εμπορικού συμβουλίου έναν πολέμιο της κινεζικής οικονομικής πολιτικής, τον Peter Navarro. Την ίδια στιγμή οι εκθέσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως αυτή της BNP Paribas δεν είναι τόσο ευοίωνες για τις ΗΠΑ σε ένα ενδεχόμενο εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.
Ο γκανγκστερισμός ως υβριδική πολιτική των ΗΠΑ επιστρέφει μπούμερανγκ
Ποτέ στο παρελθόν ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει μία και μοναδική υπερδύναμη, όπως αυτή εμφανίστηκε με τη λήξη του Β΄ΠΠ και τις ΗΠΑ. Η Μ. Βρετανία μπορεί να πλησίασε σε αυτό το status, αλλά η εγγύτητα που παρουσίαζε με τις ανταγωνίστριες μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούσαν να αφήσουν απερίσπαστη την ανοδική πορεία της. Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη μεγάλη δύναμη που επέδειξε τον τελειότερο συνδυασμό οικονομικής δύναμης και στρατιωτικής ισχύος.
Αυτή η περίοδος τελείωσε και νέα οπλικά συστήματα θα μπορούσαν να πείσουν κάποια αναδυόμενη δύναμη ακόμα και σε μία αντιπαράθεση αυτοκτονίας με τις ΗΠΑ, είτε ακόμα και να επικρατήσουν. Παρόλα ταύτα οι συνέπειες της αμφισβήτησης της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ θα ήταν κοσμοϊστορικές και θα οδηγούσαν σε έναν κόσμο χωρίς τάξη. Αυτός είναι και ένας κύριος λόγος για τον οποίο η Washington έχει αποφασίσει πως οι πόλεμοι θα πρέπει να είναι είτε υβριδικοί, είτε με μορφή ευρείας παγκόσμιας συμμαχίας, ώστε η υπεροχή να είναι αδιαμφισβήτητη.
Οι πόλεμοι που η Washington προωθεί σε Συρία, Ουκρανία, Λιβύη και Ιράκ, καθώς και οι προκλήσεις που αυτή τη στιγμή εγείρει στη Νότια Σινική Θάλασσα δεν πρόκειται να σταματήσουν ένα έργο της σημασίας και του μεγέθους των Νέων Δρόμων του Μεταξιού, του σημαντικότερου ίσως σχεδίου που λαμβάνει σάρκα και οστά τον τελευταίο αιώνα.
Οι συνεργασίες που προτείνει η Κίνα αφορούν κατά κύριο λόγο περιοχές που έχουν νοιώσει την καταπίεση από τη Δύση. Από τον 16ο αιώνα η «υπερκοινωνία» μας υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή κατά την αποικιοκρατική της πολιτική, ξεκινώντας από τους Αζτέκους του Μεξικό και τους ιθαγενείς στη Β. Αμερική, συνεχίζοντας με τις βιαιότητες των Άγγλων στην Ινδία, τον πόλεμο του οπίου στην Κίνα και τις φρικαλεότητες των Βέλγων στο Κονγκό, μέχρι την πολιτική Γάλλων και Αμερικάνων στο Βιετνάμ, τις γενοκτονίες της κομμουνιστικής Ρωσίας στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και το Αφγανιστάν, τις βιαιοπραγίες των Ολλανδών στην Ινδονησία, τις κτηνωδίες των Γάλλων στην Αλγερία, τη σκληρότητα των Ιταλών στη Λιβύη και την πιο μοντέρνα πολιτική των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν που έχει οδηγήσει σε χιλιάδες θανάτους πολιτών.
Ο κατάλογος βίας και τρομοκρατίας από τη Δύση μπορεί να συνεχίζεται επί μακρόν και όμως όσο σοκαριστικός και αν είναι, άλλο τόσο εκπλήσσει και η ευκολία που η δυτική «υπερκοινωνία» ξέχασε τις πράξεις της. Ο μουσουλμανικός κόσμος ακολουθεί σήμερα την ίδια τακτική, ήτοι την υιοθέτηση ενός αφηγήματος, όπως ακριβώς έκανε και η Δύση στο παρελθόν για να δικαιολογήσει, μέσω της βαθιάς δυσαρέσκειάς του, το αίσθημα στέρησης και άρνησης της αξιοπρέπειας. Πρόκειται για την ηθική δικαίωση των μουσουλμάνων που ενεργούν με βία εις βάρος άλλων μουσουλμάνων. Η Κίνα εποφθαλμιά στην εκμετάλλευση του συναισθηματισμού της πολιτικής αυτών των χωρών, δηλαδή επί της ουσίας, η δυτική πολιτική αιώνων φέρνει αποτελεί αυτή τη στιγμή το καλύτερο διπλωματικό διαβατήριο για την πολιτική του Πεκίνου.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως οι χώρες της Κεντρικής Ασίας, από όπου διέρχεται ο OBOR αντιμετωπίζουν το ΝΑΤΟ περισσότερο ως απειλή παρά ως πηγή προστασίας. Η αμερικανική εταιρεία δημοσκοπήσεων GALLUP διεξήγαγε έρευνα σε πολίτες τριών, εκ των πέντε, πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, πλην του Τουρκμενιστάν και του Ουζμπεκιστάν. Τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά. Στο Τατζικιστάν το 34% ένοιωθε απειλή από το ΝΑΤΟ και μόλις το 8% το έβλεπε ως πηγή προστασίας. Στην Κιργιζία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 30% και 19% ενώ στο Καζαχστάν 31% και 25%.
Στην Αρμενία τα ποσοστά διαμορφώνονται ως 20% και 8%, αντιστοίχως και η μόνη φιλική χώρα προς τις ΗΠΑ, στην ευρύτερη περιοχή, φαίνεται πως είναι η Γεωργία με ποσοστά 8% και 37%, ενώ το Αζερμπαϊτζάν, που συνήθως συναντούνται οι εκπρόσωποι των δύο δυνάμεων, είναι το ουδέτερο έδαφος, αφού το 44% των ερωτηθέντων μένει αδιάφορο ως προς τη φύση του ΝΑΤΟ έναντι της χώρας τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι το ΝΑΤΟ έκλεισε το γραφείο συνδέσμου στην Τασκένδη το 2016 και διαχειρίζεται τις υποθέσεις στην περιοχή από τις Βρυξέλλες. Κι όμως είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς το λόγο που το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την Κεντρική Ασία. Η δικαιολογία της ρωσικής επιρροής δεν ευσταθεί από τη στιγμή που το Τατζικιστάν διαθέτει μικρό αριθμό ομιλούντων τη ρωσική. Επομένως, το πιο ασφαλές συμπέρασμα είναι πως οι ερωτηθέντες συνδύαζαν το ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ.
Η Δύση σήμερα έρχεται να θερίσει τις θύελλες από τους ανέμους που έσπειρε. Η πραγματικότητα δείχνει πως η «υπερκοινωνία» μας υποτίμησε τις αποικιοκρατικές της κτήσεις και θεώρησε ότι η ίδια είναι απρόσιτη από τους «υπηρέτες» της. Αντιμετώπισε τους λαούς αυτούς με βία και τους έμαθε να ζουν με βία. Τώρα πλέον οι πληθυσμοί αυτοί δεν έχουν τίποτα περισσότερο να μας δώσουν από αυτό που δώσαμε επί αιώνες απλόχερα: χάος και τρομοκρατία.
Εν τέλει, η οικονομική σημασία του OBOR δείχνει πως συνασπίζει τις χώρες, όπως φάνηκε και στη Σύνοδο Κορυφής του ECONOMIC COOPERATION ORGANIZATION, στις 01-03-17. Τα δέκα κράτη που συμμετείχαν συμφώνησαν στην από κοινού αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και στην προώθηση μεγαλύτερης συνεργασίας στους τομείς του εμπορίου, της ενέργειας και των υποδομών. Η οργάνωση έχει ιδρυθεί το 1985 από την Τουρκία, το Ιράν και το Πακιστάν, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας.

Η Τρομοκρατία που η δυτική κοινωνία φοβάται και η δυτική πολιτική χρησιμοποιεί για να αποσταθεροποιήσει περιοχές από όπου διέρχεται ο OBOR, έχει μετατραπεί σε αφορμή μεγαλύτερης συνεργασίας μεταξύ των χωρών συγκεκριμένων γεωοικονομικών περιφερειών. Προφανώς οι υβριδικές επιθέσεις δεν μπορούν να συγκριθούν με τα οφέλη που το τιτάνιο έργο υποδομών υπόσχεται.
Στην ανωτέρω Σύνοδο είδαμε παραδοσιακούς ανταγωνιστές, όπως το Ιράν και η Τουρκία να συζητούν την προώθηση των τραπεζικών διμερών σχέσεων, καθώς και τη χρήση των εθνικών νομισμάτων στις εμπορικές τους συναλλαγές, δηλαδή την απομάκρυνσή τους από την εξάρτηση του αμερικανικού δολαρίου. Το Ιράν έχει προωθήσει αυτή την οικονομική πολιτική, σχεδόν με όλες τις χώρες με τι οποίες γειτνιάζει.
Επίσης συμφώνησαν στην εφαρμογή ευνοϊκών δασμών στο εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών και συζήτησαν την προοπτική τουρκικών επενδύσεων στο Ιράν. Τόσο το Ιράν, όσο και το Πακιστάν ενδιαφέρθηκαν για την συνεργασία τους στον ενεργειακό τομέα και την αύξηση εξαγωγής φυσικού αερίου προς την Τουρκία. Όλα αυτά αποτελούν απλά λιθαράκια στο χτίσιμο του OBOR, ενός έργου που ο γκανγκστερισμός των ΗΠΑ απλά δεν αρκεί για να σταματήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις