Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Οι Απόκριες από τα διονυσιακά γλέντια έως τα χρόνια της Τουρκοκρατίας

 


Η Ιστορία των Αποκριών: Από τη Διονυσιακή παράδοση ως τους εορτασμούς των Ελλήνων υπό τον οθωμανικό ζυγό και την απελευθέρωση

Σήμερα, οι Απόκριες είναι συνώνυμες με πολύχρωμα πάρτι, παρελάσεις, τραγούδια και χορούς στους δρόμους, μεταμφιέσεις και – φυσικά – πολύ αλκοόλ. Πώς, όμως, ξεκίνησαν όλα αυτά; Σύμφωνα με το Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων, «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» οι Απόκριες δεν είναι απλώς μια αφορμή για διασκέδαση, αλλά μια παράδοση βαθιά ριζωμένη στην ιστορία.

Στο «ΒΗΜΑ» της 16ης Φεβρουαρίου 1978, ο Παύλος Κυριαζής, αναλύει, πώς από τα διονυσιακά ξεφαντώματα της αρχαιότητας μέχρι τα πιο μετριοπαθή, αλλά πάντα εύθυμα γλέντια της Τουρκοκρατίας, η ανάγκη των ανθρώπων να γιορτάσουν, να σατιρίσουν και να ξεφύγουν από την καθημερινότητα δεν έσβησε ποτέ:

«Οι λαοί της θάλασσας δεν αντέχουν την συνεχή σοβαρότητα και περίσκεψη. Το γαλάζιο κύμα τούς τρέπει προς τις εορταστικές διεξόδους. Και πριν ακόμα φύγει ο χειμώνας, νοιώθουν την ανάγκη, σ’ ένα προανάκρουσμα χαράς να γεμίσουν μ’ ανοιξιάτικες ελπίδες. Τα βιώματα των αποκριάτικων ξεφαντωμάτων χάνονται μέσα στην αχλή της απόμακρης ιστορίας.

Η διονυσιακή λατρεία και τα ρωμαϊκά όργια

»Μερικοί λαογράφοι, λένε πως τα ξέρανε Προέλληνες και Αιγαίοι. Πριν από τα Διονύσια, τα Λήναια και τα Ανθεστήρια, που γιορτάζονταν στην αρχαία Αθήνα, τον Πειραιά, την Κόρινθο, την Κέρκυρα, την Σμύρνη και τις άλλες Ιωνικές πόλεις, καθώς και σε πολλά νησιά, πριν από αυτά τα γιορτάσιμα ξεφαντώματα, ο θεσμός προϋπήρχε.

»Φαίνεται δε πως είναι βέβαιο, ότι η τέλεση τους γινόταν μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ανάμεσα στους μήνες “Ποσειδώνα”, “Γαμηλιώνα” και “Ανθεστηριώνα”, δηλαδή μεταξύ 19 Δεκεμβρίου και τέλος Μαρτίου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.2.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Αυτά τα έθιμα ριζώθηκαν πολύ στον τόπο μας. Φαιδρή η φυλή μας, έβρισκε ευκαιρίες να παροχετεύσει σ’ αυτά την πλησμονή της έμφυτης ευθυμίας της. Ήταν η πρώτη γέννηση του θεάτρου αυτοί οι πρόχειροι θίασοι των ευωχουμένων.

»Και μαζί με αυτά το κρασί. Το να έπινε κανένας όσο ήθελε δεν ήταν μόνο επιτρεπτό. Ήταν καθήκον προς το θεό του οίνου, το Διόνυσο. Ο Λουκιανός γράφει πως το “μη μεθύσκεται τις”, κατά τις γιορτές των Διονυσίων ήταν ασυγχώρητη ασέβεια απέναντι στο θεό.

»Οι Ρωμαίοι αργότερα τα πήραν από τους Έλληνες μετονομάζοντάς τα σε “Λιμπεράλια”, που εκτροχιάστηκαν αργότερα σε τελετές ασύδοτης ακολασίας. Μια τέτοια κατάσταση, επικίνδυνη, συνάντησε ο χριστιανισμός στα πρώτα του βήματα. Οι αττικές γιορτές της χαράς είχαν πάρει το δρόμο του αισθησιασμού και του οργίου. Έτσι εξηγείται η αμείλικτα εχθρική στάση της εκκλησίας. Μα οι αυστηρές απαγορεύσεις δεν φάνηκαν ισχυρές.

»Τα εθνικά παλιά εορταστικά έθιμα άρχισαν αναβιώνουν στα βυζαντινά χρόνια γύρω στο 13ο αιώνα. Ήταν κάποιες λίγες χαρούμενες ώρες των σκλάβων Ελλήνων, στους καιρούς της Τουρκοκρατίας, με ιδιαίτερη έξαρση στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, αλλά και στην Αθήνα, το μεγάλο χωριό της Αττικής.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.2.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Επί Τουρκοκρατίας

»Και πριν από την απελευθέρωση οι απόκριες αποτελούσαν μαζί με το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, ένα αναπόσπαστο εορταστικό κύκλο του Έλληνα. Ακριβέστερα, είναι ένας εορταστικός κύκλος της μεγαλύτερης διάρκειας. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες που προηγούνται πριν την Σαρακοστή της μεγάλης νηστείας. Με τέρμα την τρίτη Κυριακή της κρεοφαγίας και την Καθαρή Δευτέρα.

»Ξένοι περιηγητές που έτυχε να περάσουν απ’ την Αθήνα τα χρόνια της δουλείας, μετά το 18ο αιώνα, τέρπονται από το αποκριάτικο θέαμα, τα τραγούδια και τους χορούς των κατοίκων του παλιού Άστεος.

»Αν η μέρα είναι λιόχαρη, όλοι θα ξεχυθούν στο ύπαιθρο. “Στις Κολώνες” κάτω απ’ το ναό του Ολυμπίου Διός, άλλοι πάλι, πιο μακρύτερα στα περιβόλια, που δίπλα τους έτρεχαν πηγές (ίσως εκεί που σήμερα ορθώνονται τραγελαφικοί  πολυόροφοι όγκοι τσιμέντου), κι άλλοι Αθηναίοι πολλοί κι αυτοί, έφταναν ως την Καισαριανή, γιορτάζοντας εκεί, απάνω στο γρασίδι, πίνοντας και τραγουδώντας.

»Αυτά τα τραγούδια εύθυμα και περιπαιχτικά, επιβίωση των αρχαίων βωμολοχιών των Διονυσίων – “των εξ αμάξης” – Είναι γεμάτα από μια αθώα απλότητα. Για την χάρη τους έχει γράψει πολλά ο μεγάλος της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης. Ένα από αυτά που τραγούδαγαν με πηδηχτό χορό  στα χρόνων της τουρκοκρατίας, ευτράπελο και κάπως διαφορούμενο, ήταν και του “Παπά μας το γαϊδούρι”:

“Του παπά μας το γαϊδούρι,

έβγαλε σπειρί στη μούρη.

Παπαδιά το μοιρολόγα και ο παπάς την παρηγόρα:

– Σώπα, παπαδιά, μην κλαις κι αν ψοφίσει ο γάιδαρός μας

είν’ το διάφορο δικό μας.

Η προβιά του κάνει γούνα

και τ’ αυτιά του κοντογούνια.

Κάν’ η κεφαλή τ’ πατσά,

να την πέψω του πασά,

και τα δόντια του πιρόνια,

για να τρων τα μακαρόνια

και τα μάτια του κουκάλια

για να τρων τα παληκάρια

και τα πόδια του καρέκλες να καθίζουν οι κοπέλες…”

»Διστάζουμε να παραθέσουμε κάτι άλλα τραγούδια πολύ τολμηρότερα, που θα μπορούσαν να δείξουν, ότι η αθυροστομία στην τέχνη και την χαρά δεν είναι μόνο φαινόμενο των ημερών μας.

Το αποκριάτικο γλέντι μετά την απελευθέρωση

»Με την εθνική αποκατάσταση και την δημιουργία ελληνικής ζωής, οι Απόκριες και το Καρναβάλι, θα πάρουν στην δημιουργούμενη πρωτεύουσα και στις επαρχίες, μια ξεχωριστή λάμψη.

»Από το μεταίχμιο αυτό των καινούριων καιρών οι συνήθειες επηρεάζονται από ορισμένες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Ο απλός λαός και ο κόσμος των δημιουργούμενων μικροαστών, γλεντάει στο ύπαιθρο – αν ο καιρός το επιτρέπει. Το Παλάτι, η περιορισμένη αριστοκρατία, τα “μεγάλα τζάκια” κάνουν τις αποκριάτικες βεγγέρες τους στα αρχοντόσπιτα με τις απλόχωρες σάλες που φωτίζονται με πολυάριθμα κεριά, ή λάμπες – λυχνάρια της εποχής.

»Ένα τεράστιο εορταστικό χορό των πρώτων μετά μεταπελευθερωτικών χρονών μας περιγράφει με την κρυσταλλική του καθαρεύουσα ο Νικόλαος Δραγούμης, ιδιαίτερος γραμματεύς του Καποδίστρια λόγιος και αργότερα εκδότης του περιοδικού “Πανδώρα”.

»Ο χορός γίνεται στο σπίτι του Σπυρίδωνος Τρικούπη στην Αίγινα, την πρώτη ελληνική πρωτεύουσα. Λιτό το τραπέζι με τα λίγα εδέσματα, αλλά και με περίσσεια κρασιού. “Και όμως, γράφει ο Δραγούμης, είμεθα πανευδαίμονες και εμακαρίζομεν εαυτούς, διότι τότε πρώτον, μετά τοσαύτα έτη ετρώγαμεν ακαταδίωκτοι και αδάκρυτοι τον άρτον ημών”.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 18.2.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Ένας λυράρης και ένας βιολιστής αποτελούσαν την ορχήστρα στο θάλαμο του υποργικού μεγάρου “με τον σοφά αφ’ ου εκάθηντα αι δέσποιναι, φορούσαι “φακιόλια”, “φέσια” και “μπόλιες”, εκπροσωπεύουσαι πάσας τας επαρχίας της Ελλάδος, ενώ νεωστί εκ Παρισίων ελθούσα λιπαρά κυρία, οικτείρουσα τα έθιμα και τους τρόπους των παρακαθήμενων ως καρακάξα εχλεύαζε και εκάγχαζε τους περί τον κυβερνήτην παρακαθήμενους”».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις