Σάββατο 26 Απριλίου 2025

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ - Το «τείχος προστασίας» καταρρέει: Έγγραφο-φωτιά εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Κώστα Καραμανλή για την τραγωδία στα Τέμπη Με διαβάθμιση «επείγον» το ενημερωτικό σημείωμα που είχε παραδοθεί από το 2021 στον τότε Υπουργό Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή


 Σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη που αναμένεται να προκαλέσει πολιτικό και κοινωνικό σεισμό, έγγραφο-ντοκουμέντο έρχεται στο φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτοντας ότι πολύ πριν από την τραγωδία στα Τέμπη υπήρχαν σαφείς και επίσημες προειδοποιήσεις σχετικά με τη σοβαρή ανεπάρκεια της σιδηροδρομικής υποδομής στη χώρα. Το έγγραφο αυτό, που φέρει ημερομηνία αρκετούς μήνες πριν το πολύνεκρο δυστύχημα, φέρεται να είχε αποδέκτη τον τότε Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, και περιγράφει με ανησυχητική σαφήνεια τα προβλήματα ασφαλείας στο δίκτυο, κάνοντας λόγο για «μη ασφαλή σιδηροδρομική υποδομή» και για κίνδυνο ατυχήματος αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα.

Η αποκάλυψη αυτή καθιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική τη θέση του πρώην υπουργού, καθώς τεκμηριώνεται πως υπήρξε πλήρως ενημερωμένος για την επικινδυνότητα των συνθηκών. Το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο συντάχθηκε από αρμόδιους τεχνικούς φορείς και ειδικούς του σιδηροδρόμου, επισημαίνει τις ελλείψεις σε κρίσιμα συστήματα ασφάλειας, όπως η σηματοδότηση και η τηλεδιοίκηση, ενώ γίνεται ρητή αναφορά σε χρόνιες παθογένειες, παραλείψεις και τεχνικές ανεπάρκειες που καθιστούσαν τη λειτουργία των δρομολογίων δυνητικά θανατηφόρα.

Το ντοκουμέντο φαίνεται να είχε στόχο να ενεργοποιήσει τους αρμόδιους για τη λήψη επειγόντων μέτρων και παρεμβάσεων με στόχο την πρόληψη ενός δυστυχήματος, ωστόσο, όπως αποκαλύπτεται, το περιεχόμενό του δεν συνοδεύτηκε από καμία ουσιαστική ενέργεια. Αντιθέτως, αγνοήθηκε ή παραμερίστηκε, με αποτέλεσμα την τραγική κατάληξη στα Τέμπη, η οποία κόστισε τη ζωή σε δεκάδες ανθρώπους και συγκλόνισε το πανελλήνιο.

Η δημοσιοποίηση του εγγράφου αναζωπυρώνει τη συζήτηση για τις πολιτικές και ποινικές ευθύνες, όχι μόνο σε επίπεδο υπουργείου αλλά και συνολικά σε σχέση με τη διαχείριση των σιδηροδρομικών έργων και των δημόσιων υποδομών. Οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέες εξελίξεις στις έρευνες της Δικαιοσύνης, ενώ δημιουργούν εύλογα ερωτήματα για το κατά πόσο θα μπορούσε να είχε αποτραπεί η τραγωδία αν είχαν ληφθεί σοβαρά υπόψη οι προειδοποιήσεις των ειδικών.

Το συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο πλέον αποτελεί πειστήριο-κλειδί για την πορεία της υπόθεσης, αποκαλύπτει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι η απουσία πολιτικής βούλησης και οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση των απαραίτητων έργων ασφαλείας στοίχισαν ανθρώπινες ζωές. Το πολιτικό και ηθικό βάρος είναι τεράστιο, και αναδεικνύεται εκ νέου η ανάγκη για διαφάνεια, απόδοση ευθυνών και ουσιαστική αναμόρφωση του συστήματος μεταφορών, ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοιες τραγωδίες.

Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών, καθώς το «τείχος προστασίας» που είχε υψώσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη γύρω από τον πρώην Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Αχ. Καραμανλή, καταρρέει πλέον συθέμελα. Στο φως έρχεται ένα αποκαλυπτικό έγγραφο, πραγματική «βόμβα», που βρίσκεται ήδη στα χέρια του εφέτη ανακριτή και συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα που οδήγησαν στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Το έγγραφο αυτό, που προέρχεται από αρμόδιες υπηρεσίες και φέρει επίσημη θεσμική βαρύτητα, καταρρίπτει πλήρως τον ισχυρισμό ότι η πολιτική ηγεσία αγνοούσε την επικινδυνότητα της κατάστασης. Αντιθέτως, επιβεβαιώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας πως ο Κώστας Καραμανλής γνώριζε με σαφήνεια τη δραματική εικόνα που επικρατούσε στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Το ντοκουμέντο περιγράφει τον ελληνικό σιδηρόδρομο ως «εν δυνάμει φονικό όπλο», εξαιτίας της εκτεταμένης έλλειψης συστημάτων ασφαλείας, των σοβαρών τεχνικών ελλείψεων και των διαρκών καθυστερήσεων σε κρίσιμα έργα, όπως η τηλεδιοίκηση και η σηματοδότηση.

Παρά την ύπαρξη αυτών των προειδοποιήσεων, ο τότε Υπουργός φέρεται όχι μόνο να τις αγνόησε, αλλά και να επιχείρησε να τις υποβαθμίσει συνειδητά, επιλέγοντας να εμφανίζει το δίκτυο ως «ασφαλές» δημόσια, απομακρύνοντας έτσι κάθε αίσθηση κατεπείγουσας ανάγκης για παρεμβάσεις. Αυτή η στάση, όπως καταγράφεται από τα στοιχεία της δικογραφίας, ενισχύει τις ενδείξεις για δόλο ή, τουλάχιστον, για ενσυνείδητη αμέλεια που άφησε το πεδίο ανοιχτό σε μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποτραπεί.

Το περιεχόμενο του επίμαχου εγγράφου έρχεται να ενισχύσει σημαντικά τη νομική και πολιτική διάσταση των ευθυνών. Οι αποκαλύψεις δημιουργούν νέα δεδομένα τόσο για την ανακριτική διαδικασία όσο και για τη δημόσια συζήτηση περί λογοδοσίας. Η εικόνα ενός Υπουργού που γνώριζε και δεν έπραξε, που παραπλανούσε και απέκρυπτε, εντείνει την αγανάκτηση της κοινής γνώμης και εντείνει τις πιέσεις για ουσιαστική απόδοση ευθυνών σε όλα τα επίπεδα.

Το πολιτικό κόστος αυξάνεται κατακόρυφα και πλέον εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για τη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία μέχρι πρόσφατα παρείχε πλήρη κάλυψη στον πρώην Υπουργό, χωρίς να αποδέχεται την ανάγκη για πλήρη διαλεύκανση του ρόλου του. Μετά τις νέες αποκαλύψεις, η απαίτηση για διαφάνεια, δικαιοσύνη και θεσμική κάθαρση αποκτά αδιαπραγμάτευτο χαρακτήρα, καθώς το αίτημα των πολιτών δεν αφορά πλέον μόνο την τραγωδία των Τεμπών, αλλά τη θεμελιώδη αξιοπιστία της ίδιας της δημοκρατίας.

Νέα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας που ενισχύουν ακόμη περισσότερο το βάρος των ευθυνών του πρώην Υπουργού Μεταφορών, Κώστα Αχ. Καραμανλή, για την τραγωδία των Τεμπών. Σύμφωνα με αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του Kontra News και του δημοσιογράφου Νίκου Παναγιωτόπουλου, ένα κρίσιμο έγγραφο, με τη διαβάθμιση «επείγον», είχε αποσταλεί στον Υπουργό ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, δηλαδή ενάμιση χρόνο πριν το μοιραίο δυστύχημα.

Το επίμαχο ενημερωτικό σημείωμα είχε συνταχθεί από τον Γενικό Διευθυντή Μεταφορών και περιείχε ξεκάθαρες προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο που εγκυμονούσε η κατάσταση στο σιδηροδρομικό δίκτυο. Με ρητή διατύπωση, τονιζόταν πως «η έλλειψη επαρκούς προσωπικού έχει ως αποτέλεσμα τη μη ασφαλή και εύρυθμη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου». Πρόκειται για μια διαπίστωση εξαιρετικά σοβαρή, καθώς αφορά έναν από τους βασικούς πυλώνες ασφαλείας στη λειτουργία των σιδηροδρόμων: το ανθρώπινο δυναμικό.

Το γεγονός ότι μια τέτοια προειδοποίηση, απολύτως τεκμηριωμένη και διαβαθμισμένη ως επείγουσα, περιήλθε στην αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας και δεν συνοδεύτηκε από καμία ουσιαστική αντίδραση, δημιουργεί αμείλικτα ερωτήματα για την πολιτική ευθύνη αλλά και τις πιθανές ποινικές συνέπειες. Το έγγραφο, σύμφωνα με τις πληροφορίες, δεν αφορούσε γενικές επισημάνσεις ή ασαφείς εκτιμήσεις· αντίθετα, περιέγραφε μια σαφώς καθορισμένη και υπαρκτή απειλή, η οποία, αν δεν αντιμετωπιζόταν, μπορούσε να οδηγήσει σε τραγικά αποτελέσματα – κάτι που τελικά συνέβη.

Η παράβλεψη ή αποσιώπηση τέτοιου είδους ειδοποιήσεων δεν μπορεί να εκληφθεί ως απλή αμέλεια. Η διαβάθμιση «επείγον», σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της προειδοποίησης, δείχνουν ότι υπήρχε πλήρης επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης. Παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται να ελήφθησαν μέτρα ενίσχυσης του προσωπικού, αναβάθμισης των διαδικασιών ασφαλείας ή καν προσωρινής αναστολής λειτουργιών σε κρίσιμα σημεία του δικτύου.

Το αποκαλυπτικό αυτό στοιχείο προστίθεται πλέον σε μια ολοένα και πιο πυκνή δικογραφία που αναδεικνύει ένα μοτίβο συστηματικής αδιαφορίας και αποτυχίας λήψης μέτρων, παρά τις επανειλημμένες εισηγήσεις και τα προειδοποιητικά σήματα. Η τραγωδία των Τεμπών δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά ήταν, όπως φαίνεται, μια προαναγγελθείσα καταστροφή, απέναντι στην οποία οι υπεύθυνοι έστρεψαν το βλέμμα αλλού.

Το έγγραφο του Σεπτεμβρίου 2021 αποτελεί πια έναν ακόμη ακλόνητο κρίκο στην αλυσίδα των παραλείψεων και των εγκληματικών καθυστερήσεων, και ενισχύει τη δημόσια απαίτηση για πλήρη διαλεύκανση, απόδοση ευθυνών και αποκατάσταση της δικαιοσύνης απέναντι στα θύματα και τις οικογένειές τους.

Οι επανειλημμένες προειδοποιήσεις, τόσο από υπηρεσιακά στελέχη όσο και από το ίδιο το προσωπικό του σιδηροδρόμου, δεν εισακούστηκαν ποτέ από την πολιτική ηγεσία. Οι επισημάνσεις για τις σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό, την απουσία συστημάτων ασφαλείας και την απαράδεκτη τεχνική κατάσταση του δικτύου διατυπώνονταν σταθερά και με σαφήνεια, ωστόσο αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Παρά το ότι οι κίνδυνοι ήταν γνωστοί και καταγεγραμμένοι, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική παρέμβαση για την αποκατάσταση των προβλημάτων ή την ενίσχυση της ασφάλειας.

Το σιδηροδρομικό δίκτυο συνέχισε να λειτουργεί υπό άθλιες, τριτοκοσμικές συνθήκες, με το προσωπικό να καλείται να διαχειριστεί κρίσιμες καταστάσεις με ελάχιστα μέσα και χωρίς θεσμική υποστήριξη. Οι εργαζόμενοι, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είχαν απευθύνει δραματικές εκκλήσεις, βρέθηκαν τελικά θεατές της προδιαγεγραμμένης κατάρρευσης ενός συστήματος που φαινόταν ήδη έτοιμο να εκραγεί.

Το αποτέλεσμα αυτής της εγκληματικής αδιαφορίας ήταν τραγικό: δεκάδες ανθρώπινες ζωές χάθηκαν σε μια σύγκρουση που θα μπορούσε και όφειλε να είχε αποτραπεί. Η πολιτεία, αντί να ακούσει και να δράσει, επέλεξε τη σιωπή, την αδράνεια και, τελικά, τη συγκάλυψη. Η τραγωδία των Τεμπών δεν ήταν ένα ατύχημα της στιγμής, αλλά η κορύφωση μιας διαχρονικής πολιτικής εγκατάλειψης και αδιαφορίας, που βάρυνε ολοένα και περισσότερο μέχρι να γκρεμίσει ό,τι είχε απομείνει από την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος και τους θεσμούς.

Από την πρώτη στιγμή μετά την τραγωδία των Τεμπών, η διαχείριση της υπόθεσης από την πολιτική ηγεσία χαρακτηρίστηκε από μια συστηματική προσπάθεια αποπροσανατολισμού και συγκάλυψης. Τόσο ο πρώην Υπουργός Μεταφορών, Κώστας Αχ. Καραμανλής, όσο και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη στήριξη ολόκληρης της κυβέρνησης και του φιλικού προς αυτήν μιντιακού συστήματος, επιδόθηκαν σε μια οργανωμένη επιχείρηση αποποίησης ευθυνών, προσπαθώντας να μεταθέσουν το βάρος σε πρόσωπα χαμηλότερης ιεραρχίας.

Η δημόσια αφήγηση επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στον ρόλο του σταθμάρχη, ενώ προβλήθηκαν διαρκώς ονόματα όπως του Χρήστου Τριαντόπουλου και του Παναγιώτη Παπαδημητρίου, σε μια προφανή προσπάθεια να κατασκευαστούν αποδιοπομπαίοι τράγοι και να διασωθούν οι πραγματικοί υπεύθυνοι για την πολυεπίπεδη κατάρρευση της ασφάλειας στον ελληνικό σιδηρόδρομο. Η ουσία όμως δεν μπορούσε να αποκρυφτεί: οι αποφάσεις – ή οι παραλείψεις – που οδήγησαν στην τραγωδία είχαν ληφθεί σε ανώτατο επίπεδο.

Σήμερα, οι εξελίξεις παίρνουν καθοριστική τροπή. Σύμφωνα με πληροφορίες του Kontra News, ο φάκελος της υπόθεσης, μετά από ενδελεχή διερεύνηση από τον εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη, οδεύει προς τη Βουλή των Ελλήνων. Ο λόγος είναι σαφής και θεσμικά αδιαμφισβήτητος: ο ανακριτής δεν έχει αρμοδιότητα άσκησης δίωξης σε πολιτικά πρόσωπα. Η μόνη αρμόδια αρχή που μπορεί πλέον να εξετάσει τις ποινικές ευθύνες πρώην υπουργού είναι η Βουλή, στο πλαίσιο του νόμου περί ευθύνης υπουργών.

Η παραπομπή του φακέλου στο Κοινοβούλιο συνιστά μια κρίσιμη καμπή στην αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Δεν πρόκειται απλώς για μια θεσμική εξέλιξη, αλλά για μια πολιτική και ηθική δοκιμασία: εάν το ελληνικό Κοινοβούλιο θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα επιτρέψει την ουσιαστική διερεύνηση ευθυνών ή αν θα επιχειρήσει, για μια ακόμη φορά, να κλείσει τον κύκλο της συγκάλυψης.

Η κοινωνία απαιτεί απαντήσεις. Οι οικογένειες των θυμάτων απαιτούν δικαιοσύνη. Και πλέον, δεν υπάρχει άλλο μονοπάτι: η Βουλή καλείται να αναλάβει την ιστορική ευθύνη που της αναλογεί.

Όταν κάποιος γνωρίζει πλήρως τον κίνδυνο, έχει επίγνωση των συνεπειών, διαθέτει την εξουσία να τον αποτρέψει, αλλά επιλέγει συνειδητά να αδιαφορήσει, να σιωπήσει και, μάλιστα, να παραπλανήσει τους άλλους που δεν γνωρίζουν, πώς μπορεί να μην τίθεται θέμα δόλου;

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις