Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2025

H Eλλάδα χωρίς στρατηγική πορεύεται σε αχαρτογράφητα νερά


 Όποιος παρακολούθησε τη πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής για τα εθνικά ζητήματα αντιλήφθηκε, δίχως αμφιβολία, πως η χώρα βαδίζει σε δύσβατους δρόμους, χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες, χωρίς εθνικό σχέδιο και χωρίς σαφή στρατηγική στη ρευστή και επικίνδυνη διεθνή συγκυρία. Μέσα σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτητα και όπου η Τουρκία επιδεικνύει διαρκώς την αναθεωρητική της ατζέντα, η ελληνική πολιτική ηγεσία δείχνει να πορεύεται χωρίς πυξίδα, εγκλωβισμένη σε μια πολιτική κατευνασμού που, αντί να διασφαλίζει, αποδυναμώνει τα εθνικά συμφέροντα.

Η Άγκυρα, αξιοποιώντας τις παγκόσμιες ανακατατάξεις και το ρευστό σκηνικό που διαμορφώνεται διεθνώς, έχει κατορθώσει, ακόμη και μέσα στα λεγόμενα “ήρεμα νερά”, να παγιώσει την επιθετική της στρατηγική στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Με το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» να διεκδικεί ευθέως το μισό Αιγαίο και το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο να επιχειρεί να αποκόψει την Ελλάδα και την Κύπρο από τις θαλάσσιες ζώνες τους, η Τουρκία εμφανίζεται πλέον ως περιφερειακή δύναμη με αυξημένο ρόλο, την ώρα που η Αθήνα επιλέγει την αδράνεια και τις επικοινωνιακές κορώνες. Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιδεικνύουν αδυναμία κατανόησης του μεγέθους της απειλής, αποφεύγοντας να χαράξουν μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική, ενώ απαντούν στην κριτική με ρητορική απαξίωσης και ανούσιες επιθέσεις περί “ψευδοπατριωτών του καναπέ”.

Το ίδιο προβληματική παραμένει και η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που διασπασμένα και εγκλωβισμένα σε επιφανειακές αντιπαραθέσεις αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο εθνικής ευθύνης. Καμία ολοκληρωμένη πρόταση, καμία ενιαία γραμμή για τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής άμυνας και αποτροπής. Στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό απουσιάζει η καθαρή φωνή που θα θέσει με ρεαλισμό και παρρησία τα προβλήματα, προτείνοντας συγκεκριμένα βήματα για την αντιμετώπισή τους. Έτσι, το πολιτικό σύστημα συνολικά περνά για μία ακόμη φορά κάτω από τον πήχη, αποδεικνύοντας πως δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού.

Από τη συζήτηση στη Βουλή απουσίασε παντελώς η αναφορά στο πρόσφατο περιστατικό της Κάσου, όπου η ελληνική πλευρά υπαναχώρησε, εγκλωβισμένη στην ψευδαίσθηση ενός “Συμφώνου Φιλίας των Αθηνών”, το οποίο η Άγκυρα εκμεταλλεύτηκε άμεσα, στρατιωτικοποιώντας το επεισόδιο. Το αποτέλεσμα ήταν να δοθεί στον Ερντογάν η ευκαιρία να δηλώνει από το βήμα του ΟΗΕ πως “τίποτα δεν μπορεί να γίνει στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την έγκριση της Τουρκίας”.

Η ίδια λογική της υποχώρησης συνεχίζεται και στη στάση της κυβέρνησης έναντι της Κύπρου, όπου η Αθήνα, αντί να στηρίζει έμπρακτα τη Λευκωσία, επιδόθηκε σε δημόσιες αντεγκλήσεις μαζί της για την ηλεκτρική διασύνδεση, μετατρέποντας μια κρίσιμη εθνική υπόθεση σε επικοινωνιακό θέαμα και αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη από τις πραγματικές απώλειες στο πεδίο.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει ως “εθνική επιτυχία” κινήσεις που στην ουσία αποτελούν παραχωρήσεις. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο, μια πράξη χωρίς κόστος απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, συνοδεύτηκε από παραχωρήσεις στους Ιταλούς ψαράδες και από την εξαίρεση της περιοχής των Κυθήρων λόγω τουρκικών αντιρρήσεων. Η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, αν και θετική στο βαθμό που “εμβολίζει” το τουρκολιβυκό μνημόνιο, παραμένει μερική, εξαιρώντας τη Δωδεκάνησο και το Καστελόριζο και αποδεχόμενη μειωμένη επήρεια της Κρήτης. Παράλληλα, η Ελλάδα δεν αξιοποιεί ούτε καν αυτά τα περιορισμένα δικαιώματα που απορρέουν από τη συμφωνία, αποφεύγοντας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα νοτίως της Κρήτης, όπως είχε εξαγγελθεί από το 2020.

Ακόμη και στον τομέα της άμυνας, όπου η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων θα έπρεπε να εντάσσεται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αποτροπής, η κυβέρνηση περιορίζεται σε δαπανηρές προμήθειες χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό. Η Ελλάδα παραμένει τραγικά πίσω στην ανάπτυξη και παραγωγή drones, που έχουν αναδειχθεί σε καθοριστικό παράγοντα στα σύγχρονα πεδία πολέμου, ενώ η αμυντική της βιομηχανία έχει αφεθεί σε διάλυση. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την ανασυγκρότηση του αμυντικού τομέα, διοχετεύονται αντ’ αυτού σε κύκλους της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας, που αποτελούν τον πυρήνα στήριξης της κυβέρνησης.

Αντιθέτως, η Τουρκία έχει αναπτύξει μια ακμάζουσα αμυντική βιομηχανία, η οποία της εξασφαλίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες, όπως τα προγράμματα Safe και REArm, καθιστώντας την απαραίτητο συνομιλητή και εταίρο. Αυτή η τουρκική διείσδυση συνιστά σοβαρή ήττα για την Ελλάδα, η οποία όχι μόνο χάνει την όποια ευρωπαϊκή προστασία διέθετε, αλλά βλέπει και την ίδια την Ευρώπη να παραπαίει πολιτικά, εγκλωβισμένη στην ανεπάρκεια των ηγεσιών της και στην ψύχωση ενός αντιρωσικού μένους χωρίς γεωπολιτική πυξίδα.

Το διεθνές σκηνικό έχει εισέλθει σε μια μεταβατική φάση, όπου η μονοπολική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών υποχωρεί και ο υπό διαμόρφωση πολυπολικός κόσμος παράγει διαρκή αστάθεια. Στην περίοδο αυτή, όπου η απερχόμενη ηγεμονική δύναμη αντιστέκεται στην παρακμή της και οι νέοι πόλοι –Κίνα, Ρωσία, Ινδία– δεν έχουν ακόμη κατακτήσει σταθερό ρόλο, εντείνονται οι οικονομικοί ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το τουρκικό καθεστώς εκμεταλλεύεται τη ρευστότητα, ελίσσεται επιδέξια ανάμεσα σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα και προβάλλει ως «ειρηνοποιός» δύναμη, παρότι κατέχει εδώ και πενήντα χρόνια έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Ελλάδα, με τη διακήρυξη των Αθηνών του 2023, του προσέφερε αυτό ακριβώς το “διαβατήριο ειρηνοποιού”, τη στιγμή που υπήρχαν οι ευνοϊκότερες συνθήκες για να επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις στην Άγκυρα. Αντί για αποτροπή, επελέγη η υποχωρητικότητα, η σιωπηλή ανοχή και η αυταπάτη της “ηρεμίας”. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, παρά τις αρχικές σκληρές δηλώσεις μετά τα γεγονότα του Έβρου το 2020, αποκάλυψε σταδιακά το πραγματικό της πρόσωπο: αυτό της πολιτικής του κατευνασμού και της φοβικής αποδοχής των τετελεσμένων.

Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η επιλογή της απραξίας στα ελληνοτουρκικά και η απουσία εθνικού σχεδίου καθιστούν τη χώρα ευάλωτη και ανίσχυρη απέναντι στις προκλήσεις ενός κόσμου που μεταβάλλεται με δραματική ταχύτητα. Χρειάζεται άμεσα μια νέα στρατηγική, ένας επαναπροσδιορισμός της θέσης της Ελλάδας μέσα στο πολυπολικό σύστημα, μια πολιτική ενεργής συμμετοχής και αξιοποίησης των διεθνών αντιθέσεων προς όφελος των εθνικών συμφερόντων.

Η συνέχιση του σημερινού δρόμου οδηγεί σε μια ιδιότυπη “φινλανδοποίηση” του ελληνισμού, όπου η χώρα αποδέχεται σιωπηλά τη μείωση της κυριαρχίας της στο όνομα της ψευδούς σταθερότητας. Η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγική ισχύος, όχι ρητορική ηρεμίας. Γιατί, χωρίς εθνικό σχέδιο, κάθε “ήρεμο νερό” είναι απλώς η πρόσοψη μιας επικίνδυνης αδράνειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις