Η Ευρώπη, όπως και η Δύση στο σύνολό της, θυμίζει όλο και περισσότερο την ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου. Η αβεβαιότητα, η κοινωνική κόπωση, η πολιτική φθορά και η άνοδος του φόβου ως καθοριστικού παράγοντα στη δημόσια ζωή, συνθέτουν ένα σκηνικό βαθιάς κρίσης που προμηνύει επικίνδυνες εξελίξεις. Η Ελλάδα, πιστή στην ιστορική της ιδιότητα του ουραγού, ακολουθεί με καθυστέρηση, αλλά σταθερά, τη διαμόρφωση αυτών των νέων συνθηκών, οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα σε αδιέξοδο.
Σε διεθνές επίπεδο, όλο και περισσότερα κράτη προχωρούν σιωπηλά αλλά αποφασιστικά στη συγκέντρωση αποθεμάτων χρυσού, γεγονός που αποτελεί κλασικό δείκτη προετοιμασίας για περίοδο αποσταθεροποίησης. Η επιλογή αυτή υποδηλώνει ότι οι κυβερνήσεις προεξοφλούν οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις, ενδεχόμενη κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή ακόμη και το ξέσπασμα ενός μεγάλου πολέμου.
Η ρητορική των ισχυρών κρατών, σε συνδυασμό με την αλματώδη αύξηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, αποδεικνύει ότι στη Δύση έχει εδραιωθεί ένα «πολεμικό κλίμα». Πρόκειται για το αποτέλεσμα της ανασφάλειας και των αδιεξόδων που δημιούργησαν οι ίδιες οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών – πολιτικές που διαλύουν την κοινωνική συνοχή, εξαντλούν την παραγωγή και γεννούν τη λογική της σύγκρουσης ως διέξοδο.
Στην Ελλάδα, η εικόνα δεν είναι καλύτερη. Το πολιτικό σύστημα διέρχεται μια από τις βαθύτερες κρίσεις της Μεταπολίτευσης, βυθισμένο σε σκάνδαλα, αναξιοπιστία και κοινωνική απαξίωση. Η απώλεια εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς είναι σχεδόν καθολική, ενώ η λειτουργία της δικαιοσύνης και της διοίκησης έχει διαβρωθεί από την κομματοκρατία και τη μετριοκρατία. Σε αυτή τη συγκυρία, η ανάγκη για θωράκιση της πατρίδας, αλλά πρωτίστως της κοινωνίας, καθίσταται ζωτική. Η σταθερότητα είναι επιθυμητή και αναγκαία, όχι όμως με τη μορφή της συντήρησης ενός καθεστώτος που έχει ευθύνη για την απαξίωση της πολιτικής και την κατασπατάληση των πόρων. Η αποφυγή της ακυβερνησίας δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τη διαιώνιση μιας παρακμιακής εξουσίας που έχει εξαντλήσει κάθε απόθεμα νομιμοποίησης.
Η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική αλλαγή, και τη χρειάζεται άμεσα, πριν η κατάσταση καταστεί μη αναστρέψιμη. Αυτή η αλλαγή, ωστόσο, δεν μπορεί να έχει τα χαρακτηριστικά των παλαιών ανατροπών: λαϊκισμούς, βίαιες ρητορικές, ακρότητες και νέους φαύλους κύκλους απογοήτευσης. Η κοινωνία δεν αντέχει άλλη αυταπάτη. Χρειάζεται μια νέα αρχή με περιεχόμενο, σχέδιο, πρόγραμμα και όραμα για την επαναθεμελίωση του κράτους και της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα – θεσμικό, οικονομικό, κοινωνικό, εργασιακό, δημογραφικό. Μια μεταρρύθμιση ουσίας που θα ανασχεδιάσει το σύστημα περίθαλψης, θα επαναφέρει την αξιοκρατία και θα επιδιώξει μια πραγματική παραγωγική ανασυγκρότηση, βασισμένη σε ελληνικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό.
Στο πεδίο των εθνικών και εξωτερικών θεμάτων, η στασιμότητα και η διαρκής υποχωρητικότητα της ελληνικής διπλωματίας δεν μπορούν πλέον να συνεχιστούν. Οι λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος έχουν περιορίσει δραματικά τα περιθώρια κινήσεων, καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για νέα στρατηγική, με ρεαλιστικές συμμαχίες και επαναπροσδιορισμό των εθνικών προτεραιοτήτων. Η Ελλάδα δεν μπορεί να πορεύεται ως δορυφόρος άλλων, αλλά ως δύναμη με δική της γεωπολιτική και πολιτισμική βαρύτητα.
Σε αυτό το κρίσιμο πλαίσιο, οι θιασώτες του λεγόμενου «δημοκρατικού καπιταλισμού» επιτείνουν τη σύγχυση, αδυνατώντας να προσδιορίσουν με σαφήνεια τι εννοούν και πώς διαφοροποιούνται από το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Η ρητορική τους απλώς θολώνει το στίγμα μιας νέας πορείας, καθώς παραμένει εγκλωβισμένη στις ίδιες οικονομικές και κοινωνικές παραδοχές που οδήγησαν την Ευρώπη, ακόμη και τη Γαλλία, σε βαθιά κρίση.
Το πραγματικό ζητούμενο για την κοινωνία δεν είναι άλλη μία παραλλαγή του ίδιου συστήματος, αλλά η διαμόρφωση μιας αυθεντικής εναλλακτικής πρότασης, που θα αντλεί έμπνευση από τις ρίζες του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της δημοκρατικής αριστεράς. Μιας πρότασης που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τη συμμετοχική δημοκρατία, την αποκέντρωση, την κοινωνική και εργασιακή ειρήνη, την προστασία του περιβάλλοντος και την έννοια της πατριωτικής οικονομίας, δηλαδή μιας οικονομίας που υπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα και την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ευθύνη για όσους πιστεύουν σε αυτή την προοδευτική εναλλακτική πρόταση είναι τεράστια. Οφείλουν να ενεργήσουν με εντιμότητα, διαφάνεια, φερεγγυότητα και αξιοπιστία, επιδιώκοντας συναινέσεις χωρίς συναλλαγές, αλήθειες χωρίς υποκρισία και προγραμματισμό χωρίς ιδεοληψίες. Η χώρα δεν έχει περιθώριο για άλλη μία ψευδεπίγραφη «αλλαγή» που θα ανακυκλώσει το παλιό με νέο προσωπείο. Αν η Ευρώπη μοιάζει να επιστρέφει στο σκοτάδι του Μεσοπολέμου, η Ελλάδα έχει χρέος να βρει φως – όχι μέσα από τις αυταπάτες της εξουσίας, αλλά μέσα από την αναγέννηση της δημοκρατίας της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου