Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

OTAN το κράτος παραδίδει τα κλειδιά στους εγκληματίες

 


Η υπόθεση του 19χρονου Ιρακινού, ο οποίος συνελήφθη εκ νέου λίγα εικοσιτετράωρα μετά την επίθεσή του σε μηχανοδηγό του Μετρό στη «Δουκίσσης Πλακεντίας» και την αρχική σύλληψή του, λειτουργεί ως μεγενθυντικός φακός πάνω σε ένα σύστημα που παραπαίει ανάμεσα στις εξαγγελίες «μηδενικής ανοχής» και στην πράξη της καθημερινότητας. Το περιστατικό δεν είναι μεμονωμένο· αναδεικνύει την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική ασφάλειας και στην πραγματική ικανότητα του κράτους να διαχειριστεί με συνέπεια περιπτώσεις υπότροπων δραστών, ιδίως όταν εμπλέκονται ζητήματα μεταναστευτικού καθεστώτος, κοινωνικής ευαλωτότητας και ποινικής επαναδραστηριοποίησης.

Ο νεαρός φέρεται να έχει απασχολήσει επανειλημμένα τις αρχές για διάφορα αδικήματα, δηλώνοντας άστεγος. Κάθε φορά αφήνεται ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, τους οποίους σύμφωνα με υπηρεσιακές ενημερώσεις προς την Εισαγγελία καταπατά συνεχώς χωρίς ουσιαστικές συνέπειες. Το ερώτημα εδώ δεν είναι μόνο επιχειρησιακό (αν η ΕΛ.ΑΣ. επιτηρεί επαρκώς τους όρους) αλλά και θεσμικό: όταν διαπιστώνεται παραβίαση, γιατί δεν ενεργοποιούνται συστηματικά τα προβλεπόμενα μέτρα; Γιατί δεν διατάσσεται προσωρινή κράτηση ή αναθεώρηση των όρων; Πού «σπάει» η αλυσίδα λογοδοσίας ανάμεσα στη διαπίστωση της παράβασης και στην επιβολή των νομικών συνεπειών;

Αυτά τα ερωτήματα δεν υπονομεύουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η ανεξαρτησία προϋποθέτει και ευθύνη τεκμηρίωσης: όταν καταγράφεται κατ’ εξακολούθηση παραβίαση όρων, οι δικαστικές αποφάσεις οφείλουν να είναι απολύτως αιτιολογημένες, με σαφή αναφορά στους λόγους για τους οποίους επιλέγεται η ηπιότερη μεταχείριση. Σε αντίθετη περίπτωση, η κοινωνία λαμβάνει το μήνυμα ότι η επανάληψη παραβατικών συμπεριφορών μένει ουσιαστικά ατιμώρητη. Το συγκεκριμένο σημείο χρήζει ελέγχου: αν οι αρμόδιοι ενημερώθηκαν εγκαίρως, τι μέτρα εισηγήθηκαν οι εισαγγελικές αρχές, ποιες αποφάσεις έλαβαν τα δικαστικά συμβούλια και με ποια αιτιολογία. Αν διαπιστωθούν κενά ή παραλείψεις, υπάρχουν πειθαρχικά εργαλεία. Αν διαπιστωθούν βαρύτερα παραπτώματα, η έννομη τάξη προβλέπει και ποινικές συνέπειες.

Στο πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση οφείλει να απαντήσει πειστικά. Δεν αρκούν οι επικοινωνιακές διακηρύξεις περί «νόμου και τάξης» όταν συγκεκριμένες υποθέσεις δείχνουν ότι ο μηχανισμός αφήνει υπότροπους παραβάτες να παραμένουν ελεύθεροι και να επανεμφανίζονται στα αστυνομικά δελτία. Η επίκληση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης δεν είναι ασπίδα αποποίησης ευθύνης: η εκτελεστική εξουσία διαμορφώνει πλαίσιο, διαδικασίες, πόρους, διαλειτουργικότητα βάσεων δεδομένων, επιτήρηση περιοριστικών όρων, διοικητικές επιστροφές και απομακρύνσεις όπου επιτρέπεται, καθώς και δομές κοινωνικής επανένταξης που περιορίζουν την υποτροπή. Αν υπόσχεται απέλαση, οφείλει να εξηγήσει γιατί δεν έχει κινηθεί εγκαίρως η διαδικασία επιστροφής, ποια είναι τα εμπόδια (νομικά, διεθνών συνθηκών, ταυτοποίησης, συνεργασίας προξενικών αρχών), πόσες φορές επιχειρήθηκε και με τι αποτέλεσμα. Το δημόσιο δεν χρειάζεται συνθήματα· χρειάζεται πλήρη διαδρομή ευθύνης βήμα-βήμα.

Υπάρχει και μια δύσκολη, αλλά αναγκαία, διάκριση. Η σκληρή κριτική σε ανεπαρκείς πολιτικές και σε θεσμικές αστοχίες δεν πρέπει να εκτρέπεται σε συλλογικές στοχοποιήσεις. Το ποινικό δίκαιο είναι ατομικό: ευθύνεται ο δράστης, όχι η εθνικότητά του ούτε η ιδιότητά του ως αιτούντος προστασία ή μετανάστη. Όμως ακριβώς επειδή η κοινωνική ανησυχία είναι έντονη, το κράτος έχει υποχρέωση να δείξει ότι οι κανόνες ισχύουν ισότιμα, γρήγορα και μετρήσιμα: καταγραφή παραβιάσεων σε πραγματικό χρόνο, αυτόματη ενεργοποίηση διαδικασιών, σαφή κριτήρια για την επιβολή κράτησης, συστηματική παρακολούθηση υπό όρους, και—εκεί όπου το επιτρέπει το διεθνές και εθνικό δίκαιο—άμεση διοικητική απομάκρυνση με εγγυήσεις δικαιωμάτων.

Στην πράξη, η εικόνα που αποτυπώνεται είναι τριπλά προβληματική. Πρώτον, υστερεί ο έγκαιρος συντονισμός αστυνομικών, εισαγγελικών και δικαστικών αρχών όταν παραβιάζονται όροι. Δεύτερον, η κοινωνική πολιτική είναι αποσπασματική: άστεγοι, χωρίς δίκτυα υποστήριξης, περιφέρονται ανάμεσα σε ξηρούς περιοριστικούς όρους και στην επόμενη σύλληψη—το τέλειο εκκολαπτήριο υποτροπής. Τρίτον, οι διαδικασίες επιστροφών/απελάσεων είναι συχνά αργές, δυσανάγνωστες και συσκοτίζονται πίσω από γενικόλογες αναφορές σε «διπλωματικές δυσκολίες». Κάθε μία από αυτές τις παθογένειες θρέφει την επόμενη.

Η απάντηση, λοιπόν, δεν είναι μία, αλλά ένα πακέτο συγκεκριμένων πράξεων που μπορούν να μετρηθούν:

• Υποχρεωτική, ψηφιακή, ιχνηλατή αιτιολόγηση κάθε δικαστικής απόφασης που επιλέγει μη στερητικό μέτρο σε υπότροπη παραβίαση όρων, με άμεση διαβίβαση σε εποπτικό όργανο.

• Ενιαίο πληροφοριακό σύστημα αστυνομίας–εισαγγελίας–δικαστηρίων, ώστε η παραβίαση όρου να ενεργοποιεί χωρίς καθυστέρηση την επανεξέταση του καθεστώτος του κατηγορουμένου.

• Ρεαλιστική επιτήρηση περιοριστικών όρων (ηλεκτρονική επιτήρηση όπου χρειάζεται και προβλέπεται, υποχρεωτική παρουσία, κοινωνική υπηρεσία που βλέπει τον άνθρωπο πριν ξαναγίνει «φάκελος»).

• Επιτάχυνση και διαφάνεια στις διοικητικές διαδικασίες επιστροφής με πλήρη σεβασμό των διεθνών υποχρεώσεων—και δημοσιοποίηση τριμηνίων δεικτών (αιτήσεις, αποφάσεις, προσφυγές, εκτελέσεις).

• Εξειδικευμένα προγράμματα προσωρινής στέγασης/εργασιακής διασύνδεσης για να μειωθεί η υποτροπή—όχι ως «επιείκεια», αλλά ως εργαλείο ασφάλειας: όσο λιγότερο περιθώριο, τόσο λιγότερη παραβατικότητα.

• Εσωτερικός πειθαρχικός έλεγχος όπου καθυστερήσεις ή παραλείψεις παραβιάζουν τον νόμο ή εκθέτουν το δημόσιο συμφέρον.

Στο πολιτικό μέτωπο, απαιτείται ειλικρίνεια: η ασφάλεια δεν επιβάλλεται με συνθήματα, αλλά με αδιάκοπη, βαρετή δουλειά μηχανισμού. Ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος υπουργός οφείλουν να δώσουν στοιχεία, όχι μόνο εξαγγελίες: πόσοι υπότροποι τελούν υπό όρους, πόσες παραβιάσεις όρων καταγράφονται, πόσες μετατράπηκαν σε προφυλακίσεις, πόσες αποφάσεις επιστροφής εκτελέστηκαν, πόσες μπλόκαραν και γιατί. Χωρίς τέτοια λογοδοσία, η «μηδενική ανοχή» γίνεται κενό σύνθημα.

Η Δικαιοσύνη, από την πλευρά της, δεν μπορεί να μένει στο απυρόβλητο όταν οι αποφάσεις της προκαλούν τεκμηριωμένη διακινδύνευση της δημόσιας ασφάλειας. Η ανεξαρτησία δεν ταυτίζεται με ακαταλόγιστο· προϋποθέτει αυστηρή, θεσμική αυτοκριτική και πειθαρχικά φίλτρα που λειτουργούν γρήγορα και καθαρά. Και βέβαια, οι καταχρηστικές γενικεύσεις κατά ευάλωτων ομάδων δεν προσθέτουν ασφάλεια—απλώς συγκαλύπτουν την αδυναμία της πολιτείας να κάνει τη δουλειά της.

Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλη μια κυβέρνηση που «μιλάει σκληρά» και πράττει χαλαρά. Χρειάζεται ηγεσία πατριωτική με την ουσιαστική έννοια: ικανή, πρακτική, προσανατολισμένη στην εφαρμογή του νόμου και στην προστασία των πολιτών, χωρίς αναβλητικότητα και χωρίς ιδεολογικά παραπετάσματα. Χρειάζεται και μια Δικαιοσύνη που να θυμίζει καθημερινά πως η ισονομία είναι πράξη, όχι αξίωμα—ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους και εφαρμόζονται έγκαιρα και μετρήσιμα. Αν κάτι απέδειξε η υπόθεση της «Δουκίσσης Πλακεντίας», είναι ότι ο δρόμος προς την ασφάλεια δεν περνά από τις δηλώσεις αλλά από τη συνεπή, γραμμή-γραμμή εφαρμογή της έννομης τάξης. Και αυτό είναι έργο που δεν χωράει ούτε υπεκφυγές ούτε καθυστερήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις