Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

Eπιστημονικές Mελέτες αναζωπυρώνουν τις συζητήσεις για την ασφάλεια των ασύρματων δικτύων

 


Οι νέες ερευνητικές δημοσιεύσεις από τη Σουηδία, την Κίνα, την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο επαναφέρουν δυναμικά στο προσκήνιο το ζήτημα της ανθρώπινης έκθεσης στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των σύγχρονων ασύρματων τεχνολογιών, αναδεικνύοντας πτυχές που συχνά παραμένουν αθέατες στο δημόσιο διάλογο.

Παράλληλα, δύο από αυτές συνοδεύονται από σοβαρούς ισχυρισμούς και αμφισβητήσεις: στη μία περίπτωση, οι συγγραφείς καταγγέλλουν άμεση προσπάθεια λογοκρισίας από τη βιομηχανία τηλεπικοινωνιών, ενώ σε μια άλλη μελέτη, επικριτές κατηγορούν τους ερευνητές για σύγκρουση συμφερόντων και για υιοθέτηση μεθοδολογίας που παρουσιάζει τις επιδράσεις της ακτινοβολίας με τρόπο συμβατό με τα συμφέροντα του κλάδου.

Οι εξελίξεις αυτές τροφοδοτούν μια διεθνή συζήτηση που ήδη είναι φορτισμένη, καθώς η ταχεία εξάπλωση του 5G και των εφαρμογών υψηλής συχνότητας έχει προηγηθεί της αντίστοιχης αξιολόγησης των πιθανών κινδύνων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.


Το πρώτο περιστατικό αφορά τη σουηδική αναφορά περίπτωσης για την οποία έγινε ιδιαίτερος λόγος, καθώς συνοδεύεται από την καταγγελία ότι η Ericsson και άλλες εταιρείες προσπάθησαν να αποσύρουν το άρθρο μετά την αρχική δημοσίευσή του σε σουηδικό ιατρικό περιοδικό.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε εκ νέου τον Ιανουάριο στο Annals of Case Reports και περιγράφει την απότομη εμφάνιση συμπτωμάτων που ταυτίζονται με το «σύνδρομο μικροκυμάτων», όταν εγκαταστάθηκε κεραία 5G στην οροφή πολυκατοικίας όπου διέμεναν οι δύο συμμετέχοντες. Ο Dr. Lennart Hardell και η Mona Nilsson υποστηρίζουν ότι η συμπτωματολογία – που περιλάμβανε πονοκεφάλους, ταχυκαρδία, ζάλη, αϋπνία και νευρικότητα – υποχώρησε όταν οι ένοικοι απομακρύνθηκαν από το διαμέρισμα, γεγονός που οι συγγραφείς θεωρούν ενδεικτικό του άμεσου ρόλου της ακτινοβολίας.

Η Nilsson επισημαίνει ότι η καταγγελία προς τον εκδότη του σουηδικού περιοδικού προήλθε από εκπρόσωπο της Ericsson και από οργανισμό που εκπροσωπεί πάνω από 1.200 εταιρείες τεχνολογίας, στοιχείο το οποίο αντιλαμβάνεται ως προσπάθεια φίμωσης ενός ευρήματος που θέτει υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια της τεχνολογίας 5G

Υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη του νέου δικτύου έγινε χωρίς προηγούμενες ολοκληρωμένες μελέτες ασφαλείας και πως οι πολίτες εκτίθενται χωρίς τη συναίνεσή τους σε «μαζικά αυξανόμενα επίπεδα παλμικής μικροκυματικής ακτινοβολίας». Αντίστοιχα, ο Hardell σημειώνει ότι ιστορικά πολλές απειλές για τη δημόσια υγεία εντοπίστηκαν πρώτα μέσα από κλινικές παρατηρήσεις μεμονωμένων περιπτώσεων, γεγονός που αυξάνει τη σημασία τέτοιων αναφορών.

Την ίδια περίοδο δημοσιεύθηκε και η κινεζική μελέτη που συνδέει την επίπτωση του πρωτοπαθούς καρκίνου του εγκεφάλου με μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η χρήση κινητών τηλεφώνων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ και τη Σύμπραξη Πανεπιστημίων του Ειρηνικού, καταλήγοντας ότι η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου ήταν υψηλότερη σε χώρες υψηλού εισοδήματος και σχετίστηκε με δείκτες κοινωνικής ανάπτυξης, αλλά και με την αυξημένη χρήση κινητών.

Ο ανώτερος συγγραφέας, Dr. Martin Chi-sang Wong, αναφέρει ότι τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αποτελούν την «πιο πρόσφατη και ολοκληρωμένη» παγκόσμια βάση δεδομένων για τις τάσεις του καρκίνου του εγκεφάλου. Αν και η μελέτη δεν αποδεικνύει αιτιώδη σχέση, προειδοποιεί ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να λάβουν υπόψη την αυξανόμενη χρήση κινητών τηλεφώνων ως πιθανό παράγοντα κινδύνου και να προωθήσουν προληπτικές στρατηγικές.

Εξίσου σημαντική είναι και η αυστραλιανή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Public Health και εξετάζει τα βιολογικά αποτελέσματα της έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία από τις καθημερινές ασύρματες συσκευές. Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε πάνω από χίλιες μελέτες, καταλήγοντας ότι τα δύο τρίτα εξ αυτών καταγράφουν σημαντικές βιολογικές μεταβολές, όπως οξειδωτικό στρες, βλάβη πρωτεϊνών και μεταβολές στη λειτουργικότητα βασικών κυτταρικών μηχανισμών.

Οι ερευνητές προτείνουν επικαιροποίηση της ιατρικής εκπαίδευσης, ώστε οι επαγγελματίες υγείας να μπορούν να αξιολογούν και να διαχειρίζονται περιστατικά που ενδέχεται να σχετίζονται με έκθεση στην ακτινοβολία. Επισημαίνουν επίσης ότι η διαρκής αύξηση των ασύρματων συσκευών δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου η καθημερινή έκθεση είναι πλέον αναπόφευκτη και συχνά υποτιμημένη.

Η τέταρτη μελέτη, η οποία προέρχεται από το Ηνωμένο Βασίλειο, επιχειρεί να ποσοτικοποιήσει τη συνολική δόση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από την καθημερινή χρήση κινητών και άλλων συσκευών σε περίπου 6.600 εφήβους. Η έρευνα μετρά τον ειδικό ρυθμό απορρόφησης (SAR) σε διάστημα δύο ετών και καταλήγει ότι η δόση που έλαβε ο κροταφικός λοβός του εγκεφάλου αυξήθηκε κατά 32%, με κύρια αιτία την ομιλία σε δίκτυα κινητής τηλεφωνίας.

Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η μελέτη SCAMP αποτελεί την πρώτη διαχρονική αξιολόγηση αυτού του είδους σε τόσο μεγάλο δείγμα και θεωρούν ότι τα στοιχεία της συμβάλλουν στη συνολική κατανόηση της έκθεσης των νέων.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη μελέτη έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονης κριτικής. Ο επιστημονικός διευθυντής του Powerwatch, Alasdair Philips, χαρακτηρίζει την προσέγγιση των ερευνητών «εξαιρετικά συμβατή με τα συμφέροντα της βιομηχανίας», σημειώνοντας ότι η εστίαση αποκλειστικά στον SAR αποκρύπτει τις μη θερμικές επιδράσεις της ακτινοβολίας, οι οποίες έχουν καταγραφεί σε πλήθος μελετών.

Επικαλείται επίσης προηγούμενες προειδοποιήσεις για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων του Martin Röösli, μέλους της ερευνητικής ομάδας και επικεφαλής συμβουλευτικής επιτροπής στην Ελβετία για τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία. Ο Philips θεωρεί ότι η μεθοδολογία δεν λαμβάνει υπόψη πραγματικές συνήθειες των εφήβων, όπως τη χρήση κινητών κατά τη διάρκεια της νύχτας, και ότι η παράλειψη συσχέτισης με πιθανούς κινδύνους όπως οι όγκοι γλοιοβλαστώματος υποβαθμίζει το εύρημα της αυξημένης απορρόφησης από τον κροταφικό λοβό.

Αντίστοιχη άποψη εκφράζει και η Eileen O’Connor, διευθύντρια του EM Radiation Research Trust, η οποία τονίζει πως το άρθρο δεν αναφέρεται πουθενά στις μη θερμικές βιολογικές επιδράσεις, ούτε και στις επίσημες οδηγίες του Ηνωμένου Βασιλείου που συνιστούν προληπτικά μέτρα για τα παιδιά.

Επισημαίνει ότι η συνεχής υιοθέτηση μελετών οι οποίες περιορίζονται σε θερμικές αντιδράσεις δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι οι κίνδυνοι είναι μικροί ή ανύπαρκτοι, ενώ η πραγματικότητα, κατά την άποψή της, είναι πολύ πιο σύνθετη. Υπογραμμίζει ότι η παράβλεψη των νεότερων ερευνητικών δεδομένων αποτελεί σοβαρή παράλειψη της πολιτείας και ότι η αδράνεια στην αναγνώριση των κινδύνων μπορεί να επιφέρει επιπτώσεις που θα επηρεάσουν όχι μόνο τις σημερινές κοινωνίες αλλά και τις επόμενες γενιές.

Η O’Connor υποστηρίζει ότι η δημόσια συζήτηση για την ασφάλεια των RF-EMF είναι συστηματικά στρεβλωμένη, καθώς έρευνες που χρηματοδοτούνται από τη βιομηχανία προωθούνται συχνά ως αξιόπιστες, ενώ ανεξάρτητες επιστημονικές εργασίες που αναδεικνύουν προβλήματα παραγκωνίζονται.

Θεωρεί ότι η επιμονή στη θερμική προσέγγιση της ακτινοβολίας συνιστά «επιλογή πολιτικού χαρακτήρα», καθώς υποβαθμίζει τις μη θερμικές επιδράσεις που καταγράφονται επί δεκαετίες και οι οποίες ενδέχεται να έχουν επιγενετικές συνέπειες. Προειδοποιεί ότι η παρατεταμένη αδράνεια μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική επιβάρυνση των συστημάτων υγείας και ότι οι πολίτες ενδέχεται στο μέλλον να αναζητήσουν ευθύνες μέσω ποινικών διαδικασιών.

Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, οι τέσσερις μελέτες συγκλίνουν σε δύο βασικά σημεία: πρώτον, ότι η έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία αυξάνεται συνεχώς, και δεύτερον, ότι το ζήτημα της ασφάλειας των ασύρματων τεχνολογιών παραμένει ανοιχτό.

Η σουηδική αναφορά περίπτωσης εγείρει ερωτήματα για την άμεση επίδραση των δικτύων 5G σε συγκεκριμένα άτομα, η κινεζική μελέτη συνδέει τη χρήση κινητών με τη γενική αύξηση περιστατικών καρκίνου του εγκεφάλου, η αυστραλιανή έρευνα καταγράφει συστηματικές βιολογικές επιδράσεις σε πολυάριθμες μελέτες, ενώ η βρετανική αξιολόγηση δείχνει ότι οι νέοι εκτίθενται σε ολοένα και υψηλότερες δόσεις ακτινοβολίας.

Οι συζητήσεις αυτές αποκτούν ιδιαίτερη σημασία σε μια περίοδο όπου οι ασύρματες τεχνολογίες επεκτείνονται με ρυθμούς που υπερβαίνουν την ικανότητα των εποπτικών μηχανισμών να αξιολογήσουν εγκαίρως τους κινδύνους.

Η παγκόσμια ανάπτυξη του 5G, η αύξηση των έξυπνων συσκευών και η μετάβαση σε περιβάλλοντα πλήρως συνδεδεμένα μέσω ασύρματων δικτύων δημιουργούν ένα νέο τεχνολογικό τοπίο, στο οποίο η ανθρώπινη έκθεση στα RF-EMF είναι συνεχής, πολυεπίπεδη και συχνά ανεξέλεγκτη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η επιστημονική κοινότητα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει αυτόν τον ρυθμό και να προσφέρει αξιόπιστες απαντήσεις πριν η τεχνολογία παγιώσει νέα δεδομένα υγειονομικής σημασίας.

Οι τέσσερις μελέτες, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αδυναμίες ή αμφισβητήσεις, συμβάλλουν στη διεύρυνση ενός πεδίου το οποίο παραμένει κρίσιμο για τη δημόσια υγεία. Η ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία επιδρά στα βιολογικά συστήματα είναι προφανής.

Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η σημασία της ανεξαρτησίας της επιστημονικής έρευνας και της διαφάνειας στη διαδικασία αξιολόγησης των κινδύνων, ώστε να είναι δυνατή η χάραξη πολιτικής που στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία και όχι σε οικονομικά συμφέροντα. Καθώς οι τεχνολογίες εξελίσσονται, η ισορροπία ανάμεσα στην καινοτομία και την προστασία της υγείας καθίσταται μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις