Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2025

O Mισθός τελειώνει, τα καρτέλ «ληστεύουν» και το κράτος καλύπτει!

 


Στην Ελλάδα του 2025, η πολιτική εξουσία μιλά με επιμονή για «ανάπτυξη», την ίδια ώρα που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ζουν με το άγχος της καθημερινής επιβίωσης και με τη βεβαιότητα ότι ο μισθός τους δεν αρκεί για να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες ενός μήνα.

Για πολλούς εργαζόμενους, τα χρήματα εξαντλούνται πριν ολοκληρωθεί το τρίτο δεκαήμερο και στη συνέχεια ακολουθεί μια περίοδος στερήσεων, αναβολών και νέων χρεώσεων, που γεννά ένα βαρύ αίσθημα αδικίας και ανασφάλειας. Αυτό το αίσθημα είναι η λογική συνέπεια μιας πραγματικότητας όπου οι τιμές αυξάνονται σταθερά, ενώ τα εισοδήματα ακολουθούν με καθυστέρηση ή δεν ακολουθούν καθόλου.

Η κατάσταση αυτή δεν προέκυψε τυχαία, ούτε αποτελεί μια αναπόφευκτη «μοίρα» που απλώς συνέβη στην Ελλάδα και καλούμαστε όλοι να προσαρμοστούμε, καθώς η οικονομική πίεση που ασκείται στα νοικοκυριά έχει σαφή πολιτικό αποτύπωμα, επειδή διαμορφώνεται από επιλογές που καθορίζουν το ύψος των μισθών, τη φορολογική επιβάρυνση, το πλαίσιο ελέγχου της αγοράς, τη λειτουργία των μηχανισμών εποπτείας και, τελικά, το ποιος προστατεύεται σε συνθήκες κρίσης κόστους ζωής.


Όταν η πολιτεία αφήνει τη βασική κατανάλωση να γίνεται όλο και ακριβότερη, χωρίς αντίστοιχη ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης, η πίεση μεταφέρεται στον πολίτη ως υποχρεωτική «προσαρμογή», η οποία όμως στην πράξη σημαίνει λιγότερη τροφή, λιγότερη θέρμανση, λιγότερη αξιοπρέπεια.

Τα πάγια έξοδα έχουν πλέον χαρακτήρα μόνιμου στραγγαλισμού, τα ενοίκια αυξάνονται σε επίπεδα που δεν αντιστοιχούν στα εισοδήματα και μετατρέπουν τη στέγαση σε διαρκή αβεβαιότητα, ενώ η ενέργεια εξακολουθεί να λειτουργεί ως ένας παράγοντας που επιβαρύνει δυσανάλογα τα μεσαία και χαμηλά στρώματα, ιδίως σε μια χώρα όπου η θέρμανση και η ηλεκτρική κατανάλωση αποτελούν σημαντικές ανάγκες.

Παράλληλα, οι μετακινήσεις κοστίζουν όλο και περισσότερο, τα σχολικά και οικογενειακά έξοδα συσσωρεύονται, και η καθημερινή κατανάλωση βασικών προϊόντων γίνεται ένα μαθηματικό πρόβλημα που λύνεται με διαρκείς περικοπές. Ακόμη και σε οικογένειες με δύο εργαζόμενους γονείς, η οικονομική ισορροπία είναι εύθραυστη, επειδή το συνολικό κόστος ζωής απορροφά σχεδόν όλο το εισόδημα, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο για αποταμίευση, πρόβλεψη ή κάλυψη έκτακτων αναγκών.

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η ακρίβεια δεν περιορίζεται σε δευτερεύουσες κατηγορίες, αλλά επεκτείνεται στα πιο βασικά είδη διατροφής. Κρέας, ψάρια, γαλακτοκομικά και προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης γίνονται ολοένα και ακριβότερα, με αποτέλεσμα να αλλάζουν οι διατροφικές συνήθειες επειδή οι πολίτες αναγκάζονται να προσαρμόσουν το καλάθι τους στην οικονομική πίεση. Όταν ένα νοικοκυριό κόβει από την ποιότητα και την επάρκεια της τροφής για να πληρώσει έναν λογαριασμό ή ένα ενοίκιο, τότε αγγίζουμε τα όρια και τη δυνατότητα μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η παιδική ηλικία σε τέτοιες συνθήκες σημαδεύεται από στερήσεις που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, και το κοινωνικό κόστος αυτής της πραγματικότητας είναι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι δείχνουν οι αριθμοί της αγοράς.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η ευθύνη της πολιτείας δεν μπορεί να εξαντλείται σε διαπιστώσεις ή σε επικοινωνιακές κινήσεις. Η αγορά δεν είναι ένα αυτόνομο φυσικό φαινόμενο, αλλά ένα πεδίο που λειτουργεί με κανόνες και ισορροπίες, και η απουσία ουσιαστικής εποπτείας ευνοεί πρακτικές που οδηγούν σε υπερκέρδη, σε ολιγοπωλιακές συμπεριφορές και σε συστηματική μεταφορά βάρους στον καταναλωτή.

Όταν οι έλεγχοι είναι ανεπαρκείς, όταν οι κυρώσεις δεν λειτουργούν αποτρεπτικά και όταν οι μηχανισμοί προστασίας του πολίτη αδυνατούν να ανταποκριθούν, η αισχροκέρδεια γίνεται κανονικότητα και τα οργανωμένα συμφέροντα διατηρούν ισχύ που δεν δικαιολογείται από έναν υγιή ανταγωνισμό. Η επίκληση της «ατομικής ευθύνης» σε τέτοιες συνθήκες είναι μια εύκολη μετατόπιση της συζήτησης από τις δομικές αιτίες προς τον πολίτη, ο οποίος όμως δεν έχει τα εργαλεία να διαπραγματευτεί τιμές, να ελέγξει μονοπωλιακές πρακτικές ή να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς.

Η κοινωνία οδηγείται έτσι σε μια διαδικασία σιωπηλής φτωχοποίησης, όπου οι εργαζόμενοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε έναν κύκλο που περιλαμβάνει διαρκή άνοδο των τιμών, περιορισμένη αύξηση εισοδημάτων και ολοένα μεγαλύτερη αίσθηση αδυναμίας. Οι νέοι άνθρωποι, ακόμη και όταν εργάζονται, δυσκολεύονται να σχεδιάσουν το μέλλον τους, να αποκτήσουν στέγη, να δημιουργήσουν οικογένεια ή να πιστέψουν ότι η προσπάθεια ανταμείβεται. Οι οικογένειες ζουν με συνεχή ανασφάλεια, επειδή μια απρόβλεπτη δαπάνη, μια ασθένεια ή μια αλλαγή στη δουλειά μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία. Αυτή η κατάσταση δεν περιγράφει μια κοινωνία που προοδεύει, αλλά μια κοινωνία που μεταφέρει βάρη προς τα κάτω, ενώ διατηρεί προνόμια προς τα πάνω.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά για κοινωνική συνοχή, οικονομική δικαιοσύνη και πραγματική πρόοδο, τότε χρειάζονται μέτρα που να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στη ρίζα του και να αποκαθιστούν την αγοραστική δύναμη των πολιτών.

Χρειάζεται κατώτατος μισθός που να ανταποκρίνεται στο πραγματικό κόστος ζωής και να επιτρέπει στον εργαζόμενο να καλύπτει τις βασικές ανάγκες του χωρίς να εξαντλείται πριν τελειώσει ο μήνας, χρειάζονται ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις που να μην εξανεμίζονται από την ακρίβεια, αλλά να λειτουργούν ως πραγματική ενίσχυση της καθημερινότητας, χρειάζεται μείωση του ΦΠΑ και των έμμεσων φόρων σε τρόφιμα και βασικά αγαθά, γιατί η φορολογία της ανάγκης βαθαίνει την ανισότητα και πιέζει περισσότερο εκείνους που έχουν λιγότερα.

Χρειάζεται, επίσης, ένα αυστηρό πλαίσιο εποπτείας της αγοράς που να αντιμετωπίζει τις καρτελικές πρακτικές, να επιβάλλει αποτρεπτικά πρόστιμα, να ενισχύει τον ανταγωνισμό και να προστατεύει τον καταναλωτή από συστηματικές στρεβλώσεις και τέλος χρειάζεται μια συνεκτική δημόσια πολιτική στέγης που να μειώνει την πίεση των ενοικίων, να προσφέρει πραγματικές επιλογές σε νέους και οικογένειες και να αντιμετωπίζει τη μετατροπή της κατοικίας σε πεδίο ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας.

Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνία δεν μπορεί να συνηθίσει στην ιδέα ότι η εργασία δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή ζωή. Η φτώχεια δεν είναι κανονικότητα και η ακρίβεια δεν είναι «χαρακτηριστικό της εποχής» που πρέπει απλώς να υπομείνουμε. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν πολιτικές που να στηρίζουν τον εργαζόμενο, να ελέγχουν την αγορά, να προστατεύουν τη στέγη και να μειώνουν το βάρος των έμμεσων φόρων.

Η συλλογική αντίδραση, η στήριξη κοινωνικών πρωτοβουλιών που ενισχύουν την αλληλεγγύη και η ενεργή συμμετοχή στη δημόσια ζωή δεν είναι απλώς επιλογές πολιτικής στάσης, αλλά τρόποι να επανακτηθεί η αξιοπρέπεια που σήμερα υπονομεύεται από μια οικονομία που λειτουργεί εις βάρος των πολλών

της Κορίνας Τριανταφύλλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις