ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΑΚΗ
Μια φορά κι' έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδί, ένα μικρό αγόρι που τον λέγαν Θανασάκη.
Ο Θανασάκης που ζούσε την ανεμελιά της παιδικής του ηλικίας μόνο μέσα από τα όνειρα. Μόνο εκεί μπορούσε να παίζει ποδόσφαιρο, με τους φίλους του και να λένε μαζί τα Χριστούγεννα τα κάλαντα.
Εκεί όταν είχαν λεφτά πολλές φορές, μπορούσαν να αγοράζουν καραμέλες, η πήγαιναν σε κάποιο παιδικό θεατράκι όταν ερχόταν στο χωριό που ζούσε. Στο σχολείο πήγαινε χωρίς μπαλωμένα ρούχα, και μάλιστα είχε και την δραχμούλα ώστε να μπορεί στο διάλλειμα να αγοράζει κουλούρι.
Εκανε και σκανταλιές ο Θανασάκης αλλά οι δάσκαλοι δεν τον τιμωρούσαν, γιατί ξέρανε πως (παρ'ολο που δεν ήταν και τόσο καλός μαθητής) ήταν ένα καλό παιδί στο βάθος. Ολοι τον αγαπούσαν τον Θανασάκη.
Στα όνειρα του έβλεπε την μάνα μου λιγότερο κουρασμένη, και βασανισμένη, που τον αγαπούσε τόσο. Αλλά κι εκείνος το ίδιο, πάρα πολύ.
Μιλούσε με τα πουλιά, τον αέρα, τα σύννεφα, τα δέντρα, και σκάρωνε αυτοσχέδια τραγούδια, για έναν κόσμο γεμάτο από χαρούμενα παιδικά πρόσωπα. Ετσι λαχταρούσε τον κόσμο ο μικρός μας φίλος. Γεμάτο μόνο από χαρούμενα παιδικά πρόσωπα. Που δεν πονάνε, που δεν πεινάνε, που δεν κρυώνει κανένα παιδί και που όλα ήταν ευτυχισμένα και χαρούμενα. Ολα ήταν γελαστά και γεμάτα αγάπη μεταξύ τους.
Οταν ερχόταν η ώρα να ξυπνήσει ; Χμμμμμ έδινε ραντεβού με όλους για το επόμενο βράδυ, και ανυπομονούσε τόσο πολύ να έρθει.
Οταν ξυπνούσε όμως, ξυπνούσε μέσα στα κουρέλια, σε μια καλύβα που τον χειμώνα έβαζε κρύο από παντού, δίχως θέρμανση, με μια μάνα άρρωστη βαριά. Κανείς δεν τους έδινε σημασία, δεν είχε κανέναν φίλο να παίξει ποδόσφαιρο, η να πει τα κάλαντα τα Χριστούγεννα, χωρίς κι' εκείνη την άσημη δραχμούλα για κουλούρι στο διάλλειμα στο σχολείο, χωρίς τα πουλιά, τον αέρα, τα σύννεφα να του μιλούν.
Ετσι ένα χειμωνιάτικο πρωί, που έκανε πάρα πολύ κρύο το προηγούμενο βράδυ εκεί κοντά στα Χριστούγεννα, το βρήκαν παγωμένο δίπλα στην βασανισμένη μάνα του.
Προσπαθούσε με το αδύνατο κορμάκι του, και τα χνώτα του, να την ζεστάνει, γιατί και αυτή η καημένη είχε πεθάνει εκείνη την παγωμένη νύχτα.
Κανένα δάκρυ από κανέναν δεν βγήκε να γνωρίσει κάποιο μάγουλο.
Ετσι έζησαν καλά οι υπόλοιποι, αλλά κι ο Θανασάκης με την μάνα του, γιατί τώρα πια δεν πονάνε, δεν πεινάνε δεν κρυώνουν, δεν αισθάνονται, δεν ζουν.....λυτρώθηκαν.
7 Δεκεμβρίου 2021
Τάκης Θηβαίος

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου