Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

H Ελλάδα στην εποχή Τραμπ: Η πορεία της εθνικής ασφάλειας υπό τη σκιά της αμερικανικής πολιτικής

 


Η εικόνα της υπό ανάδυση αρχιτεκτονικής ασφαλείας την εποχή Τραμπ, όπως εξηγήθηκε σε προηγούμενο άρθρο επηρεάζει την ελληνική εθνική ασφάλεια. Αν υπάρχει μια μεγάλη ευκαιρία για την Αθήνα είναι ότι πρέπει να συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αντιμετωπίσει το ζήτημα με αποκλειστικό γνώμονα τη σύγκληση συμφερόντων με άλλες χώρες και να απεμπλακεί από τη συνήθη δικαιική και συναισθηματική αντιμετώπιση.

Μια ματιά στον περίγυρο, υπό τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, αποκαλύπτει ότι προηγούνται τα συμφέροντα των χωρών και έπονται οι συναισθηματικές προσεγγίσεις για να επιτύχουν την εσωτερική νομιμοποίηση πολιτικών αποφάσεων που λαμβάνονται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση αυτών των συμφερόντων. Τα συμφέροντα των χωρών καθορίζονται από τη γεωπολιτική, την αλληλεπίδραση δηλαδή της γεωγραφίας με τους συντελεστές ισχύος των κρατών και τον τρόπο χρήσης τους στο διεθνές περιβάλλον.

Παρά τις καλές σχέσεις και τη συνεργασία της Τουρκίας με την Ισπανία, την Ιταλία και τη Βρετανία, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι η νέα κατάσταση παραμένει περίπλοκη. Το βασικό πρόβλημα του Ερντογάν είναι η ειδική σχέση μεταξύ των ΗΠΑ του Τραμπ με το Ισραήλ του Νετανιάχου, που μοιάζει ανυπέρβλητο εμπόδιο. Παρόλο που η αμερικανική διπλωματία θα συνδιαλλαγεί με την τουρκική, η ξεκάθαρη εναντίωση του καθεστώτος Ερντογάν στο Ισραήλ, σε όλα τα επίπεδα, επηρεάζει καθοριστικά τους υπολογισμούς της ομάδας Τραμπ.

Προς το παρόν, η Τουρκία δείχνει ότι παρακάμπτεται ως διαμεσολαβητής στο θέμα της Ουκρανίας, παρότι δεν έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια. Τα 600 δισ. δολ. που θα επενδύσουν οι Σαουδάραβες στην αμερικανική οικονομία είναι ένα εξίσου ισχυρό κίνητρο για την Ουάσινγκτον, πέραν της ισραηλινής επιρροής. Παράλληλα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως δικαιολογία για την επιλογή του Ριάντ έναντι της Άγκυρας. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ δεν δείχνει να ασχολείται και πολύ για να δικαιολογήσει τις επιλογές της. Ενδεχομένως, αυτό είναι μέρος της στρατηγικής της.

Η σύγκρουση Τραμπ-Ζελένσκι

Με καταγεγραμμένη πλέον και τη σύγκρουση Τραμπ-Ζελένσκι, αναρωτιέται κανείς εάν η επιλογή του Ουκρανού προέδρου να περάσει από την Τουρκία στην προσπάθεια να βρει συμμαχίες, τον τοποθέτησε στη “λάθος πλευρά της ιστορίας” για τα νέα αφεντικά στην Ουάσινγκτον. Η εικόνα αυτή ασφαλώς δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν έχει καμία χρησιμότητα για τις ΗΠΑ. Το ζητούμενο για τους Τούρκους είναι υπό ποιες προϋποθέσεις και αυτό είναι η μεγαλύτερη αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν.

Ο Ερντογάν βέβαια, έχει αποδείξει ότι γνωρίζει πως να ελιχθεί στους διαδρόμους της διεθνούς διπλωματίας. Σαφής διαχρονικός στόχος είναι η αναγνώριση της Τουρκίας ως περιφερειακής και δυνάμει παγκόσμιας δύναμης τον 21ο αιώνα. Παρά τα οικονομικά προβλήματα, η Τουρκία αναπτύσσει κατά προτεραιότητα τη “σκληρή ισχύ” της, τη στρατιωτική, έχοντας δει ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μεταβατική φάση, αναζητώντας νέες ισορροπίες.

Μια γνωστή ρήση του Ερντογάν είναι αποκαλυπτική της κοσμοθεωρίας του: Στο τέλος αυτής της διαδικασίας αναζήτησης νέων ισορροπιών, «η Τουρκία θα έχει χάσει ή θα έχει κερδίσει εδάφη». Οι γνώστες της Μέσης Ανατολής διαβάζουν εκείνη τη δήλωση ως απόδειξη ότι οι Τούρκοι έχουν ορθώς διακρίνει την ταυτόχρονη συνύπαρξη κινδύνων και ευκαιριών… Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η διαφαινόμενη κατάληξή του, ενταφιάζει οριστικά ψευδαισθήσεις περί της κυριαρχίας του διεθνούς δικαίου, όπως και της μη παραβίασης των συνόρων.

Οι ρεαλιστές είχαν αντισταθεί στα φληναφήματα περί καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως το δήθεν κίνητρο παρέμβασης του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Οι κυβερνήσεις των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, όπως και η συμμετοχή των Πρασίνων σε κυβερνήσεις συνασπισμού στη Γερμανία, συνδέονται με πολέμους. Η επαναλαμβανόμενη σύμπτωση παύει να αποτελεί σύμπτωση! Παράλληλα, αποδομείται το κυρίαρχο μέχρι πρότινος αφήγημα ότι η ουκρανική κρίση άρχισε το 2022 με τη ρωσική εισβολή. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη, χωρίς αυτό να δικαιολογεί την εισβολή.

Η ελληνική εθνική ασφάλεια στη νέα εποχή

Αυτά είναι δεδομένα που θα καθορίσουν την ελληνική εθνική ασφάλεια στη νέα εποχή. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Άγκυρα αυξάνουν τις πιθανότητες να μην υπάρξουν παρεκτροπές στο μέτωπο του Αιγαίου. Η στάση Τραμπ απέναντι στον Ζελένσκι για τα περιθώρια αντιστροφής των στρατιωτικών τετελεσμένων στο έδαφος, πάντως, ηχεί δυνητικά απειλητική για την ελληνική κυριαρχία. Οι χώρες-εμπόδια για την Τουρκία (π.χ. Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ) ενισχύουν εξ αντικειμένου την ελληνική αποτροπή. Πρόκειται για χώρες που χαρακτηρίζονται από την Αθήνα “στρατηγικοί σύμμαχοι”.

Η ελληνική διπλωματία έχει σίγουρα καλλιεργήσει τις σχέσεις με τις χώρες αυτές, αλλά απαιτείται μεγαλύτερη επιμέλεια στην αναζήτηση μεθόδων σύζευξης των στρατηγικών συμφερόντων μας, σε διμερή και πολυμερή επίπεδα, με το Παρίσι, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο, το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι. Συνειδητοποιεί η ελληνική κυβέρνηση ότι είναι ανέφικτο να έχει τους πάντες ικανοποιημένους, ιδίως σε μια εποχή όπως η σημερινή; Έχει γίνει αυστηρός καθορισμός στρατηγικών προτεραιοτήτων χωρίς ιδεοληψίες και ψευδαισθήσεις; Προφανώς αυτό αφορά τα ελληνοτουρκικά. Η ύφεση με την Τουρκία είναι αντικειμενικός στόχος για την Ελλάδα, με μια όμως προϋπόθεση: να μην υπονομεύει την ελληνική αποτροπή.

Αυτό θα μπορούσε να είναι και η αθέατη επίδοση της Άγκυρας που θα έκανε ό,τι είναι δυνατό για να κερδίσει πόντους σε βάρος της Ελλάδας, αλλά και να σπάσει τις στρατηγικές σχέσεις στις οποίες εμπλέκεται η Αθήνα. Η επιλογή της Τουρκίας να μην κλιμακώνει αυτή την περίοδο στα ελληνοτουρκικά, εκπορεύεται αποκλειστικά από τις δικές της προτεραιότητες και ανάγκες. Η επιβάρυνση των σχέσεων που δυσχέραινε το ήδη δύσκολο έργο της εξεύρεσης ενός στρατηγικού modus vivendi με τις ΗΠΑ του Τραμπ, που είναι το κύριο διακύβευμα για τους Τούρκους.

Η ελληνική πολιτική καλείται να αλλάξει την εικόνα της, ώστε η Άγκυρα να την αντιμετωπίσει ως παράγοντα ισχύος κι όχι σαν φοβισμένο γείτονα, όχι ως υποδεέστερης σημασίας δρώντα στην άτυπη ιεραρχία που διέπει τις διεθνείς σχέσεις. Η ουσιαστική με βάση κοινά συμφέροντα σύσφιξη των σχέσεων της Ελλάδας με στρατηγικούς εταίρους –όχι απλή προσκόλληση– θα διασφαλίσει ότι ο Ελληνισμός δεν εξαρτάται από τις καραμπόλες στις σχέσεις μεταξύ τρίτων. Ο κυνισμός είχε υποχρεώσει στο παρελθόν τον Ερντογάν να επιχειρήσει τη γεφύρωση του χάσματος με το Ισραήλ. Η μεγαλύτερη γεωπολιτική στάση της Τουρκίας όμως, την έχει πλέον εγκλωβίσει.

Η Αθήνα πρέπει να αντιληφθεί, ότι στο πλαίσιο ενός πραγματικού στρατηγικού διαλόγου, οφείλει να κατανοήσει τα συμφέροντα των συνομιλητών της με στόχο τον εντοπισμό αμοιβαία επωφελών συνεργειών. Όλως ιδιαιτέρως την εποχή Τραμπ, αυτή είναι η βασική αποστολή της ελληνικής διπλωματίας. Εάν παραμείνουμε προσκολλημένοι στην προβολή της εικόνας του “καλού παιδιού” που επιδεικνύει πάντα “καλή συμπεριφορά”, θα ακολουθούμε συνταγή ήττας.

Αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ευρώπης – Τί πρέπει να κάνει η Ελλάδα

Ας αρχίσουμε με την συνάντηση της Παρασκευής, 28 Φεβρουαρίου, στον Λευκό Οίκο. Μη αποδεκτό ότι η πυγμαχία μεταξύ του προέδρου Τραμπ και του Ουκρανού Ζελένσκι, έλαβε χώρα σε δημόσια, ήτοι παγκόσμια θέα. Ο τύπος είναι μέρος της ουσίας. Πέραν όμως της θλιβερής διαπίστωσης, εμείς εκτιμούμε ότι ο κ. Τραμπ, ομιλούσε λογικά και ευρίσκετο εν δικαίω.

Ήταν ο συνομιλητής του ο οποίος, υπό την πίεση, εσωτερικών ή και άλλων εξωτερικών παραγόντων, δεν ήθελε να αντιληφθεί τις στρατηγικές προτεραιότητες της Administration και το τί αυτές σημαίνουν για την Ουκρανία και την κατάστασή της σήμερα. Ατυχώς οι Ουκρανοί, εναπέθεσαν τις τύχες της χώρας στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο, ενώ τώρα μόνο το δεύτερο, για δικούς του λόγους, επιμένει στην πολιτική της μετωπικής αντιπαράθεσης με την Μόσχα, στο θέατρο επιχειρήσεων της Ουκρανίας.

Είναι λογική η παρατήρηση Τραμπ, ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να σύρει τα πράγματα σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο: «Και εωρακώς μεμαρτύρηκε και αληθής η μαρτυρία αυτού». Είναι απογοητευτικό ότι η ΕΕ, με η χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο, έμεινε για τρία χρόνια στη γραμμή «υποστηρίζουμε μέχρι τέλους την Ουκρανία», χωρίς να καταθέσει έστω ένα περίγραμμα ανακωχής αρχικά, και στην πορεία οριστικής συνθήκης ειρήνης. Ήταν υποκρισία ή διανοητική νωθρότητα; Ή, ακόμη, σκοπιμότητα από τους σημαιοφόρους του πολέμου;

Τα πρώτα ψήγματα ευθύνης και πραγματισμού φάνηκαν την Τρίτη, 25 Φεβρουαρίου στην συνέντευξη Μακρόν στο Fox News, όταν ο Γάλλος πρόεδρος ξεδίπλωσε την θέση του για τον χρονισμό μιας ειρηνευτικής διαδικασίας. Στο Λονδίνο Κυριακή 02 Μαρτίου έλαβε χώρα ένας σπουδαίος αγώνας: Ο πρωθυπουργός Κeir Starmer προσπαθεί να διαχειριστεί την διαφαινόμενη αποτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου να συνεχίζει την διά της Ουκρανίας συμπίεση της Ρωσίας και, ως συνέπεια αυτής, την υποβάθμιση της Γερμανίας και της σύνολης ΕΕ.

Στον αγώνα αυτό, για κάποιο λόγο, έχει προσελκύσει και την Γαλλία, καλό αλλά αδύναμο υποκατάστατο, μετά την στρατηγικά φρόνιμη και αναγκαία μεταστροφή των ΗΠΑ. Tο Ηνωμένο Βασίλειο, που εξ αρχής δεν υποστήριξε την ειρήνευση στην Ουκρανία, με επιδεξιότητα μεταγγίζει την δική του πολιτική ως ευρωπαϊκή, και προσπαθεί να αλλοιώσει εκ του πλαγίου την πολιτική Τραμπ. Μέσα από πολυμερή σχήματα, θα είναι παρόν και την επόμενη ημέρα στην Ουκρανία και θα επιδιώξει να φορέσει στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας, ένδυμα βρετανικό.

Όπως και αν έχουν τα πράγματα, η Γερμανία θα αποκαταστήσει την σχέση της φυσικής ανάγκης της, δηλ. να προμηθεύεται φθηνό φυσικό αέριο από την Ρωσία. Δεν γίνεται αλλιώς για πολύ καιρό. Υπό την έννοια αυτή, η Γερμανία, αντικειμενικώς εξυπηρετείται από τυχόν επιτυχία της επί του ουκρανικού πολιτικής Τραμπ, εφ’ όσον όμως προκύψει κάποια κατανόηση μεταξύ Friedrich Merz και Ντόναλντ Τραμπ.

Ως προς την Ελλάδα, η χώρα μας θα πρέπει να συνεννοηθεί με τον πρόεδρο Τραμπ, αξιοποιώντας τις περιφερειακές συμμαχίες της, να αναζητήσει δημιουργικό τρόπο αποκαταστάσεως επικοινωνίας και συνεργασίας με την Ρωσία, μη εξαιρουμένου του πολύ σοβαρού πεδίου των διορθόδοξων σχέσεων, να αντιμετωπίσει ευθαρσώς τα συνεχή ολισθήματα των Βρυξελλών (Kaja Kallas), και να εμβαθύνει στα Βαλκάνια, επ’ αμοιβαιότητα, την σχέση της με Βουλγαρία, Σερβία, Ρουμανία, έξω από το στενό πλαίσιο της ΕΕ.

Αλλά πάνω απ’ όλα να αποτρέψει την νόθευση της πολιτικής της ΕΕ σε θέματα ασφάλειας και άμυνας, με την συμμετοχή παραγόντων εκτός ΕΕ αλλά εντός ΝΑΤΟ. Για να προκύψουν αυτά, πολλά απαιτούνται να γίνουν στo Μέγαρο Συγγρού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις