Πολλοί πολίτες νιώθουν όλο και πιο έντονα πως ζουν σε μια χώρα με δύο πρόσωπα – δύο παράλληλες «Ελλάδες», που συνυπάρχουν σε ένα βαθύτατα διχασμένο εθνικό τοπίο.
Η πρώτη, ας την ονομάσουμε Ελλάδα 1, είναι αυτή της βιτρίνας. Η χώρα των «success stories», των θετικών αξιολογήσεων από τους διεθνείς οίκους, των χαμογελαστών διαγγελμάτων, των οικονομικών στατιστικών που δείχνουν πρόοδο και ανάκαμψη. Είναι η Ελλάδα των τίτλων στα δελτία ειδήσεων και των ανακοινώσεων για πιστοληπτικές αναβαθμίσεις – όπως η πρόσφατη της DBRS στην κατηγορία BBB.
Στην Ελλάδα 1, η πρόοδος είναι μετρήσιμη: αύξηση ΑΕΠ, επενδυτικός ενδιαφέρον, αναγνώριση από εξωτερικούς «παρατηρητές». Όμως ποιο είναι το θεμέλιο αυτής της λαμπρότητας;
Η Ελλάδα 1: Ένα αφήγημα για τις αγορές
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, οι επενδυτικές τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί έχουν έναν βασικό στόχο: να εξασφαλίσουν ότι οι χώρες-δανειολήπτες είναι σε θέση να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Δεν ενδιαφέρονται για την κοινωνική συνοχή, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών ή την παραγωγική ανασυγκρότηση. Αντίθετα, η εξυπηρέτηση του χρέους –πάση θυσία– αποτελεί το μοναδικό τους κριτήριο. Και αυτή η «θυσία» γίνεται από την Ελλάδα 2.
Η Ελλάδα 1, επομένως, υπάρχει μόνο για να ικανοποιεί τους δανειστές, με πρωτογενή πλεονάσματα που αφαιμάζουν την πραγματική οικονομία, με ξεπούλημα της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και με συρρίκνωση του αναπτυξιακού δυναμικού. Προβάλλεται ως επιτυχημένη, ενώ στην ουσία βασίζεται στη λεηλασία της βάσης της – του ελληνικού λαού.
Η Ελλάδα 2: Η πραγματική και καταπιεσμένη
Στον αντίποδα, η Ελλάδα 2 είναι η χώρα της εργασιακής ανασφάλειας, της φτωχοποίησης, της μετανάστευσης των νέων και της ερημοποίησης της περιφέρειας. Δεν έχει ακόμη φτάσει το επίπεδο του 2010. Έχει δει το ΑΕΠ της να καταρρέει κατά 27% με την είσοδο στα Μνημόνια. Ζει τη μεταμνημονιακή περίοδο ως μια διαρκή επιτροπεία και φορολογική εξόντωση.
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει αύξηση της φτώχειας, και τα στοιχεία αποτυπώνουν την υποχώρηση της ελληνικής κοινωνίας σε κάθε δείκτη κοινωνικής ευημερίας. Η χώρα εισάγει πλέον βασικά αγαθά – πατάτες, ντομάτες, κρεμμύδια – από το εξωτερικό, παρά το εύφορο έδαφος και το εξαιρετικό της κλίμα.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώνεται, η παραγωγικότητα μειώνεται, η ανταγωνιστικότητα υποχωρεί. Και μέσα σε αυτό το φόντο, η Ελλάδα 1 αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα των 31,6 δισ. ευρώ για την πρόωρη αποπληρωμή χρέους, αντί για αναπτυξιακές επενδύσεις. Μια απόφαση που συμβολίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον προσανατολισμό της χώρας: οι αριθμοί πάνω από τους ανθρώπους.
Η ανάπτυξη είναι η πιο παρεξηγημένη λέξη του ελληνικού λεξιλογίου. Γιατί δεν αρκούν τα νούμερα του ΑΕΠ. Χρειάζονται πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγή, την αυτάρκεια, τις επενδύσεις σε βιομηχανία και αγροτικό τομέα – δηλαδή σε τομείς που εγκαταλείφθηκαν μεθοδικά μετά την πρόωρη και χωρίς όρους ένταξη στην ΕΟΚ και τις επιταγές των Μνημονίων.
Η ελληνική οικονομία σήμερα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον τριτογενή τομέα, και κυρίως τον τουρισμό, που από τη φύση του είναι ασταθής και ευάλωτος σε κρίσεις. Χωρίς σοβαρό, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την ανασύσταση των δύο άλλων πυλώνων – του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα – η οικονομία παραμένει μετέωρη.
Μπορεί να υπάρξει ελπίδα;
Ορισμένες συγκυρίες, όπως οι αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο εξαιτίας της στροφής Τραμπ προς τον προστατευτισμό, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στρατηγικά. Μπορεί να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που να ευνοεί την τοπική παραγωγή και να επαναφέρει ένα μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας εντός Ελλάδος. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί χωρίς σχέδιο, βούληση και πολιτική ανατροπή των σημερινών προτεραιοτήτων.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η Ελλάδα 1 εξουσιάζει τους μηχανισμούς της εξουσίας, της πληροφόρησης, της οικονομίας. Όμως είναι η Ελλάδα 2 που ζει, εργάζεται, πληρώνει, μεταναστεύει, επιβιώνει. Αν δεν υπάρξει επανένωση των δύο αυτών κόσμων – αν δεν πάψει η μία να συντηρείται εις βάρος της άλλης – τότε η διχόνοια θα παγιωθεί. Και με αυτήν, η παρακμή.
Το δίλημμα είναι πλέον υπαρξιακό. Δεν αφορά μόνο την πολιτική κατεύθυνση της χώρας, αλλά την ίδια της την επιβίωση ως κυρίαρχη, παραγωγική και αξιοπρεπή κοινωνία.
Η «ανάκαμψη» από τα Μνημόνια θα πάρει 23 έτη
Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά θα χρειαστεί η χώρα μας για να επιστρέψει στα επίπεδα όπου βρισκόταν πριν από τα Μνημόνια και να επουλώσει τις πληγές που άφησαν οι καταστροφικές πολιτικές του ΔΝΤ, το οποίο σήμερα δίνει εύσημα στην κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Πριν από έναν μήνα έκλεισαν 15 χρόνια από την ημέρα που η χώρα μπήκε στο ΔΝΤ με την περιβόητη ανακοίνωση του ΓΑΠ από το ακριτικό Καστελόριζο – μια θλιβερή επέτειος, που συνέπεσε φέτος με την παρουσία του νέου υπουργού Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη στη Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον.
Μιάμιση δεκαετία μετά, η οικονομία βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς οι παγωμένοι μισθοί των πολιτών, τα χιλιάδες «λουκέτα» στις επιχειρήσεις και τα συσσωρευμένα χρέη έχουν αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους, με τους περισσότερους να μην έχουν καταφέρει να συνέλθουν έως σήμερα. Οι πληγές της οικονομικής κρίσης και της λάθος «συνταγής» που ακολουθήθηκε είναι αποτυπωμένες ακόμα τόσο στο ελληνικό χρέος, όσο και στους φόρους και στο ΑΕΠ.
Η λάθος συνταγή
Οι συντελεστές ΦΠΑ το 2009 ήταν στο 19% και, ύστερα από αλλεπάλληλες αυξήσεις, έχουν μείνει «παγωμένοι» στο 24%, χωρίς να υπάρχει στον ορίζοντα κάποιο σενάριο μείωσης. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με τη φορολογία φυσικών και νομικών προσώπων, ενώ έχει μπει στη ζωή των Ελλήνων και το «χαράτσι» του ΕΝΦΙΑ, το οποίο δεν προβλέπεται να καταργηθεί, παρότι ξεκίνησε ως έκτακτο μέτρο και έχει καταλήξει ως ο μεγαλύτερος και πλέον αποδοτικός φόρος για το κράτος.
Από το 2010 έως σήμερα οι συντελεστές του φόρου εισοδήματος έχουν αλλάξει πέντε φορές! Είναι ενδεικτικό πως το 2010 ένας μισθωτός με εισόδημα 15.000 ευρώ πλήρωνε φόρο 540 ευρώ. Σήμερα, με το ίδιο ακριβώς εισόδημα, καταβάλει… 2.000 ευρώ! Τα έσοδα από φόρους στην περιουσία των πολιτών παραμένουν σε πενταπλάσιο ποσοστό, καθώς από τα 500 εκατ. το 2008 βρίσκονται σήμερα κοντά στα 2,4 δισ.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα αποδίδουν το 26,83% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε το 2023 συγκριτικά με το 2022, οπότε είχε διαμορφωθεί στο 23,43%.
Ο μέσος όρος της ευρωζώνης διαμορφώνεται στο 34,12%, έναντι 33,79% το 2022. Στους έμμεσους φόρους, το ποσοστό στην Ελλάδα ανήλθε στο 44,37% το 2023 έναντι 47% το 2021.
Τι σημαίνουν τα παραπάνω; Πως, μαζί με την ανεξέλεγκτη ακρίβεια (που έχει πάψει να θεωρείται εισαγόμενη, από τη στιγμή που η ευρωζώνη καταγράφει πολύ χαμηλότερα ποσοστά πληθωρισμού), το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων «ροκανίζεται» συνεχώς και, σύμφωνα με τις αλλεπάλληλες εκθέσεις του ΟΟΣΑ, η χώρα μας «κοντράρεται» μόνο με τη γειτονική Βουλγαρία.
Η Ελλάδα παραμένει στην κορυφή των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ όσον αφορά και τη φορολογική επιβάρυνση για τις οικογένειες με παιδιά, με τα στοιχεία του 2024 να αποτυπώνουν μια άμεση σύγκριση μεταξύ φορολογουμένων με και χωρίς παιδιά, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι αρκετά χαμηλότερος. Η φορολογική επιβάρυνση για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά το 2024 άγγιξε το 37,3% του μέσου ακαθάριστου μισθού, ενώ για τους εργαζομένους χωρίς παιδιά έφτασε το 39,3%.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 4η χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στην ανισότητα στη φορολογική επιβάρυνση, ακολουθούμενη από χώρες όπως η Κόστα Ρίκα, το Μεξικό και η Τουρκία, στις οποίες η επιβάρυνση είναι ίδια για οικογένειες με ή χωρίς παιδιά.
Ο εφιάλτης τού σήμερα και το μακρινό 2033
Το 2009, το ΑΕΠ ανερχόταν στα 237,5 δισ. ευρώ. Ήταν η χρονιά των «δίδυμων ελλειμμάτων» που οδήγησαν στη χρεοκοπία. Τότε, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας άγγιξε τα 29,9 δισ. ευρώ. Η κατάσταση σήμερα δείχνει ακόμα ανησυχητική, καθώς μπορεί να μην υπάρχει δημοσιονομικό έλλειμμα, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό, και μάλιστα σε υψηλότερα επίπεδα από την εποχή που η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο.
Το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το εμπορικό έλλειμμα της χώρας διαμορφώθηκε στα 36,4 δισ. ευρώ, δηλαδή είναι 6,5 δισ. ευρώ μεγαλύτερο απ’ ό,τι σχεδόν 15 χρόνια πριν, καθώς οι εξαγωγές παραμένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις εισαγωγές.
Πλέον, ως έτος-ορόσημο για να μηδενιστούν οι απώλειες έχει τεθεί το 2033. Σε 8 χρόνια από σήμερα, δηλαδή, εκτιμάται πως το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2007, αλλά και το χρέος θα βρεθεί στο 100% του ΑΕΠ, μετά τις νέες πρόωρες αποπληρωμές που έχει προαναγγείλει το οικονομικό επιτελείο.
Με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους (DSA) του ΟΔΔΗΧ, το ποσοστό του αναμένεται να βρεθεί στο ορόσημο του 100% το έτος 2037. Ωστόσο, η πρόωρη αποπληρωμή των Μνημονίων, της τάξης του 31,6 δισ. ευρώ, αναμένεται να φέρει αυτόν τον στόχο νωρίτερα, γύρω στο 2033 με 2034. Τα χρήματα προέρχονται από τα τεράστια και αχρείαστα υπερπλεονάσματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου