Παρά τις κυβερνητικές διακηρύξεις για γενναίες φοροελαφρύνσεις και μέτρα ενίσχυσης της οικογένειας από το 2019 και έπειτα, τα στοιχεία δείχνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, τα ζευγάρια με παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με υπερφορολόγηση που διαψεύδει στην πράξη τις εξαγγελίες για δημογραφική πολιτική και στήριξη της οικογένειας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση για γονείς, καθώς ουσιαστικά επιβάλλει σχεδόν τον ίδιο φορολογικό φόρτο σε φορολογούμενους με και χωρίς παιδιά. Η διαφορά στη φορολογική μεταχείριση είναι τόσο μικρή, ώστε η χώρα κατατάσσεται στην τέταρτη χειρότερη θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Επιπλέον, η Ελλάδα απέχει κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο του Οργανισμού ως προς τη φορολογική ανακούφιση για οικογένειες με παιδιά.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση του λεγόμενου “tax wedge”, της φορολογικής σφήνας, η οποία μετράει το σύνολο των κρατήσεων –φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές– που επιβαρύνουν τόσο τους εργαζόμενους όσο και τους εργοδότες. Η μέτρηση γίνεται ως ποσοστό του ακαθάριστου εισοδήματος από εργασία και διαφοροποιείται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του φορολογούμενου. Σε αυτό το πεδίο, όπου θα ανέμενε κανείς μέριμνα υπέρ των οικογενειών, η Ελλάδα αποτυγχάνει να στηρίξει τους γονείς, υπονομεύοντας έτσι κάθε προσπάθεια για βελτίωση του δημογραφικού προβλήματος.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2025, που αφορά τα εισοδήματα του 2024 και δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες, ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό το διπλό κυβερνητικό αφήγημα περί μείωσης φόρων και στήριξης των οικογενειών. Αν και από τα επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι οι οικογένειες με δύο παιδιά εμφανίζουν ελαφρώς μικρότερη φορολογική επιβάρυνση σε σύγκριση με τους άτεκνους εργαζόμενους, η πραγματικότητα δείχνει ότι η φορολογική πίεση παραμένει ισχυρή – και μάλιστα αυξανόμενη.
Συγκεκριμένα, η συνολική επιβάρυνση από φόρους και εισφορές για έναν εργαζόμενο με δύο παιδιά ανήλθε το 2024 στο 37,3% του μέσου ακαθάριστου μισθού, ενώ για έναν εργαζόμενο χωρίς παιδιά διαμορφώθηκε στο 39,3%. Η διαφορά υφίσταται, αλλά είναι περιορισμένη, γεγονός που συνεχίζει να κατατάσσει την Ελλάδα στις χώρες με τη χαμηλότερη υποστήριξη προς τις οικογένειες μέσω του φορολογικού συστήματος. Παράλληλα, η επιβάρυνση για τον άτεκνο εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 0,54 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος – χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στη φορολογική νομοθεσία. Η αιτία, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι η αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων, που είχε ως αποτέλεσμα την έντονη φορολογική φθορά.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, ο μέσος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε το 2024 κατά 4,7%, αλλά ο πληθωρισμός στο 3% μείωσε την πραγματική αύξηση στο 1,7%. Την ίδια στιγμή, ο μέσος φορολογικός συντελεστής για εργαζομένους χωρίς παιδιά ανέβηκε στο 2,6%, απορροφώντας και με το παραπάνω την όποια αύξηση στο πραγματικό εισόδημα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα για τον εργαζόμενο, παρά την ενίσχυση των αποδοχών του στα χαρτιά. Ο ΟΟΣΑ αναδεικνύει έτσι με σαφήνεια ότι η φορολογική πολιτική εξακολουθεί να υπονομεύει την αγοραστική δύναμη των πολιτών, ακόμα και όταν οι αμοιβές βελτιώνονται ονομαστικά.
Η έκθεση αφορά τα εισοδήματα του 2024 και επισημαίνει ότι η συνολική επιβάρυνση για τον μέσο μισθωτό χωρίς παιδιά διαμορφώθηκε στο 39,3%, αυξημένη κατά 0,54 ποσοστιαίες μονάδες, κυρίως λόγω αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων και όχι λόγω αλλαγής στη φορολογική πολιτική. Στον αντίποδα, ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι σημαντικά χαμηλότερος, στο 34,9%.
Ακόμη πιο ανησυχητικά είναι τα δεδομένα για τις οικογένειες. Για τα νοικοκυριά με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο γονέα, η φορολογική σφήνα διαμορφώθηκε στο 37,3% το 2024 – ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι μόλις 25,7%. Η διαφορά σχεδόν 12 μονάδων επιβεβαιώνει ότι η ελληνική φορολογική πολιτική τιμωρεί τους γονείς, αδιαφορώντας για την επιτακτική ανάγκη δημογραφικής στήριξης. Ακόμα και όταν εργάζονται και οι δύο γονείς –ο ένας με τον μέσο μισθό και ο άλλος με το 67% του μέσου– η φορολογική επιβάρυνση παραμένει στο 37,5%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ περιορίζεται στο 29,5%.
Παρά τις οριακές μειώσεις που καταγράφονται στη φορολογική σφήνα για τις οικογένειες, τα ελληνικά ποσοστά εξακολουθούν να υπερβαίνουν κατά πολύ τον διεθνή μέσο όρο, επιβεβαιώνοντας ότι η φορολογική πολιτική της χώρας όχι μόνο δεν ευνοεί την οικογένεια, αλλά τη φέρνει σε μειονεκτική θέση. Το κυβερνητικό αφήγημα περί φορολογικής δικαιοσύνης και στήριξης του δημογραφικού αποδυναμώνεται, καθώς η πραγματικότητα που καταγράφει ο ΟΟΣΑ είναι αμείλικτη: στην Ελλάδα, η οικογένεια συνεχίζει να επιβαρύνεται δυσανάλογα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου