Πώς μπορεί να ακουγόταν η μουσική που συνόδευε τα τελετουργικά, τα θέατρα και τα συμπόσια στην αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια πίσω; Μια μαθηματική ανάλυση συνθέσεων που έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα, έδωσε τη δυνατότητα στον ερευνητή, Dan C. Baciu, από το τμήμα εφαρμοσμένων επιστημών, στο πανεπιστήμιο του Μύνστερ, να ανασυνθέσει με ακρίβεια το κούρδισμα και τον τονισμό.
Σύμφωνα με την ανάλυση, οι αρχαίοι μουσικοί προτιμούσαν τον καθαρό τονισμό. Ωστόσο, είχαν οξεία αντίληψη των συνδυαστικών περιορισμών στα όργανα με συγκεκριμένου μήκους χορδές, όπως οι λύρες και αναγνώριζαν την ανάγκη για ελαφρές παρεκκλίσεις από τον καθαρό τονισμό κατά τη φωνητική εκτέλεση, για πλουσιότερη τονική γκάμα.
Το πνεύμα αυτό, είχε μια παράλληλη αντίληψη, της αρχαίας φιλοσοφίας της ατομικότητας, σύμφωνα με την οποία, τα άτομα που παρεκκλίνουν, δημιουργούν μεγαλύτερη συνδυαστική περιπλοκότητα και αναπάντεχες αντιδράσεις.
Η ανάλυση, βασίστηκε σε 61 μουσικά κομμάτια που έχουν διασωθεί από την ελληνό – ρωμαϊκό πολιτισμό και έχουν βρεθεί σε χειρόγραφα και πέτρινες πλάκες. Τα κομμάτια αυτά, είναι γραμμένα σύμφωνα με δύο ειδών σημειογραφίες: την οργανική, κομμάτια που προοριζόταν να εκτελεστούν με τη λύρα, και τη φωνητική, για τραγούδι ή για πνευστά όργανα, όπως ο αυλός (διπλό φλάουτο).
Σύμφωνα με τον Baciu, όλα τα κομμάτια που είναι γραμμένα σε ορχηστρική σημειογραφία, μπορούν να εκτελεστούν με τέλειο τονισμό. Δηλαδή, οι μουσικοί της αρχαιότητας, κατάφερναν να κάνουν συνδυασμούς από νότες αρμονικά αμιγείς, χωρίς ηχητικές παραφωνίες ή αντιστίξεις, κάτι που απαιτεί μαθηματικό έλεγχο του ήχου.
Ο τέλειος τονισμός, βασίζεται σε απλές αναλογίες. Μία οκτάβα, ο ρυθμός 1/2, μία πεντάδα ή τα 2/3, μια τετράδα ως 3/4 και ούτω καθεξής. Τα κλάσματα αυτά, δεν είναι απλά νούμερα, αλλά αναπαριστούν τις φυσικές σχέσεις ανάμεσα στο μήκος των χορδών ή τη συχνότητα του ήχου.
Αν για παράδειγμα, μια χορδή παράγει δόνηση σε ορισμένη ταχύτητα, μια άλλη, που παράγει δόνηση στο διπλάσιο της ταχύτητας, θα ακούγεται μια οκτάβα πιο ψηλά και μαζί, θα συνθέτουν έναν “καθαρό” ήχο, χωρίς ανεπιθύμητες δονήσεις.
Η τελειότητα αυτή όμως, έχει τα όρια της. Αν ορισμένες αλληλουχίες από νότες δεν τονιστούν τέλεια, θα λήξουν με μια ελαφρώς παρεκκλίνουσα νότα, σε σχέση με την αρχική. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται συντονικό κόμμα, μία μικρή αλλά αισθητή διαφορά ανάμεσα στην αρχή και το τέλος, έπειτα από μια αλληλουχία διαλειμμάτων.
Οι αρχαίοι συνθέτες γνώριζαν καλά το πρόβλημα αυτά και, το απέφευγαν προσεκτικά στην μουσική της λύρας. Αντίθετα, στα φωνητικά κομμάτια, αποδέχονταν την ατέλεια και, την έκαναν τμήμα της παράστασης.
Αντί να διορθώνουν μαθηματικά τις νότες, οι τραγουδιστές, έκαναν μικρές προσαρμογές με τη φωνή τους: Ολισθήματα, κάμψεις και μικροτονικές παραλλαγές που εμπλούτιζαν την μελωδία, προσδίδοντας εκφραστικότητα στο τραγούδι.

Η διαφορά ανάμεσα στην οργανική μουσική (μαθηματική, ακριβής, περιοριστική) και τη φωνητική (ελεύθερη, εκφραστική, μεταβαλλόμενη), αντανακλά έναν αρχαίο, συμβολικό δυϊσμό: Τον δυισμό ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Διόνυσο, τους δύο Έλληνες θεούς που αναπαριστούσαν τον λόγο και τη διαίσθηση, αντίστοιχα.
Ο Απόλλωνας, ο θεός της λύρας, ενσάρκωνε την τάξη, την προνοητικότητα και την αρμονία. Ο Διόνυσος από την άλλη, του αυλού και του κρασιού, συμβόλιζε το χάος, το πάθος και το απρόβλεπτο.
H μουσική της λύρας, σύμφωνα με τον Baciu, δομείται ως ένα είδος ηχητικού χρησμού: είναι ακριβής, προβλέψιμη και εξαίσια. Η φωνητική μουσική, από την άλλη, ακολουθεί μια πιο αυθόρμητη τάση, με μελωδικές καμπές που προκαλούν το σώμα, την κίνηση και το συναίσθημα.
Αυτή η ιδέα δεν είναι μόνο αισθητική αλλά και φιλοσοφική. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι φωνητικές διαφοροποιήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως αντανάκλαση μιας αρχαίας θεωρίας για το σύμπαν: του ατομισμού.
Η ελευθερία του ανθρώπου μέσα από τη μελωδία
Οι Έλληνες φιλόσοφοι όπως ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και, αργότερα, ο Ρωμαίος Τίτος Λουκρήτιος, φαντάζονταν πως, όλα στο σύμπαν αποτελούνται από άτομα – τα αδιαίρετα μόρια που κινούνται μέσα στο κενό.
Για να εξηγήσουν την αλλαγή, την περιπλοκότητα και την ελευθερία, εισήγαγαν ωστόσο μια καθοριστική αντίληψη: Περιστασιακά, τα άτομα παρεκκλίνουν ελαφρά από την ευθεία τροχιά τους.
Η παρέκκλιση αυτή, γνωστή ως “εκτροπή” ή στροφή επέτρεπε την εμφάνιση της τύχης και της ελεύθερης βούλησης.
Η μελέτη του Baciu, προτείνει μια τολμηρή παράλληλη ιδέα: Όπως ακριβώς τα άτομα που παρεκκλίνουν δημιουργούν περιπλοκότητα, έτσι και οι ανθρώπινες φωνές, παρεκκλίνουν από την αγνή χροιά για να δημιουργήσουν μια πιο πλούσια και εκφραστική μουσική. Η μικρή αυτή “ανακρίβεια”, γίνεται μεταφορά (το σχήμα λόγου) για την ελευθερία.
Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στη γραμμικότητα και την καμπυλότητα, απαντάται και στην ελληνική αρχιτεκτονική. Ο Παρθενώνας, για παράδειγμα, ενώ φαίνεται να είναι σχεδιασμένος από ευθείες γραμμές, στην πραγματικότητα, οι κίονές του είναι κεκλιμένοι, οι επιφάνειές του είναι καμπυλωτές και οι αναλογίες του έχουν προσαρμοστεί δεξιοτεχνικά, ώστε να δημιουργούν ένα πιο φυσικό και ζωντανό οπτικό αποτέλεσμα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι μελωδικές γραμμές της αρχαίας φωνητικής μουσικής δεν είναι ευθείες αλλά καμπύλες, υποδηλώνοντας μια σύνδεση μεταξύ της εικαστικής και της τέχνης του ήχου. Τα πάντα φαίνεται να διέπονται από μια ευαισθησία που εκτιμά την λεπτότητα, την απόκλιση – το ανθρώπινο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου