Σε μια περίοδο που η αξιοπιστία των ανεξάρτητων Αρχών δοκιμάζεται όσο ποτέ άλλοτε, η παραίτηση του Κώστα Μενουδάκου από την προεδρία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έρχεται να επιβεβαιώσει μια σταθερή και ανησυχητική τάση: την υπονόμευση της ανεξαρτησίας κρίσιμων θεσμών από την κυβέρνηση. Η αποχώρηση του Μενουδάκου, ύστερα από εννέα χρόνια στην κορυφή της Αρχής, ανακοινώθηκε επισήμως για «προσωπικούς λόγους». Ωστόσο, τα μηνύματα που άφησε πίσω του στη συνέντευξη Τύπου της Τρίτης δείχνουν ότι οι λόγοι της παραίτησής του είναι πολύ βαθύτεροι και σαφώς πολιτικοί.
Η τοποθέτησή του υπήρξε προσεκτικά διατυπωμένη, αλλά όχι άχρωμη. Με σαφήνεια, και χωρίς ευθείες καταγγελίες, ο πρώην πρόεδρος άφησε να εννοηθεί ότι η θεσμική πίεση που ασκείται στις ανεξάρτητες Αρχές τα τελευταία χρόνια έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Όπως ο ίδιος είπε, «η αμφισβήτηση μεταξύ των Ανεξάρτητων Αρχών και των κυβερνήσεων εκφράζεται με δηλώσεις που δίνουν την εντύπωση πιέσεων ή απειλών». Ουσιαστικά, κατέγραψε ένα κλίμα υπονόμευσης που επιδιώκει να περιορίσει τις δυνατότητες των Αρχών να ελέγχουν την εξουσία, λειτουργώντας ως αντίβαρο, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα.
Η περίπτωση Μενουδάκου δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Είχε προηγηθεί ο θεσμικός στραγγαλισμός της ΑΔΑΕ και του προέδρου της, Χρήστου Ράμμου, για την υπόθεση των υποκλοπών από την ΕΥΠ. Η ενόχληση του Μαξίμου για τη δράση της ΑΔΑΕ δεν περιορίστηκε σε θεσμικές διαφοροποιήσεις – εκφράστηκε με ωμές παρεμβάσεις, στοχοποίηση και παρασκηνιακές μεθοδεύσεις που οδήγησαν σε αποδυνάμωση της Αρχής. Ο πόλεμος φθοράς που εξαπολύθηκε απέναντι στον Ράμμο έδειξε με σαφήνεια ότι το πολιτικό σύστημα δεν έχει αφομοιώσει τον ρόλο των ανεξάρτητων Αρχών στη δημοκρατία.
Ανάλογη αντιμετώπιση είχε και ο Συνήγορος του Πολίτη, που βρέθηκε στο στόχαστρο της απαξίωσης από την κυβέρνηση κάθε φορά που οι τοποθετήσεις του ενοχλούσαν. Η εικόνα είναι πια ξεκάθαρη: οι ανεξάρτητες Αρχές, ακόμα και οι συνταγματικά κατοχυρωμένες, αντιμετωπίζονται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι ως πυλώνες ελέγχου, αλλά ως εμπόδια.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε ανεξάρτητες Αρχές που προβλέπονται ρητά από το Σύνταγμα: η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, η ΑΔΑΕ, ο Συνήγορος του Πολίτη, το ΕΣΡ και το ΑΣΕΠ. Από αυτές, οι τρεις πρώτες έχουν ήδη δεχτεί μετωπική επίθεση ή στοχευμένη απαξίωση. Το ΕΣΡ είναι ουσιαστικά αδρανές, ενώ το ΑΣΕΠ λειτουργεί με μειωμένες δυνατότητες και ελεγχόμενη πολιτικά σύνθεση. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει ιδρύσει και νέες «ανεξάρτητες» Αρχές-βιτρίνα, όπως αυτή που ανακοινώθηκε πρόσφατα για την ακρίβεια στην αγορά, η οποία προορίζεται να καλύψει την αποτυχία του υπουργείου Ανάπτυξης και της ΔΙΜΕΑ, και απειλεί να καταπιεί τον Συνήγορο του Καταναλωτή.
Η τοποθέτηση του Μενουδάκου στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξη Τύπου του δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες. Αναγνώρισε ότι τα κόμματα αγαπούν τις ανεξάρτητες Αρχές μόνο όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση και τις αμφισβητούν όταν είναι στην εξουσία. Υπογράμμισε επίσης ότι στην Ελλάδα δεν έχει εμπεδωθεί ότι οι Αρχές αυτές είναι θεσμικά αντίβαρα εξίσου σημαντικά με τα δικαστήρια. Η φράση του «η Αρχή δεν είναι ανασχετικός παράγοντας για την πρόοδο» δείχνει ακριβώς την πίεση που δέχτηκε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, με την κυβέρνηση να προσπαθεί να τη βαφτίσει τροχοπέδη για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αρχή λειτούργησε όλο αυτό το διάστημα υπό το βάρος της εφαρμογής του GDPR και σε πολλές περιπτώσεις αντιστάθηκε σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες πολιτικές αποφάσεις που αφορούσαν την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Η στάση της δεν ήταν αρεστή. Η προσπάθεια πειθάρχησής της ήταν μεθοδική και διαρκής. Παρ’ όλα αυτά, ο Μενουδάκος επέλεξε να αποχωρήσει χωρίς ευθείες καταγγελίες, δίνοντας όμως σαφή εικόνα για το κλίμα: δυσανεξία στην ανεξαρτησία, καχυποψία απέναντι στον έλεγχο, περιφρόνηση των συνταγματικών ρόλων.
Η ρίζα του προβλήματος δεν είναι καινούργια. Από την εποχή Σημίτη, όταν ιδρύθηκαν οι πρώτες ανεξάρτητες Αρχές υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ελληνικός πολιτικός κόσμος ποτέ δεν τις αποδέχτηκε πραγματικά ως αυτόνομες. Η αποδοχή τους ήταν προσχηματική, ο σεβασμός τους ευκαιριακός και η χρηματοδότησή τους πολλές φορές υπερβολική σε σύγκριση με την αποτελεσματικότητά τους. Ταυτόχρονα, η δημιουργία πλήθους άλλων Αρχών χωρίς συνταγματική κατοχύρωση –συχνά με κομματικούς διορισμούς και ασαφείς αρμοδιότητες– έχει δημιουργήσει ένα παρακράτος εξαρτήσεων, που αντί να ενισχύει τη λογοδοσία, τη διαβρώνει.
Η αποχώρηση Μενουδάκου, όπως και οι περιπτώσεις Ράμμου και του Συνηγόρου του Πολίτη, είναι μόνο η κορυφή ενός παγόβουνου. Η συστηματική υπονόμευση των θεσμικών αντίβαρων αποκαλύπτει ένα βαθύ πρόβλημα στο μοντέλο εξουσίας που οικοδομείται τα τελευταία χρόνια. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα δεν είναι απλώς υπό πίεση. Είναι υπό διάλυση. Και κανείς δεν μπορεί να πει πια ότι δεν το βλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου