Ο Προσωπικός Αριθμός (ΠΑ) εισάγεται ως υποκατάστατο της αστυνομικής ταυτότητας και άλλων μέσων ταυτοποίησης αναδεικνύεται σε ένα ακόμη επίμαχο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, με έντονες ιδεολογικές αποχρώσεις. Η συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις, ιδίως από κύκλους που αυτοτοποθετούνται εκτός του ευρύτερου πλαισίου της λεγόμενης «Δημοκρατικής Παράταξης».
Τα κόμματα που απαρτίζουν αυτό το στρατόπεδο –με ρητορική υπέρ του διεθνισμού και κατά του εθνοκεντρισμού– έχουν ταχθεί ανοιχτά υπέρ της καθολικής εφαρμογής του ΠΑ, όπως ακριβώς στήριξαν στο πρόσφατο παρελθόν την πολιτική του υποχρεωτικού εμβολιασμού, επικαλούμενα την ανάγκη υπερίσχυσης του συλλογικού συμφέροντος έναντι της ατομικής βούλησης. Η στάση αυτή, σύμφωνα με τους επικριτές τους, φανερώνει μια σταθερή αποδοχή περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων στο όνομα μιας «ανώτερης πολιτικής αναγκαιότητας».
Η επαναλαμβανόμενη αυτή στάση εντείνει την κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος, καθώς ενισχύεται η αίσθηση πως οι θεσμοί λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Οι υποστηρικτές της εθνικής κυριαρχίας και της ατομικής ελευθερίας –η αποκαλούμενη «Πολιτειακή Παράταξη»– αντιπροτείνουν τη θέσπιση του ΠΑ σε προαιρετική βάση, θεωρώντας ότι μια τέτοια ρύθμιση προστατεύει τη δημοκρατική αυτονομία και περιορίζει την ανεξέλεγκτη κρατική εποπτεία.
Μια πιο αιχμηρή εκδοχή της συζήτησης προτείνει την καθολική εφαρμογή του ΠΑ αποκλειστικά στους ψηφοφόρους και υποστηρικτές των κομμάτων που προωθούν τον διεθνισμό και τις υπερεθνικές ολοκληρώσεις – δηλαδή στους ίδιους που υποστηρίζουν την υποχρεωτικότητα. Αντίθετα, όσοι ασπάζονται μια πιο εθνοκεντρική ή φιλελεύθερη προσέγγιση στις κρατικές σχέσεις με τον πολίτη θα πρέπει να διατηρήσουν την επιλογή της εξαίρεσης.
Το επιχείρημα αυτό, όσο αιχμηρό κι αν είναι, αναδεικνύει την αντίφαση μεταξύ λόγων και πράξεων: τα κόμματα που επικαλούνται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα επιμένουν στην επιβολή ενός μηχανισμού ψηφιακού ελέγχου, αγνοώντας την αρχή της συναίνεσης. Το θεσμικό προηγούμενο της παρακολούθησης πολιτικών και δημοσιογράφων από μηχανισμούς της ίδιας κυβέρνησης που προωθεί τον ΠΑ, εντείνει τις ανησυχίες για κατάχρηση εξουσίας και για συρρίκνωση της συνταγματικής προστασίας των πολιτών.
Κυβέρνηση για τις ελίτ: Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά στις διαπραγματεύσεις
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δέχεται επικρίσεις για τη φανερή της μεροληψία υπέρ της οικονομικής ελίτ. Η στάση της απέναντι σε γνωστούς επιχειρηματίες, όπως οι αδελφοί Αγγελόπουλοι και ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, χαρακτηρίζεται από διάθεση συνεννόησης και διπλωματικής διαχείρισης. Οι διαβουλεύσεις με τους συγκεκριμένους επιχειρηματίες γίνονται υπό τους δικούς τους όρους, ακόμη και ως προς τη σύνθεση των παριστάμενων στις συναντήσεις.
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές τάξεις του μόχθου –με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον πρόεδρο του ΣΑΤΑ Θύμιο Λυμπερόπουλο και τον κλάδο των ταξί– η κυβέρνηση τηρεί μια επιθετική και απαξιωτική στάση. Οι επαγγελματίες αντιμετωπίζονται ως ενοχλητικοί αντίπαλοι και όχι ως ισότιμοι συνομιλητές.
Η διαφορά στην αντιμετώπιση αυτή φανερώνει μια βαθύτερη ταξική γραμμή στο κυβερνητικό αφήγημα: προστασία για τους ισχυρούς, πίεση για τους αδύναμους. Η κριτική αφορά όχι μόνο το ύφος και το ήθος της εξουσίας, αλλά και την ουσία της κυβερνητικής στρατηγικής που, κατά τους επικριτές της, εξυπηρετεί συστηματικά τα καρτέλ, τις τράπεζες και τις πολυεθνικές – σε βάρος των μικρομεσαίων και των εργαζομένων.
Η Λιβύη και η γεωπολιτική απουσία της Ελλάδας: Μια σιωπηρή υποχώρηση
Ένα άλλο κρίσιμο μέτωπο στο οποίο ασκείται έντονη κριτική στην κυβέρνηση είναι αυτό της εξωτερικής πολιτικής. Ειδικότερα, η απομάκρυνση της Ελλάδας από την Ανατολική Λιβύη μετά την αποχώρηση του Νίκου Δένδια από το υπουργείο Εξωτερικών θεωρείται καταστροφική εξέλιξη.
Κατά τη διάρκεια της θητείας Δένδια, η χώρα διατηρούσε ενεργό ρόλο μέσω επαφών με τον στρατηγό Χαφτάρ και τη λιβυκή Βουλή, με σκοπό την αποτροπή κύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου. Η μη κύρωση της συμφωνίας αυτής ήταν κρίσιμη για την προστασία της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, καθώς το τουρκολιβυκό σύμφωνο επιχειρεί να παρακάμψει την ελληνική ΑΟΖ.
Ωστόσο, με την ανάληψη του ΥΠΕΞ από τον Γιώργο Γεραπετρίτη, οι σχέσεις με την Ανατολική Λιβύη ουσιαστικά διακόπηκαν. Η Ελλάδα απείχε ακόμη και από τα εγκαίνια του λιμανιού της Βεγγάζης –έργο με ελληνική χρηματοδότηση– και εγκατέλειψε τη συμμαχία που είχε οικοδομήσει. Στο κενό που δημιουργήθηκε, παρενέβη άμεσα η Τουρκία: ο Ερντογάν κάλεσε τον Χαφτάρ στην Άγκυρα, ενώ η λιβυκή Βουλή φέρεται έτοιμη πλέον να κυρώσει το μνημόνιο.
Οι εξελίξεις αυτές ενδέχεται να είναι προάγγελος ενός πιο γενικευμένου «σχεδίου συνεκμετάλλευσης» των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου, με την Ελλάδα να αποδέχεται de facto ρόλο υποτελούς ή μερικώς περιορισμένου κυρίαρχου κράτους.
Οι επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής καταγγέλλουν ότι η επιλογή της απουσίας δεν ήταν ατύχημα, αλλά στρατηγική συνθηκολόγηση. Η ελληνική κυβέρνηση, υποστηρίζουν, προετοιμάζει το έδαφος για μια διευθέτηση με την Τουρκία – ακόμη κι αν αυτή συνοδευτεί από παραχωρήσεις σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και της στρατηγικής αυτονομίας.
Επίλογος
Η αλληλουχία πολιτικών επιλογών –από την επιβολή του ΠΑ και την προνομιακή μεταχείριση των οικονομικά ισχυρών, έως τη σιωπηρή υποχώρηση από κρίσιμες γεωπολιτικές θέσεις– συνθέτει μια εικόνα κυβέρνησης που προτάσσει τον έλεγχο, τη συναλλαγή και τον κατευνασμό εις βάρος της ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν η Ελλάδα κινείται προς έναν νέο πολιτικό προσανατολισμό, όπου τα δικαιώματα, τα σύνορα και η λαϊκή κυριαρχία θεωρούνται διαπραγματεύσιμα και όχι αδιαπραγμάτευτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου