Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

H «Δημοκρατία» που Kαμαρώνουμε είναι το απόλυτο τηλεοπτικό θέατρο σκιών


 Είθισται να λέμε πως η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης που έχει βρει η ανθρωπότητα. Θεωρείται αντιπροσωπευτικό, πλουραλιστικό, δίκαιο. Εκφράζει τη βούληση των πολιτών και εγγυάται την εναλλαγή της εξουσίας. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: είναι πράγματι έτσι;

Η αμφισβήτηση της δημοκρατίας δεν είναι νέα. Στην αρχαιότητα, ο Σωκράτης αμφέβαλλε για το κατά πόσο όλοι οι πολίτες είναι εξίσου ικανοί να κρίνουν ποιος θα κυβερνήσει. Το παράδειγμά του είναι χαρακτηριστικό: όταν αρρωσταίνουμε, απευθυνόμαστε στον γιατρό, όταν θέλουμε ψάρια πάμε στον ψαρά, αλλά για τη διακυβέρνηση της πόλης αποφασίζουν όλοι ανεξαιρέτως, ανεξάρτητα από γνώσεις ή εμπειρία. Ο Πλάτωνας πήγε πιο πέρα: παρομοίασε την πολιτεία με καράβι χωρίς καπετάνιο, όπου οι κωπηλάτες αποφασίζουν με ψηφοφορία για την πορεία, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη σύγχυση.

Η ιστορία μάς έχει προσφέρει και σύγχρονα παραδείγματα πειραμάτων με «ατόφια δημοκρατία». Το 1917, οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία προσπάθησαν να οργανώσουν τον Ερυθρό Στρατό με βάση δημοκρατικές διαδικασίες, επιτρέποντας στους στρατιώτες να εκλέγουν τους αξιωματικούς τους. Η μέθοδος κατέρρευσε μόλις ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, καθώς ήταν αδύνατο να ληφθούν κρίσιμες στρατιωτικές αποφάσεις με συνεχείς ψηφοφορίες. Οι παλιοί τσαρικοί αξιωματικοί επανήλθαν επειγόντως, αποκαθιστώντας την ιεραρχία.

Στην Ελλάδα, ο Μάρκος Βαφειάδης, αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο, ήταν τσαγκάρης στο επάγγελμα. Το γεγονός αυτό, αν και δεν μειώνει την προσωπικότητά του, δείχνει πώς η δημοκρατική λογική της ισότητας οδηγεί μερικές φορές σε παράδοξες καταστάσεις.

Σήμερα, οι πολίτες της Δύσης καλούνται να εκφράζουν τη βούλησή τους κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια μέσω εκλογών, είτε για το εθνικό κοινοβούλιο είτε για το ευρωκοινοβούλιο. Στο μεσοδιάστημα, όμως, η διακυβέρνηση ασκείται από κόμματα και ηγέτες που συχνά λειτουργούν με τρόπο ασύμβατο με τις προσδοκίες της κοινωνίας. Ιδίως όταν μια κυβέρνηση διαθέτει αυτοδυναμία, η κοινοβουλευτική διαδικασία μετατρέπεται σε τυπική επικύρωση ήδη ειλημμένων αποφάσεων.

Ένα από τα μεγαλύτερα παράδοξα είναι η μαθηματική βάση της «πλειοψηφίας». Στην Ελλάδα, ένα κόμμα μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με ποσοστό γύρω στο 35%. Αυτό σημαίνει ότι η πλειοψηφία των πολιτών (το υπόλοιπο 65%) δεν το επέλεξε, κι όμως το πολίτευμα εμφανίζει αυτή την κυβέρνηση ως αντιπροσωπευτική της λαϊκής βούλησης.

Η σύγκριση με τον τρόπο που επιλέγουμε δημοφιλή πρόσωπα είναι αποκαλυπτική. Στον χώρο της μουσικής, καλλιτέχνες της ελαφράς ψυχαγωγίας ξεπερνούν σε πωλήσεις σπουδαίους κλασικούς συνθέτες. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην πολιτική: ένας γνωστός τηλεοπτικός «σελέμπριτι» ή ένας πρώην αθλητής μπορεί να συγκεντρώσει περισσότερες ψήφους από έναν εξειδικευμένο επιστήμονα με γνώσεις και ήθος, απλώς και μόνο επειδή είναι αναγνωρίσιμος. Η ισοδυναμία της ψήφου ενισχύει αυτή την τάση.

Η λειτουργία της Βουλής δεν διαψεύδει τις αμφιβολίες. Η διαδικασία ψήφισης των νομοσχεδίων μοιάζει περισσότερο με θέατρο σκιών παρά με ουσιαστικό διάλογο. Οι εισηγητές της πλειοψηφίας ακολουθούν γραμμή που υπαγορεύεται από το Μαξίμου, οι βουλευτές της αντιπολίτευσης ασκούν συχνά στείρα κριτική, και οι υπουργοί περιορίζονται σε αναγνώσεις λόγων με μικρή επαφή με την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι ένας μηχανισμός διεκπεραίωσης, όπου η ουσία της συζήτησης χάνεται.

Η εικόνα των υπουργών είναι επίσης προβληματική. Πολλοί φτάνουν σε υψηλά αξιώματα μετά από κομματικές ζυμώσεις και προσωπικές σχέσεις, χωρίς ουσιαστική γνώση του αντικειμένου τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου αναλαμβάνουν υπουργεία πρόσωπα χωρίς την παραμικρή συνάφεια με το αντικείμενο· υπουργοί Άμυνας που δεν υπηρέτησαν ποτέ στρατιωτική θητεία, υπουργοί Παιδείας χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο, ή υπουργοί Υποδομών που φέρουν ευθύνη για τραγωδίες και ωστόσο παραμένουν στην πολιτική σκηνή.

Κάποιες χώρες προσπάθησαν να μετριάσουν το πρόβλημα με θεσμούς όπως οι μόνιμοι γενικοί γραμματείς, που εξασφαλίζουν τεχνοκρατική συνέχεια ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην πολιτική ηγεσία. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η συζήτηση παραμένει θεωρητική. Η αδράνεια κυριαρχεί, και οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν.

Ο Τσόρτσιλ είχε πει πως η δημοκρατία είναι το χειρότερο σύστημα, εκτός από όλα τα υπόλοιπα που έχουν δοκιμαστεί. Η φράση αυτή παραμένει επίκαιρη. Παρά τις αδυναμίες της, η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που δίνει στους πολίτες τη δυνατότητα ειρηνικής εναλλαγής εξουσίας. Όμως οι παθογένειες του ελληνικού κοινοβουλευτισμού δείχνουν ότι το σύστημα χρειάζεται βαθιές τομές, περισσότερη διαφάνεια και ουσιαστικότερη αντιπροσώπευση.

Έτσι πορευόμαστε σε έναν αέναο κύκλο, με «τηλεοπτική κληρονομική δημοκρατία» να στηρίζει έναν κρατικοδίαιτο παρασιτικό καπιταλισμό. Η εικόνα προς τα έξω δείχνει ένα σύστημα που δουλεύει. Μα πίσω από τη βιτρίνα, οι θεσμοί είναι διαβρωμένοι, η Δικαιοσύνη ξεφτιλισμένη, και οι μόνοι που κερδίζουν είναι οι ίδιοι που κέρδιζαν πάντοτε: εκείνοι που δεν χρειάζεται να πάνε σε καμία κάλπη, διότι βρίσκονται μόνιμα στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας.

Δεν είστε εσείς. Ούτε εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις