Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Σκανδαλώδης αριστεία: Πώς ένας Kαταδικασμένος διευθύνει τον ελληνικό σιδηρόδρομο


 Ένας άνθρωπος που φέρει στις πλάτες του καταδικαστική απόφαση για απάτη και ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία συνεχίζει να κρατά στα χέρια του κρίσιμους μοχλούς του ελληνικού σιδηροδρόμου. Η υπόθεση του Βασίλη Βελαώρα αποκαλύπτει με τον πιο σκληρό τρόπο πώς λειτουργεί το πραγματικό μοντέλο εξουσίας σε έναν οργανισμό όπου η ευθύνη για δεκάδες ανθρώπινες ζωές θεωρητικά πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη.

Και όμως, τέσσερα χρόνια μετά την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο επικεφαλής της ΔΑΚΕ στον ΟΣΕ όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε από τις δομές του Οργανισμού, αλλά βρέθηκε να αναρριχάται σε ακόμη υψηλότερες θέσεις επιρροής.

Η καταδίκη του το 2021 δεν υπήρξε εμπόδιο στην καριέρα του· αντίθετα, λειτούργησε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σήμερα, ο Βελαώρας είναι προϊστάμενος σε μία από τις σημαντικότερες Επιθεωρήσεις του ΟΣΕ, επιβλέποντας εκατοντάδες εργαζόμενους στις πιο κρίσιμες λειτουργίες ασφαλείας.

Μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, επιλέχθηκε ως μέλος πενταμελούς επιτροπής που σύνταξε το επίμαχο εσωτερικό πόρισμα του ΟΣΕ, το οποίο αποδίδει το τραγικό συμβάν αποκλειστικά σε ανθρώπινο λάθος, καθαρίζοντας την εικόνα του Οργανισμού και αφήνοντας στο απυρόβλητο πολιτικές και διοικητικές ευθύνες.

Τον Δεκέμβριο του 2024 εξελέγη εκπρόσωπος εργαζομένων στο ΔΣ του ΟΣΕ, πριν παραιτηθεί αδικαιολόγητα, ενώ από τις 22 Σεπτεμβρίου 2025 είναι πλέον και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών, θέσεις που του προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερη θεσμική παρουσία και διαπραγματευτική δύναμη. Η επίσημη άγνοια πολλών στελεχών για τη δικαστική του διαδρομή δεν πείθει κανέναν. Η απόφαση 777/2021 δεν εξαφανίστηκε από αβλεψία. Αποσιωπήθηκε.

Το δικαστικό έγγραφο περιγράφει με λεπτομέρειες τον μηχανισμό μέσω του οποίου εκποιήθηκαν τεράστιες ποσότητες σιδηροδρομικού παλιοσίδερου έναντι μειωμένων τιμημάτων, με παράνομο όφελος για ιδιώτες και ζημία του ΟΣΕ πάνω από 220.000 ευρώ. Η πλαστογραφία συμβάσεων και η διάθεση υλικών πέραν των νόμιμων ορίων γίνονταν μεθοδικά, αξιοποιώντας θέση διοικητικού ελέγχου. Ο Βελαώρας καταδικάστηκε πρωτόδικα και στο Εφετείο, με συνολική ποινή φυλάκισης τριών ετών με αναστολή.

Παρά τα αδικαιολόγητα ευμενή συμπεράσματα περί «μετάνοιας», «προηγούμενου έντιμου βίου» και «διαγωγής μετά την πράξη», η καταδίκη δεν σήμαινε τίποτα για την εργασιακή του πορεία. Όχι μόνο παρέμεινε στον Οργανισμό, αλλά αναβαθμίστηκε με μια σειρά από κρίσιμες αρμοδιότητες και πολιτική επιρροή.

Αντί η υπόθεση να αποτελέσει σημείο καμπής για την αξιολόγηση της στελέχωσης του ΟΣΕ, λειτούργησε σαν να καταργήθηκε κάθε ίχνος λογοδοσίας. Ο καταδικασμένος συνδικαλιστής μετατράπηκε σε έναν από τους πιο ισχυρούς παράγοντες στο εσωτερικό του συστήματος.

Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η χρονική σύμπτωση και η πολιτική συγκυρία. Ο τότε υπουργός Μεταφορών Κωστής Χατζηδάκης είχε δηλώσει μετά τα Τέμπη πως γνώριζε σκάνδαλα διαφθοράς στον ΟΣΕ από το 2007 και πως είχε στείλει υπόθεση για σκραπ στη Δικαιοσύνη στις αρχές της διακυβέρνησης της ΝΔ. Το ότι, 16 χρόνια μετά, το ίδιο πρόσωπο όχι μόνο παραμένει αλλά πρωταγωνιστεί, αποδεικνύει ότι τα σκάνδαλα δεν εξαλείφθηκαν· ενσωματώθηκαν.

Η απόφαση 777/2021 του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών – Πώς έκαναν φτερά 220.000 ευρώ

Ας δούμε όμως πώς περιγράφει το σκάνδαλο με το σκραπ του ΟΣΕ, η δικαστική απόφαση, με βάση το περιεχόμενό της:

– Η απόφαση του Εφετείου εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2021, ενώ η πρωτόδικη είχε εκδοθεί δύο χρόνια νωρίτερα.

– Οι πράξεις που εξετάστηκαν ήταν «απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση άνω των 150.000 ευρώ» και «ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία άνω των 150.000 ευρώ» εις βάρος του ΟΣΕ.

– Στην δίκη εκπροσωπήθηκε και ο ΟΣΕ με δικηγόρο τον Βασίλη Κατσαφάδο, «όπως και πρωτοδίκως», αφού δικαιούταν κατά τον αστικό κώδικα «σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από τον αντίκτυπο που είχαν στην αξιοπιστία και το κύρος των οργάνων του, οι εκδικαζόμενες αξιόποινες πράξεις».

– Τόπος του εγκλήματος ήταν η ΕΔΙΣΥ (Εθνικός Διαχειριστής Σιδηροδρομικής Υποδομής) που λειτούργησε στο διάστημα 2004-2007 ως θυγατρική του ΟΣΕ, αρμόδια για την λειτουργία, διαχείριση και εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής υποδομής. Η ΕΔΙΣΥ προέβαινε και στην εκποίηση του άχρηστου υλικού των σιδηροδρόμων (ΣΚΡΑΠ), όπως παλιά βαγόνια, και γενικότερα υλικό από σίδερο που δεν ήταν πλέον σε χρήση και παρέμενε εγκατελειμμένο σε διάφορα σημεία (σσ όπως συμβαίνει και σήμερα). Η εκποίηση γινόταν με πλειοδοτικό διαγωνισμό, ανοικτό και δημόσιο για μεγάλες ποσότητες, πρόχειρο για μικρότερες.

–  Οι κατά τόπους υπηρεσίες στην περιφέρεια των οποίων βρισκόταν το άχρηστο υλικό, εξέδιδαν Πρακτικό, προσδιόριζαν την ποσότητα και το είδος του σκραπ, και το έστελναν στο Τμήμα Ελέγχου Διακίνησης Υλικού (ΕΛΔΥ) που υπαγόταν στην Διεύθυνση Εφοδιασμού (ΔΕΦ)/Υπηρεσία Αποθηκών (ΥΑΠ) της ΕΔΙΣΥ. Ο Βασίλης Βελαώρας το 2007 ήταν προϊστάμενος του Τμήματος ΕΛΔΥ και Διεύθυνσης Εφοδιασμού/Υπηρεσίας Αποθηκών.

–  «Αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την εργασιακή του θέση, που του παρείχε την δυνατότητα να ρυθμίζει αποκλειστικά τα θέματα εκποίησης των παραπάνω άχρηστων υλικών, προέβη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σε διενέργεια πρόχειρων διαγωνισμών αντί των επιβεβλημένων ανοικτών και σε εκποίηση πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων άχρηστων υλικών από τις αναφερόμενες στην εκάστοτε προκήρυξη, με έγγραφα κατακύρωσης και συμβάσεις που νοθεύθηκαν με πολύ επιδέξιο τρόπο».

–  Η πλαστογραφία γινόταν ως εξής: Έλεγε στον διευθύνοντα σύμβουλο της ΕΔΙΣΥ ότι θα εκποιηθεί συγκεκριμένη ποσότητα άχρηστου υλικού και εκείνος συνέτασσε και υπέγραφε Εισηγητικό Σημείωμα Κατακύρωσης και Σύμβαση Εκποίησης υπέρ μιας εταιρείας που είχε τις σχετικές προϋποθέσεις. Τα στοιχεία όμως των υλικών αναγράφονταν στην πρώτη σελίδα των εγγράφων αυτών. Αυτή η πρώτη σελίδα αφαιρούνταν και στη θέση της έμπαινε άλλη πρώτη σελίδα με υλικά πολύ μεγαλύτερης ποσότητας και αξίας. Η πλαστογραφία αυτή γινόταν από άλλο υπάλληλο που ενεργούσε κατόπιν υποδείξεων και εντολών του καταδικασμένου. Η νοθευμένη σύμβαση κατέληγε στις υπηρεσίες για εκτέλεση με την υπογραφή του διευθύνοντος συμβούλου. «Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν η ψευδώς αναγραφόμενη τελική ποσότητα και αξία του εκποιούμενου υλικού αφενός να υπερβαίνει την δικαιοδοσία έγκρισης του διευθύνοντος συμβούλου (ο οποίος είχε ήδη υπογράψει) και να απαιτεί έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπήρχε. Ταυτόχρονα, ο πλειοδότης παραλάμβανε πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από την αναγραφόμενη αλλά κατέβαλε στην ΕΔΙΣΥ το τίμημα που αντιστοιχούσε στην αρχική μικρή ποσότητα υλικού». Καταγράφονται 5 τέτοιες περιπτώσεις απάτης με σκοπό το «παράνομο περιουσιακό όφελος», που συνίσταται «στο αντίτιμο της επιπλέον κάθε φορά εκποιούμενης ποσότητας»:

–  Σε έγγραφο με ημερομηνία 25/5/2007, για εκποιούμενη ποσότητα σκραπ 200 τόνων με πρόχειρο διαγωνισμό, η ποσότητα άλλαξε στους 1200 τόνους που θα απαιτούσε ανοικτό διαγωνισμό και έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Για την εκποίηση των υλικών, το Εργοστάσιο ΟΣΕ στον Πειραιά, είχε στείλει δυο έγγραφα παράδοσης 133,5 και 687,4 τόνων για την λογιστική τακτοποίηση στη Διεύθυνση Οικονομικών. Όμως, ο κατηγορούμενος έστειλε μόνο το ένα παραστατικό για την μικρή ποσότητα και απέκρυψε το άλλο. Έτσι, ο αγοραστής σκραπ πλήρωσε μόνο 6.676 ευρώ (για τους 133,5 τόνους) και η ΕΔΙΣΥ έχασε τα 34.368 ευρώ από την υπόλοιπη ποσότητα.

–  Με έγγραφο της 19/1/2007 για εκποίηση 200 τόνων, εκποιήθηκαν συνολικά 940,82 τόνοι. Το Εργοστάσιο έστειλε πρωτόκολλο παράδοσης για 940,82 τόνους και λογιστική τακτοποίηση αλλά εκείνος το αντικατέστησε με γραμμάτιο είσπραξης που αντιστοιχούσε σε 200 τόνους. Ο πλειοδότης πλήρωσε 11.600 ευρώ για τους 200 τόνους και το ποσό των 42.967,56 ευρώ για τους 740,82 έκανε φτερά.

–  Με έγγραφο της 20/4/2005 και έγκριση για εκποίηση 200 τόνων και ενώ δεν έπρεπε να προχωρήσει η εκποίηση στον συγκεκριμένο πλειοδότη καθώς δεν διέθετε άδεια διαχείρισης στερεών αποβλήτων, ο ΟΣΕ εισέπραξε 10.050 ευρώ (αξία των 200 τόνων) αλλά έχασε 30.941 ευρώ αφού είχαν πουληθεί ακόμη 618,82 τόνοι.

– Με έγγραφο κατακύρωσης της 13/11/2004 για 300 τόνους, εκδόθηκε μεν Δελτίο Αποστολής αξίας 16.333,15 ευρώ για 309,3 τόνους αλλά ο πλειοδότης παρέλαβε συνολικά 1.405,66 τόνους, οπότε χάθηκε ποσό 59.712,67 ευρώ που αντιστοιχεί στους υπόλοιπους 1096,32 τόνους.

– Με άλλη σύμβαση (9/5/2005) και ενώ είχε έγκριση για εκποίηση 2.000 τόνων, και εκποιήθηκαν συνολικά 2.193,78 τόνοι, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι πουλήθηκαν μόνο 1.107,36 τόνοι με αποτέλεσμα να χαθούν 54.320 ευρώ που αντιστοιχούσαν στους υπόλοιπους 1.086,4 τόνους.

– «Αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών του ήταν να προσπορίσει στους ανωτέρω αναφερόμενους εργολάβους-πλειοδότες παράνομο οικονομικό όφελος που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 220.509,23 ευρώ…». «Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις ως άνω πράξεις προκύπτει αναμφισβήτητα από τα αναγνωσθέντα πορίσματα της Επιτροπής Διερεύνησης Φακέλων Συμβάσεων Εκποίησης Άχρηστου Υλικού της ΕΔΙΣΥ και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Γενικού Διευθυντή Υποδομής του ΟΣΕ, Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών, του Προέδρου της ανωτέρω Επιτροπής και Γενικού Διευθυντή του ΟΣΕ από το 2007 έως το 2010, οι οποίες δεν αναιρούνται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο».

– Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι δεν ισχύει η απώλεια των 34.368 ευρώ (περίπτωση 25/5/2007) επειδή ο ΟΣΕ εισέπραξε τον Ιούλιο του 2008 το ποσό των 37.500 ευρώ. Ο ισχυρισμός απερρίφθη διότι αυτό συνέβη πολύ μεταγενέστερα «και αφού είχαν αρχίσει οι έρευνες από τα αρμόδια όργανα για ατασθαλίες σε ζυγολόγια και είχε διαταχθεί η διενέργεια οικονομικών ελέγχων…»

–  Με βάση τα παραπάνω, η Εισαγγελέας πρότεινε να επιβληθεί φυλάκιση 3 ετών για απάτη και ακόμη 3 ετών για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία. Το Εφετείο τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης 2 ετών για απάτη και ποινή φυλάκισης 2 ετών για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία και στα έξοδα της δίκης 500 ευρώ. Καθόρισε την συνολική ποινή φυλάκισης σε 3 έτη. Έδωσε παράλληλα αναστολή για την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης επειδή, βάσει του Ποινικού του Μητρώου, έως τότε δεν είχε καταδικαστεί αμετάκλητα με ποινή άνω του ενός έτους και από «την έρευνα των περιστάσεων», «τον προηγούμενο βίο και χαρακτήρα», «την διαγωγή μετά την τέλεση των πράξεων, την μετάνοια που επέδειξε όπως και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειές τους», το δικαστήριο έκρινε ότι «η εκτέλεση της ποινής δεν είναι απαραίτητη για να τον αποτρέψει από την διάπραξη άλλων αξιόποινων πράξεων».

Σε ένα περιβάλλον όπου η κυβέρνηση αποδίδει την τραγωδία των Τεμπών στο «ανθρώπινο λάθος» ή σε αφηρημένες «παθογένειες του Δημοσίου», η υπόθεση Βελαώρα λειτουργεί σαν ζωντανό κατηγορητήριο. Οι παθογένειες δεν είναι θεωρητικές. Είναι πρόσωπα με ονοματεπώνυμο, θέσεις, προσβάσεις, σχέσεις εξουσίας και –όπως αποδεικνύεται– ασυλία.

Πόσο αξιόπιστο είναι το πόρισμα ενός Οργανισμού, όταν βασικοί συντάκτες του έχουν καταδίκες για πράξεις που στρέφονται κατά του ίδιου Οργανισμού; Πώς μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μια δίκη όπου για πρώτη φορά θα αναζητηθούν βαθύτερες αιτίες, όταν ένας από τους αρχιτέκτονες της επίσημης “αλήθειας” κουβαλάει τέτοιο παρελθόν;

Η πολιτεία γνωρίζει. Τα υπουργικά γραφεία γνωρίζουν. Οι διοικήσεις των σιδηροδρόμων γνωρίζουν. Το ότι «η απόφαση αγνοήθηκε» αποτελεί μύθο που καταρρέει ακαριαία μπροστά στη λογική. Όταν ένας συνδικαλιστής μπορεί να εκβιάζεται λόγω ποινικού παρελθόντος, γίνεται χρήσιμος. Χρήσιμος για τη σιωπή. Χρήσιμος για την πειθάρχηση. Χρήσιμος για να “κλείνουν στόματα” σε κρίσιμες στιγμές, όπως μετά το δυστύχημα που σόκαρε ολόκληρη τη χώρα και απαίτησε απαντήσεις.

Η διατήρηση πολιτικά προσκείμενων και ποινικά εκτεθειμένων στελεχών αποτελεί κλασικό εργαλείο χειραγώγησης στον δημόσιο τομέα. Στην περίπτωση του ελληνικού σιδηροδρόμου, έχει πάρει χαρακτηριστικά διαρκούς θεσμικής αυτοϋπονόμευσης. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι που πρέπει να προστατεύουν την ασφάλεια των πολιτών αποδεικνύεται ότι έχουν βλάψει οικονομικά τον δημόσιο φορέα που υπηρετούν, το ζήτημα δεν είναι ηθικό· είναι απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

Το δυστύχημα των Τεμπών δεν ήταν ατύχημα. Υπήρξε αποτέλεσμα επιλογών, παραλείψεων, κάλυψης ευθυνών και διοικητικής σήψης που επιβραβεύτηκε αντί να τιμωρηθεί. Όσο τέτοιες υποθέσεις παραμένουν ενεργές στις δομές του ΟΣΕ, η ασφάλεια στους ελληνικούς σιδηροδρόμους θα συνεχίσει να βασίζεται στην τύχη.

Πολιτικές προεκτάσεις – τα ερωτήματα που ζητούν απαντήσεις

Η υπόθεση Βελαώρα δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, ούτε προϊόν «κακής στιγμής» μέσα σε έναν κατά τα άλλα εύρυθμο κρατικό μηχανισμό. Αναδεικνύει το βαθύτερο πρόβλημα: την πολιτική επιλογή διατήρησης ενός συστήματος όπου ισχυρά, κομματικά προστατευμένα στελέχη παραμένουν αλώβητα, ακόμη και όταν καταδικάζονται για σοβαρές πράξεις εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

Σε ένα κράτος που επικαλείται διαρκώς την «αριστεία» και την «αξιολόγηση», πώς γίνεται μία τέτοια καταδίκη να μην έχει καμία συνέπεια; Ποιος και γιατί προστάτευσε έναν συνδικαλιστή με ποινικό φορτίο; Ποιος φέρει την πολιτική ευθύνη που το όνομά του δεν αφαιρέθηκε ποτέ από κρίσιμους καταλόγους επιρροής και συμβουλευτικών οργάνων;

Την ώρα που η κυβέρνηση αποδίδει το δυστύχημα στα Τέμπη σε «παθογένειες του Δημοσίου», επιλέγει να διατηρεί και να αναβαθμίζει τους εκπροσώπους αυτών ακριβώς των παθογενειών. Αντί η τραγωδία να γίνει αφορμή εξυγίανσης, έγινε ευκαιρία ανασύνταξης των ίδιων προσώπων πίσω από το επίσημο αφήγημα.

Πώς μπορεί η κοινή γνώμη να εμπιστευθεί τον ΟΣΕ όταν βλέπει ότι εκείνοι που είχαν αποδεδειγμένα εμπλακεί σε οικονομικές ατασθαλίες, εξακολουθούν να χαράσσουν πολιτική ασφάλειας; Ποιος διασφαλίζει ότι οι επόμενες αποφάσεις — είτε αφορούν την εκπαίδευση σταθμαρχών είτε τον εκσυγχρονισμό συστημάτων — δεν θα επηρεαστούν από προσωπικά συμφέροντα, πολιτικές πιέσεις ή ανάγκες συγκάλυψης;

Σε κάθε χώρα που σέβεται το κράτος δικαίου, μια τέτοια υπόθεση θα είχε οδηγήσει σε άμεση απομάκρυνση του καταδικασμένου στελέχους από θέσεις ευθύνης. Στην Ελλάδα, όμως, όχι μόνο δεν απομακρύνθηκε· βρέθηκε στο επίκεντρο κρίσιμων αποφάσεων μετά το μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα της χώρας. Η πολιτική ηγεσία γνώριζε; Αν γνώριζε, γιατί δεν έπραξε τα αυτονόητα; Αν δεν γνώριζε, ποια η αξία των θεσμών ελέγχου και αξιολόγησης που επικαλείται συνεχώς;

Το ζητούμενο δεν είναι η ποινική διάσταση της υπόθεσης. Είναι η πολιτική της βαρύτητα. Η ύπαρξη προσώπων με αποδεδειγμένο παρελθόν απάτης σε κρίσιμες θέσεις ασφάλειας δεν αποτελεί απλώς ζήτημα διαφάνειας. Είναι ζήτημα ζωής.

Οι οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη, αλλά και οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που χρησιμοποιούν καθημερινά το τρένο, έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν: ποιος πραγματικά ελέγχει τον σιδηρόδρομο; Και μέχρι πού φτάνει η αλυσίδα ευθυνών που, όσο ανεβαίνει, τόσο πιο επίμονα προσπαθούν κάποιοι να την εξαφανίσουν μέσα στα σκοτεινά γραφεία του κρατικού μηχανισμού;

Αν η δικαιοσύνη για τα Τέμπη περιοριστεί σε έναν σταθμάρχη, τότε το δυστύχημα θα επαναληφθεί — ίσως όχι αύριο, ίσως όχι με τόσους νεκρούς, αλλά αναπόφευκτα. Η ατιμωρησία δεν είναι απλώς θεσμική αδυναμία· είναι διαρκής απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

Το κράτος οφείλει να απαντήσει: τελικώς ποιον προστατεύει; Τους πολίτες ή τους ανθρώπους που υπηρετούν ένα σύστημα που αποδεικνύεται ξανά και ξανά πιο ισχυρό από την αλήθεια και τη νομιμότητα;

Η σιωπή δεν μπορεί πλέον να καλύπτει την πραγματικότητα. Δεν τίθεται πλέον ζήτημα «πολιτικού κόστους». Τίθεται, κυριολεκτικά, ζήτημα ζωής και θανάτου.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις