Η Ελλάδα του 2025 δεν είναι μια χώρα που μπορεί να κρυφτεί πίσω από τα συνθήματα της πολιτικής ρητορικής. Οι αριθμοί της ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του έτους συνθέτουν ένα μωσαϊκό το οποίο, αν το παρατηρήσει κανείς χωρίς ωραιοποιήσεις, δείχνει μια κοινωνία που παλεύει να σταθεί όρθια, μια οικονομία που κινείται χωρίς να απογειώνεται, και ένα κράτος που ισορροπεί περισσότερο με λογιστικούς κανόνες παρά με ένα μακρόπνοο όραμα. Τα στοιχεία δεν είναι απλώς στατιστικά δεδομένα· είναι η σκληρή ακτινογραφία της εθνικής πραγματικότητας, η οποία αποκαλύπτει τόσο τις αντοχές όσο και τις αδυναμίες μας.
Στο επίκεντρο βρίσκεται το δημογραφικό ζήτημα, η μεγάλη σιωπηλή κρίση της χώρας. Η απογραφή του 2021 κατέγραψε μόνιμο πληθυσμό 10,48 εκατομμυρίων, αριθμός που από μόνος του δεν φαίνεται δραματικός. Όμως, αν συγκριθεί με τις προηγούμενες δεκαετίες, αποκαλύπτει τη σταδιακή συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού. Η Αττική συγκεντρώνει σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού, πάνω από 3,8 εκατομμύρια, και η Κρήτη ακολουθεί με 624 χιλιάδες κατοίκους. Η εσωτερική γεωγραφία είναι ανισομερής: η Αθήνα με 643 χιλιάδες παραμένει ο μεγαλύτερος δήμος, ενώ η Θεσσαλονίκη με 319 χιλιάδες κρατά τον δεύτερο ρόλο. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο η κατανομή· είναι η δομή. Η χώρα γερνάει. Τα νοικοκυριά μικραίνουν, οι μονοπρόσωπες κατοικίες αυξάνονται, η αναλογία ηλικιωμένων προς νέους βαραίνει το ασφαλιστικό σύστημα και μειώνει το παραγωγικό δυναμικό. Παράλληλα, η παρουσία αλλοδαπών, αν και περιορισμένη σε ποσοστό 7,3% του συνολικού πληθυσμού, αυξάνει σε ορισμένες περιοχές, δείχνοντας ότι η Ελλάδα του μέλλοντος δεν θα είναι εθνογραφικά όμοια με την Ελλάδα του παρελθόντος. Αυτό φέρνει μαζί του ερωτήματα για την κοινωνική συνοχή, την ενσωμάτωση, αλλά και για τη δυνατότητα της χώρας να ανανεώσει το εργατικό της δυναμικό σε μια περίοδο που η Ευρώπη ολόκληρη γερνά.
Η αγορά εργασίας καταγράφει ένα φαινομενικά θετικό νέο: η ανεργία το 2024 έπεσε στο 10,1%. Για μια κοινωνία που γνώρισε ποσοστά πάνω από 25% την προηγούμενη δεκαετία, αυτό μοιάζει πρόοδος. Ωστόσο, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Οι νέοι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ανεργία διπλάσια ή και τριπλάσια του μέσου όρου. Πολλοί εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, χαμηλά αμειβόμενες, χωρίς προοπτική επαγγελματικής εξέλιξης. Η «ευελιξία» της αγοράς εργασίας έχει μετατραπεί σε καθεστώς ανασφάλειας. Το αποτέλεσμα είναι ότι χιλιάδες νέοι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί, τεχνικοί, επιλέγουν να φύγουν στο εξωτερικό. Το περίφημο «brain drain» συνεχίζεται σιωπηρά, στερώντας από τη χώρα το πιο δυναμικό κομμάτι της νέας γενιάς. Και την ίδια ώρα, οι άνεργοι μεγαλύτερης ηλικίας δυσκολεύονται να επανενταχθούν, με αποτέλεσμα να διογκώνεται η κατηγορία εκείνων που μένουν διαρκώς εκτός παραγωγικού ιστού.
Η συνολική οικονομία καταγράφει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7% σε ετήσια βάση και 0,6% σε τριμηνιαία. Πρόκειται για έναν ρυθμό θετικό, αλλά αδύναμο σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι ανάπτυξη που δείχνει αντοχή αλλά όχι δυναμισμό. Κι εδώ το πρόβλημα είναι ποιοτικό. Η ανάπτυξη στηρίζεται στην κατανάλωση και τις επενδύσεις, όμως το εξωτερικό ισοζύγιο είναι βαρύ αγκάθι. Το 2024, η χώρα εισήγαγε αγαθά αξίας 85 δισ. ευρώ και εξήγαγε μόλις 50 δισ. Οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,1%, οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,3%. Αυτό το άνοιγμα δεν είναι απλή στατιστική. Είναι η απόδειξη ότι η Ελλάδα παραμένει μια οικονομία που δεν παράγει αρκετά διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα. Εισάγουμε ενέργεια, πρώτες ύλες, βιομηχανικά προϊόντα, και εξάγουμε περιορισμένο φάσμα αγαθών. Αυτή η εξάρτηση καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε κάθε διεθνή κρίση: μια αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, μια αναστάτωση στις εφοδιαστικές αλυσίδες, μια γεωπολιτική ένταση μπορεί να εκτροχιάσει την εύθραυστη ισορροπία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο τουρισμός είναι η μεγάλη αντίφαση. Το 2024, οι περιφέρειες του Νότιου Αιγαίου, της Κρήτης και των Ιονίων συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο μέρος των διανυκτερεύσεων. Η χώρα υποδέχεται εκατομμύρια τουρίστες, ο τουρισμός φέρνει ρευστότητα, δίνει θέσεις εργασίας, κινεί την αγορά. Είναι η «βαριά βιομηχανία» μας. Αλλά είναι και μια βιομηχανία με πόδια από άμμο. Ο τουρισμός εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, είναι εποχικός, συγκεντρώνεται σε λίγες περιοχές, αφήνοντας τεράστιες ανισότητες στην περιφέρεια. Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, αν δεν συνοδευτεί από στρατηγική διαφοροποίησης, μπορεί να μετατραπεί σε παγίδα. Μια μεγάλη κρίση θα έβγαζε στο φως πόσο επισφαλής είναι η εξάρτηση από ένα και μόνο κλάδο.
Το δημοσιονομικό πεδίο δείχνει μια εικόνα σταθεροποίησης. Μετά την αναταραχή της πανδημίας, οι δαπάνες εξομαλύνθηκαν, τα έσοδα αυξήθηκαν, και το πρωτογενές ισοζύγιο βελτιώθηκε. Στην επιφάνεια, όλα μοιάζουν θετικά. Στην πραγματικότητα όμως, η Ελλάδα συνεχίζει να στηρίζεται σε μια στενή φορολογική βάση. Το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στις μισθωτές τάξεις και τις μικρές επιχειρήσεις. Η ανάπτυξη δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε ένα πιο δίκαιο και πιο αποδοτικό φορολογικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα παραμένει εκτεθειμένη: μια επιβράδυνση ή μια νέα κρίση θα μπορούσε να ανατρέψει εύκολα τις ισορροπίες.
Η εικόνα των νοικοκυριών συμπληρώνει το παζλ. Η Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών του 2024 έδειξε πως η στέγαση και η ενέργεια απορροφούν δυσανάλογο μερίδιο του εισοδήματος. Οι οικογένειες ξοδεύουν περισσότερα σε λογαριασμούς, ενοίκια, καύσιμα. Η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο ακριβή. Και την ίδια ώρα, παρατηρείται αύξηση στις δαπάνες για ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ανάκαμψης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης μετά την πανδημία, αλλά και ως προσπάθεια των πολιτών να ανακτήσουν μια κανονικότητα, έστω και με τίμημα την πίεση στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Η ανισότητα όμως παραμένει έντονη: για τα μεσαία στρώματα, η ζωή είναι δύσκολη· για τα χαμηλά στρώματα, συχνά αφόρητη.
Αξίζει να σημειωθεί και η δυναμική στον πολιτισμό. Τα κρατικά και δημοτικά θέατρα είχαν το 2023 πάνω από 2,38 εκατομμύρια θεατές. Τα μουσεία ανέκτησαν την επισκεψιμότητά τους. Ο πολιτισμός αποδεικνύεται ανθεκτικός, ένας χώρος όπου η κοινωνία εκφράζεται και ξαναβρίσκει ρυθμούς μετά την κρίση. Ωστόσο, κι αυτός εξαρτάται από το διαθέσιμο εισόδημα, από τον τουρισμό, από τη συνολική οικονομική κατάσταση. Είναι καθρέφτης και όχι εξαίρεση.
Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την εικόνα μιας χώρας σε μετέωρη κατάσταση. Η Ελλάδα δεν καταρρέει, αλλά ούτε και απογειώνεται. Είναι μια χώρα που επιβιώνει, αλλά δεν μεταμορφώνεται. Τα θετικά μεγέθη στο ΑΕΠ, στη δημοσιονομική σταθεροποίηση και στον τουρισμό αντισταθμίζονται από τα βαρίδια του εμπορικού ελλείμματος, της ανεργίας των νέων, της γήρανσης του πληθυσμού και της πίεσης στα νοικοκυριά. Οι αριθμοί της ΕΛΣΤΑΤ δεν λένε ψέματα· απλώς δεν προσφέρουν εύκολες αφηγήσεις. Και αυτό είναι το καθήκον της πολιτικής: να τους μετατρέψει σε σχέδιο. Χωρίς παραγωγική αναβάθμιση, χωρίς επενδύσεις σε τομείς που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα, χωρίς στρατηγική για το δημογραφικό και την κοινωνική συνοχή, η χώρα θα συνεχίσει να κινείται στη μετριότητα. Η μεγάλη πρόκληση δεν είναι να καταγράψουμε τα μεγέθη· είναι να τα ερμηνεύσουμε και να τα μεταφράσουμε σε πολιτική πράξη. Γιατί διαφορετικά, η Ελλάδα θα πορεύεται πάντα σε μια εύθραυστη ισορροπία, ένα βήμα πριν από την πρόοδο, αλλά και ένα βήμα πριν από την οπισθοδρόμηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου