Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Tι σημαίνει πραγματικά για την Ελλάδα ένα θερμό Eπεισόδιο με την Τουρκία


 Η κάθοδος του ερευνητικού πλοίου Piri Reis από τον Κόλπο της Σμύρνης –έστω και αν μέχρι στιγμής κινείται σε τουρκικά χωρικά ύδατα– επαναφέρει με ένταση το γνώριμο ερώτημα: «Θα γίνει θερμό επεισόδιο;». Στον δημόσιο διάλογο, το σενάριο παρουσιάζεται συχνά σαν ένα «ατύχημα» ανάμεσα σε στρατιωτικά μέσα Ελλάδας και Τουρκίας που, σχεδόν αυτόματα, οδηγεί σε γενικευμένη σύρραξη. Η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στη λογική με την οποία ξεσπούν οι πόλεμοι.

Η ιδέα ότι τυχαία γεγονότα οδηγούν μοιραία σε πολεμική σύγκρουση ανάγεται συχνά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «κανείς δεν τον ήθελε», λέγεται, «αλλά προέκυψε από ατυχείς συμπτώσεις». Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι αναφορές σε «θερμό επεισόδιο» πολλαπλασιάστηκαν, υπό τη σκιά της πυρηνικής αποτροπής και του «κουμπιού» που θα μπορούσε να πατηθεί από λάθος. Στην Ελλάδα, ο όρος καθιερώθηκε μετά την κρίση στα Ίμια (1996) και έκτοτε επιστρέφει σε κάθε περίοδο έντασης.

Η ιστορική εμπειρία, όμως, δείχνει κάτι διαφορετικό: κανένας πόλεμος δεν ξεκινά τυχαία, ούτε «εξ ανάγκης» από ένα μεμονωμένο συμβάν. Ακόμη και για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι ιστορικοί εξακολουθούν να διαφωνούν για την ακριβή αφετηρία, είναι σαφές ότι οι δυνάμεις δεν επεδίωκαν την ειρήνη άνευ όρων, αλλά την ειρήνη με τους όρους τους. Με άλλα λόγια, οι συγκρούσεις είναι προϊόν πολιτικής βούλησης – είτε για δράση είτε για αποχή.

Στην πράξη, «θερμό επεισόδιο λόγω ατυχήματος» δεν αρκεί για να πυροδοτήσει πόλεμο. Πόλεμος ξεκινά όταν κάποιος πει «όχι» και αναλάβει την ευθύνη της ένοπλης αντίδρασης. Γι’ αυτό οι πόλεμοι αρχίζουν με επίθεση και άμυνα. Το πιο ηχηρό «όχι» στη νεότερη ελληνική ιστορία είναι εκείνο του 1940. Αν, αντιθέτως, δεν υπάρξει αντίδραση, δεν υπάρχει και κλιμάκωση. Το θερμότερο επεισόδιο της μεταπολεμικής περιόδου, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, δεν εξελίχθηκε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο: επί εβδομάδες η Τουρκία βομβάρδιζε, αποβίβαζε δυνάμεις και προήλαυνε, ενώ η Ελλάδα –υπό τη δικτατορική και ακολούθως την κυβέρνηση εθνικής ενότητας– δεν αντέδρασε στρατιωτικά. Το ίδιο συνέβη στα Ίμια, όπου προκρίθηκε η αποφυγή σύγκρουσης για «δύο βραχονησίδες» – όπως είχε σχολιάσει τότε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον.

Ανάλογη στάση τηρήθηκε και σε περιστατικά τα οποία συχνά αναφέρονται ως «θερμά» εξαιτίας ατυχήματος, όπως οι πτώσεις των αεροσκαφών των Νικολάου Σιαλμά και Κωνσταντίνου Ηλιάκη, στο πλαίσιο εναέριων εμπλοκών. Σε διάστημα περίπου πέντε δεκαετιών σημειώθηκαν πολλά επεισόδια διαφορετικής έντασης χωρίς να οδηγήσουν σε πόλεμο – διότι επιλέχθηκε σταθερά η πολιτική κατευνασμού.

Από εδώ απορρέει το ουσιαστικό ερώτημα: πώς αποτρέπεται μια γενικευμένη σύρραξη και ποια είναι τα πραγματικά περιθώρια χειρισμών ανάμεσα στην ειρήνη και τον πόλεμο;

Πρώτον, μεταξύ ειρήνης και πολέμου υπάρχουν πολλαπλές ενδιάμεσες επιλογές. Πέρα από την άμεση χρήση στρατιωτικής ισχύος, υπάρχει η διαχείριση της απειλής χρήσης της – με κλιμάκωση παρουσίας, κανόνες εμπλοκής, στοχευμένες ασκήσεις, αναπτύξεις και συνδυασμό διπλωματικών κινήσεων. Αυτές οι επιλογές συνιστούν πολιτική αποτροπής με πράξεις, όχι με δηλώσεις.

Δεύτερον, η ειρήνη έχει κόστος, όπως και ο πόλεμος. Αποφεύγοντας μια σύγκρουση μπορεί κανείς να ηττηθεί «ειρηνικά» – να απωλέσει δικαιώματα, θέσεις ή κύρος χωρίς να πέσει πυροβολισμός. Η τουρκική προέλαση στην Κύπρο και η διαχείριση της κρίσης στα Ίμια κατέδειξαν ότι η αποχή από τη σύγκρουση δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με στρατηγικό κέρδος. Η σημερινή ισορροπία στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο θα ήταν διαφορετική αν στις στιγμές εκείνες είχε υπάρξει άλλη επιλογή αντίδρασης.

Τρίτον, η Άγκυρα έχει κατανοήσει ότι η Αθήνα φοβάται τον πόλεμο και αξιοποιεί την απειλή του για να αποσπά πλεονεκτήματα. Η απουσία σαφούς σήματος ότι «φτάνουμε μέχρι τα άκρα» ενθαρρύνει τη διαρκή πίεση. Όταν η Ελλάδα έδειξε αποφασιστικότητα –το 1976 και το 1987– το μήνυμα ελήφθη.

Τέταρτον, η αποτροπή δεν λειτουργεί από μόνη της. Δεν είναι «θυμιατό» που αρωματίζει τον δημόσιο λόγο: απαιτεί συνεκτικές ενέργειες, προετοιμασία, συνέπεια και προβλεψιμότητα στην εφαρμογή των κόκκινων γραμμών. Η μη αντίδραση στις προκλήσεις διαβρώνει την αποτρεπτική αξιοπιστία.

Πέμπτον, ο πόλεμος παραμένει –ως ύστατη επιλογή– ένα εργαλείο πολιτικής. Αν αποκλειστεί εκ των προτέρων, οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι το αντιλαμβάνονται και αναπροσαρμόζουν αναλόγως τη στάση τους. Η παρουσία ενός ρεαλιστικού, όχι ρητορικού, σεναρίου χρήσης ισχύος είναι συστατικό της αποτροπής.

Έκτον, η προετοιμασία δεν αφορά μόνο τις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και την κοινωνία. Η ανθεκτικότητα, η συνοχή και η κατανόηση του τι διακυβεύεται συνιστούν πολλαπλασιαστή ισχύος. Αντιλαμβάνονται αυτή την προετοιμασία και αντίπαλοι και σύμμαχοι – και την συνυπολογίζουν.

Συνεπώς, ένα «θερμό επεισόδιο» δεν οδηγεί αυτόματα σε γενικευμένη σύρραξη. Η κλιμάκωση εξαρτάται από πολιτικές αποφάσεις: από το αν και πώς θα επιλέξει να αντιδράσει ο δεχόμενος την πρόκληση. Αυτό που απαιτείται δεν είναι μια γενικευμένη ανησυχία, αλλά καθαρή απάντηση στο ερώτημα «μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε για να υπερασπιστούμε κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα;». Χωρίς αξιόπιστη αποτροπή και προετοιμασία, κάθε κίνηση του αντιπάλου θα γίνεται αποδεκτή με ανακούφιση επειδή «αποφεύχθηκε ο πόλεμος». Μόνο που η «ήττα χωρίς πόλεμο» έχει επίσης βαρύ τίμημα, ακόμη κι αν δεν γίνεται αντιληπτή με την πρώτη ματιά.

Το συμπέρασμα είναι διττό: αφενός, η συζήτηση για «τυχαίο θερμό επεισόδιο» αποπροσανατολίζει από την ουσία – τη βούληση και την ετοιμότητα να εφαρμοστούν πολιτικές αποτροπής με συνέπεια. Αφετέρου, η αποφυγή της σύρραξης δεν εξασφαλίζεται με ευχές, αλλά με καθαρούς κανόνες εμπλοκής, σταθερές γραμμές επικοινωνίας, διαρκή επιχειρησιακή ετοιμότητα και κοινωνική συνείδηση του διακυβεύματος. Μόνον έτσι το «θερμό» παραμένει επεισόδιο — και όχι προοίμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις