Είναι χρυσοφόρο το επάγγελμα του πολιτικού. Αυτό είναι το πρώτο ασφαλές συμπέρασμα από την ανάγνωση των δηλώσεων «πόθεν έσχες» για τα έτη 2023 και 2024. Η απόσταση που χωρίζει το βιοτικό επίπεδο και την περιουσιακή κατάσταση των «σωτήρων» της πατρίδας από εκείνη του λαού είναι χαώδης. Από τη μία οι πολίτες που μετράνε κέρματα για να νοικιάσουν ένα δυάρι ή να βάλουν φαγητό στο τραπέζι· από την άλλη οι επαγγελματίες της πολιτικής, που καταθέτουν δεκάδες σελίδες με ακίνητα, μετοχές, καταθέσεις, αυτοκίνητα και πάσης φύσεως τεκμήρια ευμάρειας.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλώνει περιουσία που μοιάζει περισσότερο με χαρτοφυλάκιο επενδυτικής τράπεζας παρά με τα εισοδήματα ενός πολιτικού που «υπηρετεί τον λαό». Και δεν είναι ο μόνος. Σχεδόν όλοι οι «αυτοθυσιαζόμενοι» για την Ελλάδα χρειάζονται πολλές σελίδες για να περιγράψουν λιτά –και πάντοτε χωρίς πολλές εξηγήσεις– τα πλούτη τους.
Κι εδώ γεννιέται το ερώτημα που ποτέ δεν απαντάται: πώς ακριβώς δημιουργήθηκε αυτός ο πλούτος; Ποια δραστηριότητα απέφερε τόσες αποδόσεις; Ποιο προϊόν πουλούν οι πολιτικοί και αγοράζει τόσο ακριβά η αγορά; Η απάντηση είναι γνωστή: το προϊόν είναι η εξουσία, οι διασυνδέσεις, οι «διευκολύνσεις», οι συμφωνίες που γίνονται στο όνομα του λαού αλλά προς όφελος λίγων.
Η ίδια η διαδικασία του «πόθεν έσχες» αποτυγχάνει παταγωδώς να δώσει απαντήσεις. Δεν είναι «πόθεν», είναι απλώς «έσχες». Μια απογραφή περιουσίας χωρίς πραγματικό έλεγχο της προέλευσης. Μέχρι σήμερα καμία εξονυχιστική έρευνα δεν έγινε για να διαπιστωθεί αν οι εντυπωσιακές οικονομικές επιδόσεις των πολιτικών είναι καθαρές ή προϊόντα συναλλαγών που υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον. Η Βουλή αρκείται να κοινοποιεί καταλόγους που περισσότερο εξοργίζουν παρά διαφωτίζουν.
Η κοινή γνώμη αντιδρά για λίγο, τα μέσα ενημέρωσης κάνουν τον θόρυβο της ημέρας, αλλά τίποτε δεν αλλάζει. Το ένα κόμμα διαδέχεται το άλλο στην εξουσία και η ομερτά παραμένει ακλόνητη. Παρά τις φαινομενικές αντιπαλότητες, υπάρχει απόλυτη συναίνεση στο να μη σπάσει το απόστημα. Οι «ποντικοί» του Κοινοβουλίου συνεχίζουν ανενόχλητοι, γνωρίζοντας ότι κανείς δεν έχει διάθεση να τους ξεμπροστιάσει πραγματικά.
Και έτσι, χρόνο με τον χρόνο, το «πόθεν έσχες» γίνεται η πιο κυνική απόδειξη του χάσματος ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους. Μια τελετουργία ατιμωρησίας, όπου η πολυτέλεια παρουσιάζεται ως νόμιμη κατάκτηση, την ώρα που ο λαός στενάζει. Ένα έθιμο της Μεταπολίτευσης που δεν γεννά εμπιστοσύνη αλλά αηδία.
Στην ομερτά υπάρχει συναίνεση. Κι όσο αυτή μένει αδιατάρακτη, η χώρα θα συνεχίζει να βυθίζεται στην απαξίωση και η πολιτική θα παραμένει το πιο χρυσοφόρο επάγγελμα στην Ελλάδα.
Τι δείχνει η φετινή εικόνα των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης
Με μια γρήγορη ματιά στα φετινά «πόθεν έσχες» (χρήσεις 2022 και 2023) γίνεται σαφές γιατί η πολιτική αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως επάγγελμα –και μάλιστα επικερδές. Η εικόνα που προκύπτει εξηγεί επίσης γιατί τα τελευταία χρόνια προσελκύει κυρίως πρόσωπα που βλέπουν την πολιτική ως καριέρα, και λιγότερο ιδεολόγους με πρόθεση «να αλλάξουν τον κόσμο». Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά είναι λίγες και, ακριβώς επειδή είναι λίγες, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Παρά τις διαχρονικές διαμαρτυρίες βουλευτών ότι «τα έξοδα είναι πολλά» και οι αποζημιώσεις ανεπαρκείς, η ανάγνωση των δηλώσεων δείχνει ένα άλλο αφήγημα: αρκετοί που μπήκαν στην πολιτική χωρίς αξιοσημείωτα περιουσιακά στοιχεία εμφανίζονται σήμερα με σημαντικές καταθέσεις και ακίνητα· άλλοι, με μικρή αρχική περιουσία, την έχουν αυξήσει αισθητά. Το συμπέρασμα ότι η πολιτική λειτουργεί ως «επαγγελματική προοπτική» στην Ελλάδα ενισχύεται, ακόμη κι αν ο έλεγχος του «πόθεν» παραμένει ανεπαρκής και δεν γνωρίζουμε αν όλα δηλώνονται πλήρως.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παραδοσιακά συγκεντρώνουν οι δηλώσεις του πρωθυπουργού και της συζύγου του. Στις τραπεζικές καταθέσεις του, για τη δήλωση 2023 (χρήση 2022) καταγράφονται 852.906 ευρώ σε ελληνικές τράπεζες και δανειακή υποχρέωση 150.000 ευρώ προς συγγενή. Στη δήλωση 2024 (χρήση 2023) εμφανίζεται απόκτηση ομολόγων αξίας 498.150 ευρώ (Hellenic T-Bill) από μεταφορά χρημάτων, ενώ οι καταθέσεις διαμορφώνονται σε 110.668,46 ευρώ και η οφειλή παραμένει ίδια. Συζήτηση έχει προκαλέσει και η μεταβολή στο χαρτοφυλάκιο ακινήτων: από 39 ακίνητα που δηλώνονταν παλαιότερα μαζί με τη σύζυγο, σήμερα καταγράφονται λιγότερα (26 για τον ίδιο, 8 για τη σύζυγο), με ερωτήματα αν πρόκειται για μεταβιβάσεις στα τέκνα ή πωλήσεις. Καταγράφεται επίσης αγορά οικοπέδου 660 τ.μ. στο Ζαγόρι έναντι 74.558 ευρώ.
Η σύζυγος του πρωθυπουργού, για τη χρήση 2022, δηλώνει έσοδα από ακίνητα 43.050 ευρώ και άλλα εισοδήματα 100.000 ευρώ, επενδυτικά ασφαλιστικά συμβόλαια 28.772 ευρώ, καθώς και καταθέσεις στη Societé Générale (177.305,43 δολάρια και 6.605 ευρώ), στη Lombard Odier (530.794 ευρώ) και μικρότερα ποσά σε ελληνικές τράπεζες. Δηλώνονται 8 ακίνητα (Ελλάδα/Ην. Βασίλειο) και εταιρικές συμμετοχές, μαζί με δάνεια (καταναλωτικό ~31.878 ευρώ και συμμετοχή σε στεγαστικό/επισκευαστικό 818.486 ευρώ). Για τη χρήση 2023 δηλώνονται έσοδα από ακίνητα 37.000 ευρώ, έσοδα από μερίσματα/τόκους/δικαιώματα 113.086 ευρώ, πρόσθετα ποσά από μεταβιβάσεις και μισθωτές υπηρεσίες, επενδυτικά συμβόλαια 35.620 ευρώ, ενώ οι καταθέσεις στη Lombard Odier αυξάνονται (576.622 ευρώ) και στη Societé Générale παραμένουν στα ίδια επίπεδα. Καταγράφονται επίσης τρεις τραπεζικές θυρίδες – στοιχείο που συναντάται και σε δηλώσεις άλλων συζύγων πολιτικών (υπενθυμίζεται ότι δεν υπάρχει υποχρέωση δήλωσης περιεχομένου).
Στο επίκεντρο της δημοσιότητας βρέθηκαν ξανά οι θυρίδες, καθώς και η μεταβολή καταθέσεων/εισοδημάτων σε πρόσωπα της αντιπολίτευσης. Ενδεικτικά, στη δημόσια συζήτηση αναφέρθηκε ότι παλαιότερα η σύντροφος πρώην πρωθυπουργού διατηρούσε θυρίδα (δεν εμφανίζεται πλέον στη φετινή δημοσίευση), ενώ οι καταθέσεις της έχουν αυξηθεί σε σχέση με προγενέστερα έτη. Σημειώνεται πως, ανεξαρτήτως πολιτικού χώρου, οι θυρίδες δηλώνονται ως ύπαρξη και όχι ως περιεχόμενο, αφήνοντας λογικά κενά στη συνολική εικόνα.
Από τα μέλη της κυβέρνησης ξεχωρίζουν, μεταξύ άλλων, οι καταγραφές υψηλών χαρτοφυλακίων και αγορών ακινήτων. Αναφέρονται δαπάνες για ομόλογα/αμοιβαία κεφάλαια σημαντικού ύψους, εξαγορές ακινήτων εντός και εκτός Ελλάδος (π.χ. αγορά διαμερίσματος στο Λονδίνο αξίας άνω του 1,5 εκατ. λιρών από υπουργό), καθώς και μεγάλες τραπεζικές καταθέσεις (π.χ. πάνω από 1,3 εκατ. ευρώ σε τράπεζες Ελλάδας και εξωτερικού από υπουργό). Σε άλλες περιπτώσεις, σύζυγοι υπουργών εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλά δηλωθέντα επαγγελματικά εισοδήματα αλλά παράλληλα «ενδιαφέρον» επενδυτικό προφίλ και θυρίδες, γεγονός που προκαλεί εύλογες απορίες.
Στην αντιπολίτευση, τα ποσά ποικίλλουν. Ο πρόεδρος κόμματος του κέντρου δηλώνει καταθέσεις άνω των 1 εκατ. ευρώ σε Βέλγιο και Ελλάδα και εκτεταμένη ακίνητη περιουσία. Άλλος αρχηγός κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζει περιορισμένες καταθέσεις (κάτω των 60.000 ευρώ) αλλά αρκετά ακίνητα, μαζί με τρέχουσες οφειλές δανείων. Αρχηγός κοινοβουλευτικού κόμματος της δεξιάς δηλώνει 4 ακίνητα, ~269.000 ευρώ σε καταθέσεις, δύο θυρίδες και συμμετοχή σε εταιρεία συνδεόμενη με τη σύζυγό του. Ο επικεφαλής μικρότερου κοινοβουλευτικού κόμματος (συντηρητικού χώρου) καταγράφεται ως «φτωχότερος» πολιτικός αρχηγός, με εισόδημα ~22.600 ευρώ και καταθέσεις κάτω των 2.000 ευρώ. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ανεξάρτητος βουλευτής (εκλεγμένος με άλλο κόμμα), που δηλώνει το 2024 εισοδήματα 18,4 εκατ. ευρώ λόγω αμοιβής από υπόθεση στις ΗΠΑ, γεγονός που εκ των πραγμάτων αλλοιώνει κάθε σύγκριση. Άλλος επικεφαλής νέου αριστερού σχηματισμού δηλώνει μετοχές/ομόλογα ~86.000 ευρώ και καταθέσεις ~136.000 ευρώ.
Σε επίπεδο γνωστών πολιτικών προσώπων: πρόεδρος κόμματος εκτός Βουλής δηλώνει ότι παραχωρεί τη βουλευτική αποζημίωσή του στο κόμμα, έχει περιορισμένες καταθέσεις (~10.700 ευρώ) και δύο ακίνητα. Άλλος αρχηγός κόμματος της κεντροαριστεράς εμφανίζει υψηλά προσωπικά εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα στο εξωτερικό και επενδύσεις άνω των 3,5 εκατ. δολαρίων, χωρίς εισοδήματα από πολιτική δραστηριότητα. Πρώην πρωθυπουργός της κεντροαριστεράς δηλώνει, πέρα από την αποζημίωση και καταθέσεις ~260.000 ευρώ, την ίδρυση ΑΜΚΕ με μικρό αρχικό κεφάλαιο· συζητήσεις προκαλούν οι δωρεές προς τη συγκεκριμένη δομή και το επίπεδο διαφάνειας δημοσιοποίησης. Άλλος πρώην πρωθυπουργός εμφανίζει αγορά μεγάλου ακινήτου στα νότια προάστια με τίμημα που σχολιάστηκε ως χαμηλότερο της αντικειμενικής, καθώς και μη εμφανές σχετικό δάνειο στις οφειλές· πρόκειται για δηλωτικά στοιχεία που έχουν τεθεί υπό δημοσιογραφικό έλεγχο.
Στις δηλώσεις αναγνωρίσιμων προσώπων της ευρύτερης πολιτικής σκηνής καταγράφονται σημαντικές επενδυτικές κινήσεις (π.χ. αγορά μετοχών/παραγώγων άνω των 800.000 δολαρίων από πρώην υπουργό), υψηλές καταθέσεις (π.χ. δημοσιογράφος/ευρωβουλευτής κοντά στο 1 εκατ. ευρώ), καθώς και πολύ υψηλά εισοδήματα από ενοίκια/μερίσματα/τόκους (π.χ. πρώην ευρωβουλευτής με χαρτοφυλάκιο άνω του 1,45 εκατ. ευρώ και καταθέσεις άνω του 1 εκατ. ευρώ). Σε άλλα παραδείγματα, βουλευτές που εισήλθαν στην πολιτική με χαμηλά εισοδήματα εμφανίζουν σήμερα πολλαπλάσια ποσά σε καταθέσεις/μετοχές και αγοραπωλησίες ακινήτων μέσα σε μία-δύο χρήσεις.
Το κοινό μοτίβο πίσω από όλα αυτά είναι τα «γκρίζα» σημεία. Ακόμη και με τις λειψές πληροφορίες, εντοπίζονται περιπτώσεις που εγείρουν ερωτήματα: σύζυγοι με δηλωθέντα επαγγελματικά εισοδήματα κάτω από το όριο της φτώχειας αλλά με επενδυτικές κινήσεις και θυρίδες· αγορές ακινήτων με τιμές που δεν θυμίζουν αγορά· ασυνήθιστες τραπεζικές ροές· οφειλές που δεν αποτυπώνονται καθαρά. Έμπειρο στέλεχος που έχει χειριστεί υποθέσεις διαφάνειας σημειώνει ότι για ορισμένους «αγορές ακινήτων και δάνεια μπορούν να λειτουργούν ως τρόπος ‘λευκανσης’ αδήλωτων κεφαλαίων»—χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε δάνειο είναι ύποπτο.
Αν μια δημοσιοποίηση «πόθεν έσχες» έχει νόημα, αυτός είναι να λειτουργεί ως θεσμικός καταλύτης διαφάνειας: να φωτίζει όχι μόνο τι «έσχες», αλλά κυρίως «πόθεν». Σήμερα, μεγάλο μέρος του μηχανισμού παραμένει τυπικό και αποσπασματικό. Η ευθύνη είναι διακομματική: κανείς δεν δείχνει πραγματική βούληση να ενισχύσει τον έλεγχο προέλευσης, να ενοποιήσει βάσεις δεδομένων, να αποσαφηνίσει τις θυρίδες, να διασταυρώνει αντικειμενικές αξίες και τραπεζικές κινήσεις σε πραγματικό χρόνο. Μέχρι να συμβεί αυτό, ο δημόσιος διάλογος θα συνεχίσει να περιστρέφεται γύρω από εντυπωσιακές λίστες περιουσιών, χωρίς απαντήσεις στο μόνο ερώτημα που ενδιαφέρει τους πολίτες: όχι «τι έχουν», αλλά «πώς το απέκτησαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου