Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2025

GSI: Το υποβρύχιο καλώδιο που δεν ποντίστηκε ποτέ – Η ελληνική διπλωματία παραλύει μπροστά στην Τουρκία


 Αν όλα είχαν κυλήσει ομαλά, η Ελλάδα και η Κύπρος θα εόρταζαν σε λίγες ημέρες το ορόσημο της 1ης Δεκεμβρίου 2025, ημερομηνία που είχε οριστεί από την άνοιξη του 2024 για την ολοκλήρωση των βυθομετρικών ερευνών και της πόντισης του υποβρυχίου καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης με το Ισραήλ, του γνωστού Great Sea Interconnector (GSI) ή, πιο απλά, του «καλωδίου».

Όμως η πραγματικότητα απέχει από τα ευχολόγια. Οι εργασίες του έργου έχουν παραλύσει από τα τέλη Ιουλίου 2024, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να αναλάβει προσωπικά – με τη συνδρομή της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών – την «απεμπλοκή» από την κρίση που προκάλεσε το τουρκικό πολεμικό ναυτικό. Τρεις φρεγάτες – οι GoksuGokova και η κορβέτα Beykoz – ανέκοψαν την πορεία του ιταλικού ερευνητικού σκάφους Ievoli Relume, που είχε μισθώσει ο ΑΔΜΗΕ, ανοιχτά της Κάσου, προχωρώντας σε παραβιάσεις ελληνικών χωρικών υδάτων συνολικής διάρκειας πάνω από 3 ώρες και 15 λεπτά. Ένα περιστατικό που, αντί να αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα, μετατράπηκε σε διπλωματική υποχώρηση.

Οι μήνες που ακολούθησαν χαρακτηρίστηκαν από αυτοθαυμασμό της κυβέρνησης για τη συμφωνία αποκλιμάκωσης με την Τουρκία, μέσω των διπλωματικών διαύλων. Χωρίς να συνειδητοποιεί ότι με την επιλογή αυτή συναίνεσε, αθέλητα ή μη, σε ένα ακόμη τετελεσμένο εις βάρος των ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων. Ακόμη πιο ειρωνικό είναι ότι οι εργασίες που είχε αναλάβει το Ievoli Relume για την περίοδο 2024-2025 ήταν απλώς επικυρωτικές των γεωφυσικών και βυθομετρικών ερευνών που είχαν ολοκληρωθεί πλήρως το 2014, δηλαδή μια Ελλάδα σε εποχή Μνημονίων αποδείχθηκε πιο ισχυρή και αποτελεσματική από την τωρινή, «ανεξάρτητη» Ελλάδα.

Η λανθασμένη κρίση και οι ανεπιτυχείς χειρισμοί του πρωθυπουργού αποκαλύφθηκαν τουλάχιστον τρεις φορές, όταν το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών, το φθινόπωρο του 2024 και την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2025, υποστήριζαν ότι οι έρευνες θα επαναλαμβάνονταν σύντομα. Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι αν ο κ. Μητσοτάκης και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης δεν είχαν αντιληφθεί τη δυσκολία ανόρθωσης του τετελεσμένου ή αν το γνώριζαν και παραπλανούσαν εν ψυχρώ τα μέσα ενημέρωσης και τον ελληνικό λαό. Ο κ. Γεραπετρίτης δεν δίστασε, στις 25 Αυγούστου 2025 στο Open, να διαβεβαιώνει ότι «η πόντιση θα συνεχιστεί κανονικά… θα συνεχιστούν οι έρευνες» και μάλιστα να προσθέτει με ύφος στρατηγού «θα μετρηθούμε στο πεδίο, ξέρετε!» – μια δήλωση που έμοιαζε περισσότερο με επικοινωνιακό τρικ παρά με ρεαλιστικό σχεδιασμό.

Νέα ζητήματα και επικοινωνιακά παιχνίδια

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί από τις αποτυχίες της, αλλά συνεχίζει να ποντάρει σε επικοινωνιακές πανηγυρίστικες κινήσεις, ενώ η ουσία του έργου παραμένει αδρανής.

Πρώτον, οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού για «άμεση επικαιροποίηση των οικονομοτεχνικών παραμέτρων» σημαίνουν στην πραγματικότητα ότι όλο το έργο ξεκινά από την αρχή. Η επικαιροποίηση αυτή θα απαιτήσει τουλάχιστον εννέα μήνες, και ακολούθως θα πρέπει να βρεθούν επενδυτές και χρηματοδότες. Οι νέες έρευνες βυθού θα απαιτήσουν επιπλέον περίπου 20 μήνες, δηλαδή το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση της πόντισης παραπέμπει στη… δεκαετία!

Δεύτερον, η επικοινωνιακή τακτική για την πιθανή συμμετοχή της αμερικανικής DFC στο έργο θυμίζει σόου χωρίς ουσία. Παρά τους πανηγυρισμούς, η DFC είχε ήδη από τον Μάιο του 2024 στείλει Επιστολή Προθέσεως, με τεχνικές και οικονομικές εκτιμήσεις, που όμως η ελληνική πλευρά αδράνησε να αξιοποιήσει. Το γεγονός ότι οι αρμόδιοι υπουργοί ανέφεραν το θέμα στον Αμερικανό υπουργό Εσωτερικών έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 2025, αποδεικνύει καθυστέρηση και κακή διαχείριση, ενώ η θέση της Ουάσινγκτον παραμένει επισφαλής.

Τρίτον, η κυβέρνηση ποντάρει σε αμερικανικές πιέσεις προς την Άγκυρα ή στην τύχη, ελπίζοντας ότι η Τουρκία θα απέχει από ενέργειες σαν αυτές της Κάσου τον Ιούλιο του 2024. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι τέτοιες ελπίδες βασίζονται σε αβεβαιότητες και σε εκτιμήσεις που συχνά ανατρέπονται από τη γεωπολιτική δυναμική. Ούτε η υποτιθέμενη «ειδική έκθεση» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που αναγνωρίζει τα ελληνικά δικαιώματα στον GSI έχει φέρει αποτέλεσμα. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένης της πρεσβευτού Κίμπερλι Γκίλφοϊλ και του Νο2 Τζόσουα Χακ, δεν έχουν επιβεβαιώσει δημόσια την ύπαρξή της ούτε έχουν προχωρήσει σε δηλώσεις για το «καλώδιο».

Τέταρτον, η Κομισιόν εμφανίζεται ενθαρρυντική για τον GSI, αλλά δεν έχει διευκρινιστεί αν η θετική στάση συνοδεύεται από ουσιαστική οικονομική και γραφειοκρατική υποστήριξη. Από τον Δεκέμβριο του 2023, ο ΑΔΜΗΕ είναι δικαιούχος των 657 εκατ. ευρώ από το Connect Europe Facility, αλλά η χρήση τους και οι συνέπειες για ενδεχόμενη αλλαγή της συμμετοχής του ΑΔΜΗΕ ή την κεφαλαιακή συμμετοχή της DFC παραμένουν θολές.

Πέμπτον, οι κυβερνητικές δηλώσεις περί ένταξης του «καλωδίου» στον IMEC και του ρόλου των ΗΠΑ και των Εμιράτων μοιάζουν περισσότερο με wishful thinking παρά με ρεαλιστικό σχεδιασμό. Η ένταση στη Μέση Ανατολή, η δυσπιστία Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας και η μη δεσμευτική υπογραφή μνημονίων κατανόησης από την Εθνική Εταιρία Ενέργειας του Αμπού Ντάμπι δημιουργούν σοβαρά εμπόδια.

Η αντιπαράθεση με τη Λευκωσία

Η κυβέρνηση φαίνεται να διόρθωσε, έστω και καθυστερημένα, το λάθος της αντιπαράθεσης με τη Λευκωσία, που είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, ο οποίος καταγγέλλει εκφοβισμούς και εκβιασμούς. Παράλληλα, παραμένει η σκιά των ποσών που διεκδικεί ο ΑΔΜΗΕ από τις κυπριακές αρχές και η συνεχιζόμενη παρακολούθηση της υπόθεσης από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Όλα αυτά εκτυλίσσονται ενώ η διακοπή των εργασιών του Ievoli Relume έχει ήδη προκαλέσει τεράστια ζημιά: κάθε ημέρα αναστολής σήμαινε χρηματική ποινή $149.000, ενώ η επιπλέον ποινή για καθυστερημένη επιστροφή στη θαλάσσια όδευση έφτανε τα $1.400.000. Κανείς δεν έχει δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις για το πώς θα ανακτηθούν αυτά τα ποσά ή για το τι μέλλει γενέσθαι με το έργο, που παραμένει καθηλωμένο σε ένα δίχτυ από διπλωματικά λάθη, επικοινωνιακές φούσκες και κακοδιαχείριση χρόνου και ευκαιριών.

Συνολικά, η υπόθεση του GSI δεν είναι απλώς μια τεχνική ή οικονομική δυσλειτουργία· είναι μια πολιτική και διπλωματική ιστορία αποτυχίας, που υπογραμμίζει πόσο εύκολα τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα μπορούν να παραγκωνιστούν όταν οι χειρισμοί της κυβέρνησης βασίζονται σε ελπίδες, επικοινωνιακές κινήσεις και ανεπαρκή συντονισμό με διεθνείς εταίρους. Όσο περνά ο χρόνος, τόσο περισσότερο γίνεται εμφανές ότι το «καλώδιο» κινδυνεύει να μείνει ένα άδειο όνειρο για την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας και της Κύπρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις