Υπάρχουν πολιτικά πρόσωπα που δεν χωράνε στα κλισέ του δημόσιου λόγου. Η Αφροδίτη Λατινοπούλου ανήκει σε εκείνη τη μικρή κατηγορία που προκαλεί αντιδράσεις πριν καν μιλήσει: άλλοι την αγαπούν ως σύμβολο αντίστασης στην επιβαλλόμενη «κανονικότητα» της πολιτικής ορθότητας, άλλοι τη μισούν γιατί διαλύει τα άνετα στερεότυπα ενός συστήματος που έχει μάθει να αυτοεπιβεβαιώνεται. Εξελέγη ευρωβουλευτής το 2024 και βρίσκεται σήμερα στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δίνοντας μάχες που οι περισσότεροι στην Αθήνα προτιμούν να αποφεύγουν από φόβο μήπως κακοκαρδίσουν την εκάστοτε «γραμμή». Δεν προέρχεται από το βολεμένο κλαμπ των μόνιμων επαγγελματιών της πολιτικής, κι αυτό ακριβώς ενοχλεί: ότι μιλά καθαρά, συγκρουσιακά, χωρίς να ντρέπεται να πει «εθνική ταυτότητα», «σύνορα», «οικογένεια», «τάξη και ασφάλεια». Δεν παριστάνει κάτι· είναι αυτό που λέει. Κι αυτό αρκεί για να κάνει θόρυβο στις Βρυξέλλες.
Η Λατινοπούλου δεν κρύβεται πίσω από ευφημισμούς. Όταν μιλά για το μεταναστευτικό, το κάνει με τη γλώσσα της πραγματικότητας: η Ελλάδα έχει σύνορα, άρα έχει δικαίωμα και υποχρέωση να τα φυλάσσει· η Ευρώπη δεν μπορεί να παριστάνει τον «ανθρωπισμό» με τα λεφτά και την ασφάλεια των λαών της· το δίκαιο ασύλου δεν είναι λάστιχο· οι δουλέμποροι δεν γίνονται ΜΚΟ επειδή άλλαξαν ταμπέλα. Τέτοια λόγια δεν χαϊδεύουν αυτιά, αλλά περιγράφουν την εμπειρία ενός λαού που βλέπει νησιά και γειτονιές να αλλάζουν χωρίς σχέδιο, χωρίς έλεγχο, χωρίς σεβασμό στη νομιμότητα. Στο Στρασβούργο και τις Βρυξέλλες, όπου η γραφειοκρατία παράγει ατελείωτες συστάσεις και «οδηγίες», η δική της παρουσία λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι οι χώρες δεν είναι πειραματόζωα· είναι πατρίδες. Κι ότι η συμπόνια προς τον αδύναμο δεν έχει τίποτα κοινό με την αφέλεια απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα.
Το ίδιο ασυμβίβαστη εμφανίζεται απέναντι στη λεγόμενη woke ατζέντα, που διαλύει νοήματα και λέξεις για να επιβάλει μια νέα γλωσσική τάξη, όπου η βιολογία υποτάσσεται στην ιδεολογική επιθυμία και η παιδεία μετατρέπεται σε πεδίο κοινωνικών πειραμάτων. Η Λατινοπούλου δεν χαρίζει τίποτα: υπερασπίζεται την ελευθερία έκφρασης, απορρίπτει τους ηθικούς εκβιασμούς της ακτιβιστικής ορθοδοξίας και επιμένει ότι η δημοκρατία δεν είναι καθεστώς φίμωσης διαφωνούντων. Αν κάτι της πιστώνεται, είναι ότι δεν παζαρεύει το αυτονόητο: την υπεράσπιση της κοινής λογικής – εκείνης που λέει πως ο δημόσιος χώρος δεν είναι ιδιωτικό πεδίο αναγνώρισης ταυτοτήτων, αλλά χώρος κανόνων, ορίων και σεβασμού.
Στην καρδιά της πολιτικής της αφήγησης βρίσκεται η ελληνική οικογένεια. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως ζωντανό κύτταρο κοινωνικής συνοχής και δημογραφικής επιβίωσης. Μιλά για την ανάγκη πραγματικών μέτρων: φοροελαφρύνσεις για τα νέα ζευγάρια, στήριξη της μητρότητας χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια, πολιτικές στέγης που να επιτρέπουν στους νέους να ξεκινήσουν τη ζωή τους χωρίς να είναι αιώνιοι ενοικιαστές, παιδικούς σταθμούς που λειτουργούν και δεν υπάρχουν μόνο σε προεκλογικά φυλλάδια. Στο επίπεδο της ΕΕ, ζητά να σταματήσει η υποκρισία των «στοχοθεσιών» και να ξεκινήσει η χρηματοδότηση πολιτικών που πράγματι ενισχύουν τις γεννήσεις και μειώνουν το κόστος ανατροφής παιδιών. Γιατί αν μια χώρα δεν γεννά, δεν έχει μέλλον – κι αυτή δεν είναι δεξιά ή αριστερή ιδέα· είναι αριθμητική.
Όλα αυτά τα παλεύει σε ένα περιβάλλον που κάθε άλλο παρά φιλικό είναι προς όσους δεν προσκυνούν τις ιερές αγελάδες της εποχής. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενταγμένη στην ομάδα «Πατριώτες για την Ευρώπη», μιλά για ασφάλεια, για εθνική κυριαρχία, για προστασία των συνόρων, για επιστροφή της λογοδοσίας στους εκλεγμένους θεσμούς. Κι αν κάποιοι την κατηγορούν για «σκληρή» ρητορική, η απάντηση είναι απλή: σκληρή είναι η πραγματικότητα για όσους ζουν έξω από τις γυάλινες φούσκες των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Η πολιτική οφείλει να είναι τίμια – όχι «εύηχη».
Η Λατινοπούλου δεν έχει πίσω της τον παλιό μηχανισμό, δεν κολυμπά «στον βόθρο των Ελλήνων» όπως αρέσκονται να λένε όσοι αποστρέφονται την πολιτική. Έχει όμως κάτι πολύ πιο επικίνδυνο για το κατεστημένο: έχει κοινό που την ακούει γιατί την πιστεύει. Όχι επειδή φορά τον μανδύα μιας εύπεπτης «αντισυστημικότητας», αλλά επειδή μιλά τη γλώσσα της καθημερινότητας, του θυμού, της αγωνίας. Ενοχλεί γιατί δεν χρωστά· γιατί δεν περιμένει ραντεβού σε κανάλια για να πει αυτά που πιστεύει· γιατί γνωρίζει πως η δύναμη της πολιτικής, σήμερα, δεν παράγεται από μιντιακά καρτέλ αλλά από μια υποτιμημένη αρετή: τον παρατεταμένο, πεισματάρικο, δημόσιο λόγο.
Το φαινόμενο Λατινοπούλου, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένα πρόσωπο με αιχμηρές απόψεις. Είναι η έκφραση μιας ευρύτερης κοινωνικής κόπωσης απέναντι σε μια Ευρώπη που χάνει τον εαυτό της μέσα σε ατέρμονες «πράσινες μεταβάσεις», σε υποχρεωτικές ευαισθησίες, σε «δεσμευτικές» οδηγίες που ακυρώνουν την πολιτική λογική των κρατών. Είναι και μια προειδοποίηση: όταν οι ελίτ περιφρονούν τις ανησυχίες των πολλών, οι πολλοί θα βρουν φωνές που δεν ζητούν άδεια για να μιλήσουν. Στο πρόσωπό της, όσοι πιστεύουν στην πατρίδα, στην οικογένεια, στην ασφάλεια, βλέπουν έναν άνθρωπο που δεν φοβάται να συγκρουστεί. Κι όσοι διαφωνούν, τουλάχιστον αναγκάζονται να βγουν από τη ράθυμη βεβαιότητά τους και να δώσουν επιχειρήματα αντί για ταμπέλες.
Σε τελική ανάλυση, το «φαινόμενο Αφροδίτη Λατινοπούλου» δεν μετριέται μόνο με ποσοστά αλλά με το ίχνος που αφήνει στον δημόσιο διάλογο: επαναφέρει απαγορευμένες λέξεις, αμφισβητεί ιερούς μύθους, ζητά να ξαναπιάσουμε από την αρχή το νήμα της κοινής λογικής. Στην εποχή της ευκολίας, επιλέγει τον δύσκολο δρόμο. Στην εποχή της ψεύτικης ομοφωνίας, υπερασπίζεται το δικαίωμα της διαφωνίας. Και στην εποχή του «φαίνεσθαι», επιμένει στο «είναι». Γι’ αυτό, είτε συμφωνεί κανείς μαζί της είτε όχι, η παρουσία της στις Βρυξέλλες λειτουργεί σαν κρύο ντους για ένα σύστημα που νόμιζε πως μπορεί να προχωρά χωρίς την κοινωνία – κι αυτό από μόνο του είναι πολιτική νίκη.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Σημ.: Η Αφροδίτη Λατινοπούλου είναι εν ενεργεία ευρωβουλευτής από τον Ιούλιο του 2024, με κοινοβουλευτική δράση που καταγράφεται στα επίσημα πρακτικά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου