Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες τη νύχτα της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κοινό δανεισμό στις κεφαλαιαγορές, με στόχο την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της Ουκρανίας ύψους 90 δισ. ευρώ για την επόμενη διετία, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη γεωπολιτική απόφαση. Για την Ελλάδα, μεταφράζεται σε άμεσο, μετρήσιμο και κοινωνικά επώδυνο οικονομικό κόστος.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η συμμετοχή της χώρας στο σχήμα των εγγυητών συνεπάγεται επιβάρυνση περίπου 2 δισ. ευρώ. Τυπικά, πρόκειται για δάνειο που θα πρέπει να αποπληρωθεί από την Ουκρανία στο μέλλον, είτε μέσω πολεμικών αποζημιώσεων από τη Ρωσία είτε μέσω της αξιοποίησης των «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται σε ευρωπαϊκές τράπεζες και εκτιμώνται σε περίπου 210 δισ. ευρώ. Στην πράξη, όμως, και τα δύο σενάρια μοιάζουν εξαιρετικά απίθανα.
Η Ρωσία αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και έχει καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθεται να καταβάλει αποζημιώσεις σε κανένα πιθανό πλαίσιο ειρηνευτικής συμφωνίας. Παράλληλα, η δήμευση ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων προσκρούει στο διεθνές δίκαιο και ενέχει σοβαρούς νομικούς και πολιτικούς κινδύνους, με αρκετά κράτη-μέλη να εκφράζουν φόβους για υπονόμευση της αξιοπιστίας του ευρώ και του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ως αποτέλεσμα, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι 24 χώρες της ΕΕ που συμφώνησαν να λειτουργήσουν ως εγγυητές του δανείου —με εξαίρεση την Ουγγαρία, τη Σλοβακία και την Τσεχική Δημοκρατία— θα επωμιστούν τελικά το βάρος. Η Ουκρανία, με κατεστραμμένη οικονομία, χωρίς ενεργειακή αυτάρκεια και με κρατικό μηχανισμό που επιβιώνει σχεδόν αποκλειστικά χάρη σε εξωτερική χρηματοδότηση, αντικειμενικά δεν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει αυτό το χρέος.
Για την Ελλάδα, το ποσό των 2 δισ. ευρώ δεν είναι αφηρημένο. Με πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων, αντιστοιχεί σε περίπου 200 ευρώ ανά πολίτη ή σχεδόν 800 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Πρόκειται για ένα άμεσο κοινωνικό βάρος που επιβάλλεται σε έναν ήδη πιεσμένο κρατικό προϋπολογισμό και σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να βιώνει τις συνέπειες δεκαετούς λιτότητας.
Πόροι που θα λείψουν από την κοινωνία
Η απόφαση για το λεγόμενο «δάνειο αλληλεγγύης» παύει έτσι να αποτελεί μια συμβολική ευρωπαϊκή χειρονομία και μετατρέπεται σε συγκεκριμένο κόστος για τους φορολογουμένους. Τα χρήματα αυτά είναι πόροι που δεν θα κατευθυνθούν στην υγεία και την παιδεία, όπου τα νοσοκομεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα λειτουργούν υπό καθεστώς χρόνιων ελλείψεων. Δεν θα διατεθούν στη στήριξη των συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν ήδη υποστεί διαδοχικές περικοπές, ούτε σε κοινωνικά προγράμματα που ήδη περιορίζονται στα προσχέδια των επόμενων προϋπολογισμών. Δεν θα συμβάλουν, τέλος, στην αντιστάθμιση της εκρηκτικής αύξησης του κόστους ζωής, την οποία οι επίσημες στατιστικές συχνά υποτιμούν.
Η διατύπωση ότι «κάθε Έλληνας θα πληρώσει περίπου 200 ευρώ» δεν είναι δημοσιογραφική υπερβολή, αλλά αριθμητικό γεγονός. Ακόμη πιο προβληματικό είναι ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση, χωρίς ευρεία κοινοβουλευτική ψηφοφορία και χωρίς σαφή απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα: ποιος και πότε θα αποπληρώσει αυτό το χρέος.
Η Ελλάδα, έχοντας βιώσει τη δική της κρίση χρέους, αντιλαμβάνεται με ιδιαίτερη ευαισθησία το βάρος τέτοιων αποφάσεων. Και εδώ ανακύπτει ένα κομβικό ερώτημα: η συμμετοχή της χώρας στο νέο σχήμα ήταν πράγματι αναπόφευκτη; Η απάντηση είναι αρνητική. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Σλοβακία και η Ουγγαρία επέλεξαν να εξαιρεθούν. Το πλαίσιο το επέτρεπε, προηγούμενα υπήρχαν και καμία αυτόματη υποχρέωση δεν ίσχυε για όλα τα κράτη-μέλη.
Η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συμμετάσχει στους εγγυητές αποτελεί συνειδητή πολιτική επιλογή. Ελήφθη χωρίς ευρεία κοινωνική συναίνεση και χωρίς πειστική εξήγηση για το γιατί οι Έλληνες φορολογούμενοι καλούνται να επωμιστούν ένα πρόσθετο βάρος, τη στιγμή που η χώρα μόλις έχει εξέλθει —τυπικά— από καθεστώς αυστηρής δημοσιονομικής επιτήρησης.
Η Σύνοδος Κορυφής αποκάλυψε μια βαθύτερη ευρωπαϊκή αδυναμία. Αντί να αναζητήσει μια πολιτική λύση, η ΕΕ επέλεξε τον πιο εύκολο δρόμο: τη χρηματοδότηση ενός πολέμου που δεν ελέγχει και δεν καθορίζει. Η αρχική ιδέα αξιοποίησης των παγωμένων ρωσικών κεφαλαίων ως εγγύηση αποδείχθηκε πολιτικά και νομικά επισφαλής. Όταν τα εμπόδια έγιναν εμφανή, η στρατηγική δεν άλλαξε· απλώς μεταφέρθηκε το κόστος στους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχει προσαρμοστεί στις κυρώσεις, βρίσκοντας νέες αγορές και συμμαχίες. Η Ευρώπη, αντίθετα, αντιμετωπίζει ενεργειακή ανασφάλεια, πληθωρισμό και αυξανόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια. Κι όμως, επιμένει σε μια στρατηγική που μετατρέπει την Ουκρανία σε μόνιμο οικονομικό βάρος.
Η Ελλάδα στον ρόλο του πρόθυμου πληρωτή
Για την Ελλάδα, αυτή η επιλογή δεν είναι ουδέτερη. Η χώρα έχει ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα από τη ρήξη με τη Ρωσία: ακριβότερη ενέργεια, αυξημένο κόστος ζωής, απώλεια τουριστικών και εμπορικών ροών. Τώρα καλείται να αναλάβει και νέο χρέος για έναν πόλεμο που δεν εξυπηρετεί άμεσες εθνικές της προτεραιότητες.
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι η Ελλάδα δεν συμμετέχει στη χάραξη της στρατηγικής. Δεν αποφασίζει για τον πόλεμο, δεν διαπραγματεύεται την ειρήνη, δεν επηρεάζει τις σχέσεις με τη Ρωσία. Απλώς πληρώνει. Όπως πλήρωνε στα μνημόνια αποφάσεις άλλων.
Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι απλό: πόσες ακόμη «ευρωπαϊκές επιλογές» μπορεί να αντέξει μια κοινωνία που έχει ήδη επωμιστεί δυσανάλογο κόστος; Για την Ελλάδα, η χρηματοδότηση της Ουκρανίας δεν είναι στρατηγική ισχύος. Είναι ένας ακόμη βαρύς λογαριασμός — και αυτός μόλις άρχισε να φτάνει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου