Για περίπου πενήντα χρόνια, η ελληνική οικονομία κινείται σε μια πορεία που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά ως ένας αργός εθνικός αυτοχειριασμός. Όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως χρώματος, συνέβαλαν στη μετατροπή μιας χώρας που παρήγαγε —έστω με ατέλειες— σε μια χώρα που ζει κυρίως από ό,τι εισάγει. Η δημιουργική οικονομία έδωσε τη θέση της στη λογική της κατανάλωσης, ενώ το κράτος εγκατέλειψε τον ρόλο του ως παραγωγός, περιοριζόμενο στη διαχείριση ενός μονίμου κατήφορου.
Αυτή η μετάβαση δεν έγινε ξαφνικά. Ήδη από το 1947, ο επικεφαλής της αμερικανικής οικονομικής αποστολής Paul A. Porter επισήμαινε στην έκθεσή του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι το βασικό πλεονέκτημα της Ελλάδας μετά τον πόλεμο ήταν η εξάρτησή της από τη γεωργία και την πρωτογενή παραγωγή. Εκείνη την εποχή, η αγροτική βάση λειτουργούσε ως αντίβαρο στον πληθωρισμό και ως μοχλός ανάκαμψης. Δεκαετίες μετά, αυτό το συγκριτικό πλεονέκτημα έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Ο πρωτογενής τομέας, κάποτε η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, συρρικνώθηκε δραματικά. Η παραγωγή ελαιολάδου, βαμβακιού, καπνού, σταφυλιών και κτηνοτροφικών προϊόντων αποτέλεσε για πολλά χρόνια βασικό πυλώνα εισοδήματος και εξαγωγών. Σήμερα όμως, ο τομέας αυτός αντιστοιχεί μόλις στο 3%-4% του ΑΕΠ και της απασχόλησης, έναντι του 20% που κατείχε παλαιότερα. Η γη ερημώνει και μαζί της και οι κοινότητες που κάποτε ζούσαν από αυτήν.
Ακόμη πιο οδυνηρή υπήρξε η αποδυνάμωση της μεταποίησης. Η βιομηχανία, ο τομέας που δίνει σταθερή εργασία και προστιθέμενη αξία, εγκαταλείφθηκε για χρόνια στην τύχη της. Έλλειψη επενδύσεων, γραφειοκρατία, αδυναμία υιοθέτησης σύγχρονων τεχνολογιών, αλλά και η απουσία στρατηγικής προστασίας από τον αθέμιτο διεθνή ανταγωνισμό οδήγησαν σε μαρασμό. Η ελληνική αγορά πλημμύρισε από φτηνά —και συχνά κακής ποιότητας— προϊόντα από την Ασία, την Τουρκία, και πολλές άλλες χώρες, χωρίς κανένας να μεριμνά για τον αντίκτυπο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις, τελευταίο καταφύγιο χιλιάδων οικογενειών, βρέθηκαν να ανταγωνίζονται όχι άλλες ελληνικές εταιρείες, αλλά ολόκληρα παγκόσμια παραγωγικά συστήματα. Μια μάχη άνιση από την αρχή.
Κι όμως, η κρατική πολιτική αντί να θωρακίσει την ελληνική παραγωγή, ακολούθησε πιστά και συχνά άκριτα τις γραμμές της Ε.Ε., ανοίγοντας την αγορά χωρίς σχέδιο και χωρίς καμία μέριμνα για τις συνέπειες. Το αποτέλεσμα ήταν η αποψίλωση του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Και τώρα, μετά από δεκαετίες λανθασμένων επιλογών, η κυβέρνηση εμφανίζεται να «αντιδρά» με ένα μέτρο που περισσότερο προκαλεί θυμηδία παρά λύσεις: την επιβολή τέλους στα αφορολόγητα μικροδέματα από τα φθηνά διαδικτυακά καταστήματα της Ασίας. Ένα μέτρο που, υποτίθεται, στοχεύει στην προστασία του εμπορικού κόσμου — ενώ στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να προσθέτει ακόμη ένα βάρος στους πολίτες και να γεμίζει τα ταμεία. Αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη παραδοχή αποτυχίας: αφού δεν προστάτευσε ποτέ την εγχώρια παραγωγή, τώρα τιμωρεί τον καταναλωτή.
Από την εποχή των μνημονιακών δεσμεύσεων που προέκυψαν από τα μνημόνια που υπέγραψε η χώρα από το 2010 και μετά, οι αγρότες και κτηνοτρόφοι υπέστησαν την πρώτη συρρίκνωση που σχετίζεται με τη μείωση της κατανάλωσης ως απόρροια της μείωσης των μισθών και της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων πολιτών.
Παράλληλα ο αγροτοκτηνοτροφικός κόσμος κλήθηκε όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες να αντιμετωπίσουν από μόνοι τους και για πολλά χρόνια το ακριβό για τις επιχειρήσεις τους πετρέλαιο κίνησης, την καθυστέρηση στις αποζημιώσεις από τον ΕΛΓΑ αλλά και τις υψηλές τιμές στα φάρμακα και τις πρώτες ύλες.
Λίγα χρόνια αργότερα έπληξε περαιτέρω τον επαγγελματικό κλάδο η ενεργειακή κρίση με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και του ρεύματος στην ευρωπαϊκή κι εγχώρια αγορά. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά οι αγρότες και κτηνοτρόφοι της Θεσσαλίας βίωσαν την ολοκληρωτική καταστροφή των επιχειρήσεων τους από τις φονικές πλημμύρες του Σεπτεμβρίου του 2023. Τον τελευταίο χρόνο οι ασθένειες των αιγοπροβάτων αποτέλεσαν τη χαριστική βολή καθώς το επίσημο κράτος δεν μερίμνησε για την ταχεία ενίσχυση των κτηνοτρόφων.
Ο αγροτοκτηνοτροφικός κόσμος σταδιακά συρρικνώνεται και αυτό έχει επίπτωση στην διάθεση κι επάρκεια των προϊόντων που έχει ήδη εξαντληθεί στην χώρα μας. Και καθώς οι αγρότες και κτηνοτρόφοι προσπαθούν να ορθοποδήσουν το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δημιούργησε επιπλέον καθυστερήσεις στην καταβολή των ενισχύσεων για τους πραγματικούς δικαιούχους.
Έτσι το «παραμάγαζο» που είχε στηθεί στον ΟΠΕΚΕΠΕ με την καταβολή ενισχύσεων σε μη δικαιούχους στέρησε από τους πραγματικούς δικαιούχους τις ενισχύσεις που τόσο τις είχαν ανάγκη και τις ανέμεναν ακόμη και για πολλά χρόνια. Ο αγροτοκτηνοτροφικός κόσμος είναι πλέον στο έλεος του θεού και κάθε μέρα που περνάει είναι κρίσιμη για το μέλλον του επαγγέλματος τους.
Η αλήθεια είναι απλή, όσο κι αν κάποιοι δεν θέλουν να τη δουν. Η Ελλάδα χρειάζεται μια εθνική οικονομική στρατηγική που θα έχει στο κέντρο της το ελληνικό συμφέρον και όχι την άκριτη εφαρμογή κανόνων που ταιριάζουν σε χώρες με εντελώς διαφορετική οικονομική δομή.
Χρειάζεται πολιτικές που θα ενισχύουν την εγχώρια παραγωγή, θα στηρίζουν τον αγρότη, τον βιοτέχνη, τον μεταποιητή, τον μικρομεσαίο έμπορο. Μια στρατηγική που θα αξιοποιεί τον φυσικό πλούτο της χώρας και θα επενδύει σε τεχνολογία, έρευνα και παραγωγική ανασυγκρότηση.
Δεν είναι κάποιο όραμα ουτοπικό, αλλά πραγματική προϋπόθεση επιβίωσης. Μια χώρα που δεν παράγει, εξαρτάται —και μια χώρα που εξαρτάται, δεν μπορεί να σταθεί όρθια. Η Ελλάδα έχει ακόμη μια ευκαιρία. Μικρή, δύσκολη, αλλά υπαρκτή. Και ίσως ήρθε η στιγμή να τη διεκδικήσει πριν χαθεί κι αυτή, όπως χάθηκαν τόσες άλλες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου