Δεν ξαφνιαζόμαστε πια με την εμμονή ορισμένων «επαγγελματιών της ενημέρωσης» να αναμασούν τα έτοιμα επιχειρήματα της κυβερνητικής προπαγάνδας, εμφανίζοντας την καθιέρωση του Προσωπικού Αριθμού ως μια τεχνική λεπτομέρεια της κρατικής γραφειοκρατίας. Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τις εύλογες επιφυλάξεις των πολιτών θυμίζει περισσότερο διεκπεραιωτές άνωθεν εντολών παρά ανθρώπους που αντιλαμβάνονται το βάθος της αλλαγής που επιχειρείται. Για αυτούς, η οποιαδήποτε αντίδραση αποτελεί υπερβολή, μια άσκοπη ανησυχία μπροστά σε ένα αθώο ψηφιακό εργαλείο που –όπως ισχυρίζονται– θα «τακτοποιήσει» τα μητρώα του Δημοσίου. Λες και το ζήτημα εξαντλείται σε μια λογιστική διόρθωση, λες και δεν αφορά την ίδια την ουσία της δημοκρατικής ζωής.
Η προτροπή τους προς τους πολίτες να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα τον Προσωπικό Αριθμό ακουμπά στην ίδια λογική που κυριάρχησε την περίοδο της πανδημίας, όταν επιβλήθηκαν πρωτοφανείς μηχανισμοί επιτήρησης στο όνομα της δημόσιας υγείας. Η «εκπαίδευση» εκείνων των ετών –ίσως η πιο αποτελεσματική κρατική εκστρατεία συμμόρφωσης στη σύγχρονη ιστορία– φαίνεται πως λειτούργησε ως πρόβα τζενεράλε για ένα νέο μοντέλο κοινωνίας: μια κοινωνία όπου η υπακοή μετατρέπεται σε αυτονόητο καθήκον, η αμφισβήτηση σε ύποπτη συμπεριφορά και η τεχνολογία σε υπέρτατο εργαλείο πειθαρχίας.
Κι όμως, είναι οι ίδιοι δημοσιολογούντες που πριν από δύο χρόνια έπλεκαν διθυράμβους για την ψηφιακή ταυτότητα, διαφημίζοντας το «ψηφιακό άλμα» της χώρας. Απέκρυπταν –ή δεν ήθελαν να δουν– ότι οι κυβερνοεπιθέσεις αυξάνονται δραματικά διεθνώς και ότι οι κυβερνητικές τεχνολογικές υποδομές αποτελούν βασικούς στόχους εγκληματικών ομάδων. Η πραγματικότητα, βέβαια, τους διαψεύδει καθημερινά: εκπαίδευση, κρατικοί οργανισμοί, τηλεπικοινωνίες δέχονται συνεχώς επιθέσεις που αποκαλύπτουν όχι μόνο την ευπάθεια των συστημάτων, αλλά και την αφέλεια όσων πίστεψαν πως η ψηφιοποίηση αποτελεί πανάκεια.
Η έκθεση της Check Point Software λειτουργεί ως ηχηρή καμπάνα κινδύνου. Μιλά για αλματώδη αύξηση των κυβερνοεγκλημάτων, για οργανισμούς που εξαρτώνται τόσο πολύ από ψηφιακές υποδομές ώστε να μετατρέπονται σε εύκολα θηράματα. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η χώρα μας επιλέγει να συγκεντρώσει τα προσωπικά δεδομένα όλων των πολιτών σε ένα ενιαίο σημείο πρόσβασης. Ένα κεντρικό ψηφιακό κλειδί, που ανοίγει όλες τις πόρτες. Έναν αριθμό, ο οποίος μπορεί –στα λάθος χέρια ή υπό λάθος πολιτικές συνθήκες– να εξελιχθεί στο απόλυτο εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
Αλλά οι προπαγανδιστές του ψηφιακού «εκσυγχρονισμού» γελούν. Χλευάζουν κάθε ανησυχία, χαρακτηρίζοντάς την συνωμοσιολογία. Επικαλούνται την ευκολία, την ταχύτητα, την «εξυπηρέτηση του πολίτη». Δεν εξηγούν όμως γιατί το ελληνικό Δημόσιο, παρά τα ψηφιακά του άλματα, εξακολουθεί να λειτουργεί με τη νοοτροπία δεκαετιών. Δεν εξηγούν γιατί η γραφειοκρατία απλώς μεταφέρεται από το χαρτί στην οθόνη χωρίς να αλλάζει η ουσία της: μια εξουσία που θέλει να γνωρίζει, να ελέγχει, να περιορίζει.
Και τότε εμφανίζεται το πραγματικό πρόσωπο του σχεδίου. Η διαλειτουργικότητα των πληροφοριακών συστημάτων, δηλαδή η δυνατότητα κάθε κρατικού –και ενίοτε ιδιωτικού– φορέα να αντλεί δεδομένα από ένα κεντρικό μητρώο, δεν είναι μια τεχνική διευκόλυνση. Είναι η εγκαθίδρυση ενός ψηφιακού πανοπτικού. Μιας αόρατης φυλακής όπου το κράτος δεν χρειάζεται πια να παρακολουθεί επιλεκτικά: παρακολουθεί όλους, ταυτόχρονα, ανά πάσα στιγμή. Και το κάνει με τρόπο νομιμοποιημένο, θεσμοθετημένο, σχεδόν «φυσιολογικό».
Το πλήρες ψηφιακό φακέλωμα δεν αποτελεί πλέον σενάριο επιστημονικής φαντασίας παρά είναι ο φυσικός προορισμός ενός συστήματος που απαιτεί όλο και περισσότερα δεδομένα για όλο και περισσότερους λόγους. Η προστασία της ιδιωτικότητας συρρικνώνεται. Το απόρρητο της ζωής μας αντικαθίσταται από μια νέα κανονικότητα όπου ο πολίτης οφείλει να είναι «διαφανής». Και όταν ο πολίτης είναι ορατός, παντού και πάντα, τότε η εξουσία μπορεί να τον διαχειριστεί όπως επιθυμεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης αναδεικνύεται σε υπερ-κέντρο συγκέντρωσης ευαίσθητων πληροφοριών. Ένας οργανισμός που, χωρίς καν να χρειάζεται κακή πρόθεση, αποκτά μια δυσανάλογη δύναμη: τη δυνατότητα να συνθέτει σε δευτερόλεπτα το ψηφιακό πορτρέτο κάθε πολίτη. Να γνωρίζει τις συναλλαγές του, τις μετακινήσεις του, την υγεία του, τα κοινωνικά του δίκτυα. Να μπορεί –θεωρητικά και πρακτικά– να του στερήσει πρόσβαση σε υπηρεσίες που μέχρι χθες θεωρούνταν αυτονόητες.
Η απειλή μιας κυβερνοεπίθεσης σε αυτές τις υποδομές δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ρίσκο αλλά ένας κυριολεκτικός εφιάλτης. Γιατί μια επίθεση δεν θα έθετε σε κίνδυνο μόνο οικονομικά ή διοικητικά δεδομένα, αλλά ένα πλήρες αρχείο ανθρώπινων ζωών. Μια διαρροή ή αλλοίωση τέτοιας κλίμακας θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες –όχι θεωρητικά, αλλά πραγματικά– για εκατομμύρια ανθρώπους.
Κι όμως, οι υποστηρικτές της αριθμοποίησης συνεχίζουν να υποβαθμίζουν το ζήτημα. Επικαλούνται ότι το κράτος πάντα είχε στοιχεία για τους πολίτες, ότι οι τράπεζες, οι τηλεφωνικές εταιρείες, ακόμη και τα social media γνωρίζουν ήδη πολλά. Αποσιωπούν, όμως, τη θεμελιώδη διαφορά: μέχρι σήμερα, η πληροφορία ήταν διασκορπισμένη. Κανένας φορέας δεν είχε τη συνολική εικόνα. Το κράτος μπορούσε να γνωρίζει πτυχές, όχι τα πάντα. Με τον Προσωπικό Αριθμό, το παζλ συμπληρώνεται. Κάθε κομμάτι δεδομένου βρίσκει τη θέση του, και η εικόνα του πολίτη ολοκληρώνεται με τρομακτική λεπτομέρεια.
Το κράτος δεν ενδιαφέρεται πια για το αν είσαι «δεξιός» ή «αριστερός». Δεν το απασχολούν τα φρονήματα –τουλάχιστον όχι με τον παλιό τρόπο. Αυτό που ενδιαφέρει τα σύγχρονα φιλελεύθερα καθεστώτα είναι η καθημερινότητά σου: οι επιλογές σου, τα μοτίβα συμπεριφοράς, οι συνήθειες που σε καθιστούν προβλέψιμο και άρα διαχειρίσιμο. Ο ψηφιακός έλεγχος γίνεται το νέο εργαλείο άσκησης εξουσίας σε μια δημοκρατία που φθίνει, που χάνει τη νομιμοποίησή της και στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε τεχνοκρατικούς μηχανισμούς επιτήρησης αντί για πολιτική συναίνεση.
Δεν στοχοποιούνται πια όσοι «ύποπτοι» ξεχωρίζουν από το σύνολο. Στοχοποιείται το σύνολο. Ο μέσος άνθρωπος, «ο Μήτσος με το φραπόγαλο», μετατρέπεται από αυτονόητο υποκείμενο δικαιωμάτων σε εν δυνάμει ύποπτο. Όχι επειδή έκανε κάτι, αλλά επειδή απλώς υπάρχει μέσα σε ένα σύστημα που απαιτεί απόλυτη διαφάνεια. Οι αγορές του, οι μετακινήσεις του, οι αναρτήσεις του, οι συνταγές του γιατρού του, όλα μπαίνουν κάτω από το μικροσκόπιο μιας εξουσίας που δεν κρύβει πια την επιθυμία της να γνωρίζει τα πάντα για τους πάντες.
Οι «νεοταξίτες», όπως εύστοχα χαρακτηρίζονται από πολλούς, δεν αντέχουν την ιδέα της ιδιωτικότητας. Η ελευθερία τους φαίνεται ξένο σώμα, κάτι που πρέπει να περιοριστεί, να ελεγχθεί, να πειθαρχηθεί. Οραματίζονται μια κοινωνία όπου η παρακολούθηση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας. Όπου η επιτήρηση δεν είναι εργαλείο ασφάλειας, αλλά μέθοδος διακυβέρνησης. Και μέσα σε αυτή την κοινωνία, ο Προσωπικός Αριθμός λειτουργεί όχι ως εύχρηστο μέσο ταυτοποίησης, αλλά ως το ψηφιακό σημάδι ενός ανθρώπου-κρατούμενου. Καλοντυμένου, ευγενικού, με smartphone στο χέρι, αλλά πάντοτε μαρκαρισμένου.
Γιατί αυτό δηλώνει ο Προσωπικός Αριθμός: ότι ο άνθρωπος παύει να είναι πρόσωπο και γίνεται δεδομένο. Παύει να έχει ιδιωτικό χώρο και αποκτά μόνο ψηφιακό ίχνος. Παύει να κινείται ελεύθερα και αρχίζει να κινείται ιχνηλατούμενα. Παύει να είναι πολίτης και γίνεται καταγεγραμμένη μονάδα ενός πανοπτικού, όπου η ελευθερία αντικαθίσταται από την επιτρεπτότητα και η αξιοπρέπεια από τη συμμόρφωση.
Και αυτός είναι ο πυρήνας του προβλήματος: μια κοινωνία που δεν τολμά να υπερασπιστεί την ιδιωτικότητά της, δεν υπερασπίζεται τελικά ούτε την ελευθερία της. Μια κοινωνία που παραδίδει τον εαυτό της στον ψηφιακό έλεγχο «για λόγους ευκολίας» μοιάζει να ξεχνά ότι η ελευθερία ποτέ δεν αφαιρείται με θόρυβο – αφαιρείται αθόρυβα, με ένα κλικ, με έναν αριθμό, με μια εφαρμογή.
Και κάποια στιγμή, όταν το καταλάβουμε, ο αριθμός θα έχει ήδη γίνει ο πραγματικός μας δεσμοφύλακας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου