Στη δυτική πολιτική παράδοση, η άσκηση της εξουσίας οργανώνεται κατ’ αρχήν γύρω από ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα, όπου οι πολίτες εκλέγουν αντιπροσώπους για να συζητούν, να αποφασίζουν και να νομοθετούν. Η εφαρμογή των πολιτικών αυτών μπορεί να ανατίθεται και σε ιδιωτικούς φορείς, χωρίς όμως η συμμετοχή τους να αλλοιώνει τον πυρήνα της δημοκρατικής διαδικασίας. Στο κλασικό αυτό σχήμα, ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί συμπληρωματικά, παρέχοντας υπηρεσίες κατόπιν ανάθεσης, χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά στη διαμόρφωση των αποφάσεων.
Το κορπορατιστικό μοντέλο εισάγει μια κρίσιμη μετατόπιση. Δίπλα στο κράτος και την αγορά παρεμβάλλεται ένας τρίτος παράγοντας: οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, συνδικάτα, επαγγελματικές ενώσεις ή άλλες συλλογικές δομές, οι οποίες αποκτούν ρόλο όχι μόνο στην εκτέλεση αλλά και στη διαμόρφωση και διοίκηση των πολιτικών. Η διακυβέρνηση παύει να είναι αποκλειστικά υπόθεση των εκλεγμένων θεσμών και μετατρέπεται σε πεδίο διαπραγμάτευσης μεταξύ πολλαπλών, θεσμικά αναγνωρισμένων παικτών.
Στα αυταρχικά καθεστώτα του 20ού αιώνα, αυτό το «τρίτο μέρος» δεν ήταν κοινωνικοί φορείς αλλά το ίδιο το κόμμα εξουσίας. Είτε στο κομμουνιστικό είτε στο φασιστικό μοντέλο, οι αποφάσεις και η διοίκηση συγκεντρώνονταν στο κόμμα, με την κοινωνία να αποκλείεται από κάθε ουσιαστική συμμετοχή. Παρότι οι ιδεολογικές διαφορές ήταν έντονες, η πρακτική λειτουργία παρουσίαζε αξιοσημείωτες ομοιότητες. Στα φασιστικά καθεστώτα, η ιδιωτική ιδιοκτησία τυπικά διατηρούνταν, αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις υπάγονταν σε ασφυκτικό κρατικό έλεγχο, με εξοντωτική φορολόγηση και βαριές ποινές για τη μη συμμόρφωση. Στην πράξη, η απόσταση από τον κρατικό έλεγχο της κομμουνιστικής οικονομίας ήταν μικρότερη απ’ όσο συχνά παρουσιάζεται.
Η σύγχρονη εκδοχή αυτού του σχήματος εμφανίζεται με πιο ήπια γλώσσα, αλλά με βαθύτερη θεσμική εμβέλεια. Με την έννοια του «Τριμερούς Δικτύου», όπως την ανέπτυξε ο Wolfgang Reinicke, στη θέση του κόμματος ή των συνδικάτων εισέρχονται οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, κυρίως μη κυβερνητικές οργανώσεις με ειδικό καθεστώς στον ΟΗΕ. Ιδιαίτερα όσες διαθέτουν γενικό συμβουλευτικό καθεστώς στο ECOSOC αποκτούν τη δυνατότητα να εγγράφουν θέματα στην ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών, διαμορφώνοντας στην πράξη τις προτεραιότητες της διεθνούς πολιτικής.
Η διαδικασία ακολουθεί μια προβλέψιμη διαδρομή. Ένα ζήτημα «αναδεικνύεται» μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης, συζητείται στη Γενική Συνέλευση και, εφόσον κριθεί ώριμο, περνά στο ECOSOC, όπου οργανώνεται η περαιτέρω θεσμική του επεξεργασία. Ο ρόλος των ΜΚΟ σε αυτό το στάδιο είναι καθοριστικός, καθώς λειτουργούν ως κόμβοι μεταξύ ιδρυμάτων, κρατών και διεθνών οργανισμών.
Η χρηματοδότηση αυτών των οργανώσεων αποκαλύπτει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Λίγα μεγάλα ιδρύματα, συχνά συνδεδεμένα με συγκεκριμένα οικονομικά και ιδεολογικά κέντρα, εμφανίζονται συστηματικά ως βασικοί χορηγοί. Παράλληλα, οι ίδιοι οι οργανισμοί του ΟΗΕ λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό με χρήματα φορολογουμένων, ενώ οι στοχευμένες δωρεές ιδρυμάτων κατευθύνουν συγκεκριμένες δράσεις. Έτσι, η χάραξη πολιτικής επηρεάζεται από φορείς που δεν υπόκεινται σε άμεσο δημοκρατικό έλεγχο.
Το σύστημα αυτό δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αυταρχικό. Αντίθετα, ενδύεται τον λόγο της «Καλής Διακυβέρνησης», της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και της παγκόσμιας ηθικής. Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, η ηθική μετατρέπεται σε κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο αρχικά παρουσιάζεται ως εθελοντικό και σταδιακά κωδικοποιείται στο δίκαιο. Οι απαιτήσεις ESG αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης από τις συστάσεις στις δεσμευτικές υποχρεώσεις.
Η κρίσιμη μετατόπιση συντελείται όταν η ηθική παύει να λειτουργεί ως αξιακός οδηγός και μετατρέπεται σε νομικό κριτήριο με κυρώσεις. Η μη συμμόρφωση δεν σημαίνει απλώς κοινωνική αποδοκιμασία αλλά ποινικές και διοικητικές συνέπειες, έως και την απώλεια νομικής υπόστασης για οργανισμούς και επιχειρήσεις. Το πλαίσιο αυτό εφαρμόζεται παγκοσμίως μέσω διεθνών θεσμών και, τελικά, μέσω δικαιοδοτικών οργάνων όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, τα οποία καλούνται να ερμηνεύσουν και να επιβάλουν ένα ενιαίο, κωδικοποιημένο ηθικό σύστημα.
Το ερώτημα που αναδύεται δεν αφορά τα πρόσωπα των δικαστών αλλά το ποιοι διαμορφώνουν το ίδιο το ηθικο-νομικό πλαίσιο. Στο πεδίο των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, και ειδικά στον ΣΒΑ 16 περί «ειρήνης και δικαιοσύνης», δραστηριοποιείται περιορισμένος αριθμός ΜΚΟ με ισχυρή θεσμική πρόσβαση. Ορισμένες εξ αυτών δηλώνουν ρητά την πρόθεσή τους να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας παγκόσμιας ηθικής, η οποία προορίζεται να αποκτήσει νομική ισχύ.
Η ιστορία δείχνει ότι η συγχώνευση ηθικής και νομοθεσίας υπήρξε διαχρονικά εργαλείο αυθαίρετης εξουσίας. Όταν το κράτος ή ένας υπερκρατικός μηχανισμός αυτοαναγορεύεται σε φορέα της ηθικής αλήθειας, η διαφωνία παύει να είναι πολιτικό δικαίωμα και μετατρέπεται σε ηθικό παράπτωμα. Στη σύγχρονη εκδοχή, ο κίνδυνος αυτός δεν εκδηλώνεται μέσω ωμής καταστολής αλλά μέσω κανονιστικών πλαισίων που παρουσιάζονται ως τεχνικά, επιστημονικά ή ηθικά αναγκαία.
Η σταδιακή κωδικοποίηση της «πλανητικής ηθικής», σε συνδυασμό με εργαλεία παγκόσμιας επιτήρησης, ψηφιακά μοντέλα και προγνωστικούς μηχανισμούς, συγκροτεί ένα σύστημα όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται μακριά από τις κοινωνίες που επηρεάζονται. Η πολιτική αντικαθίσταται από τη διαχείριση, η διαφωνία από τη συμμόρφωση και η δημοκρατική λογοδοσία από την επίκληση ενός υπέρτατου ηθικού σκοπού.
Το διακύβευμα δεν είναι θεωρητικό. Όσο η ηθική μετατρέπεται σε παγκόσμιο δίκαιο χωρίς σαφή δημοκρατική νομιμοποίηση, τόσο περιορίζεται ο χώρος της ελευθερίας και της κυριαρχίας. Η ιστορία του 20ού αιώνα δείχνει πού μπορεί να οδηγήσει


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου