Η εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup στις 11 Δεκεμβρίου 2025 επαναφέρει στο προσκήνιο μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κατά την περίοδο της πανδημίας, τη συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με την αμερικανική εταιρεία επεξεργασίας δεδομένων Palantir Technologies, υπό την πολιτική ευθύνη του τότε υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Η συνεργασία αυτή δεν περιοριζόταν σε ένα απλό τεχνικό έργο λογισμικού, αλλά έθετε θέματα που αφορούν τον πυρήνα της δημοκρατικής λογοδοσίας, καθώς εγείρει ερωτήματα σχετικά με το ποιος έχει πρόσβαση στα δεδομένα των πολιτών, υπό ποιους όρους και ποιος ασκεί τον έλεγχο αυτής της πρόσβασης.
Στα τέλη Απριλίου 2020, σε μια περίοδο κατά την οποία η χώρα βρισκόταν σε αυστηρό lockdown και η ανησυχία για το άνοιγμα του τουρισμού ήταν έντονη, ο Κίμων Δρακόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, έστειλε προσωπικό μήνυμα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, προτείνοντας την υποστήριξη της ερευνητικής του ομάδας. Σύμφωνα με τον Νίκο Χαρδαλιά, αργότερα στη Βουλή, ο πρωθυπουργός ανταποκρίθηκε άμεσα και είχε τηλεδιάσκεψη διάρκειας περίπου μισής ώρας με τον Δρακόπουλο, πριν παραπέμψει την ομάδα του στην επιτροπή των ειδικών υπό την ηγεσία του Σωτήρη Τσιόδρα.
Η ομάδα Δρακόπουλου, σε συνεργασία με ερευνητές του Wharton και του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, ανέπτυξε τον αλγόριθμο EVA, ένα σύστημα μηχανικής μάθησης που αξιοποιούσε τα στοιχεία των Passenger Locator Forms (PLF) για τον εντοπισμό ταξιδιωτών υψηλού κινδύνου. Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, ο αλγόριθμος αυτός εντόπιζε δύο έως τέσσερις φορές περισσότερα κρούσματα σε σχέση με τυχαίο έλεγχο. Η δημόσια παρουσίαση του έργου αυτού ανέδειξε τον αλγόριθμο EVA ως παράδειγμα «έξυπνου κράτους» και επιτυχούς ψηφιακής διαχείρισης.
Την ίδια περίοδο, όμως, είχε ήδη ξεκινήσει μια συνεργασία με διαφορετικά χαρακτηριστικά, η οποία προκάλεσε περισσότερα ερωτήματα και ανησυχία. Στις 7 Δεκεμβρίου 2020, η Palantir, εταιρεία γνωστή για τη στενή σχέση της με τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και για τον ιδρυτή της Πήτερ Τηλ, εξέδωσε δελτίο Τύπου στις ΗΠΑ, ανακοινώνοντας ότι συνεργάζεται με την ελληνική κυβέρνηση «αφιλοκερδώς» από τις 24 Μαρτίου 2020. Στο ίδιο δελτίο Τύπου αναφερόταν ότι στις 3 Δεκεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκε τηλεδιάσκεψη μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Palantir, κατά την οποία εξετάστηκαν οι προοπτικές «στρατηγικής εμβάθυνσης» της συνεργασίας.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ενημερώσει ούτε τη Βουλή ούτε τη δημόσια σφαίρα για την ύπαρξη αυτής της συνεργασίας. Αρχικά, η κυβέρνηση προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σημασία της, δίνοντας ασαφείς απαντήσεις. Μόνο έπειτα από έντονη πίεση από βουλευτές και δημοσιογράφους αναγκάστηκε να αναγνωρίσει επίσημα την εμπλοκή της Palantir. Υπό ακόμη μεγαλύτερη πίεση, το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης δημοσιοποίησε μια σύμβαση δύο σελίδων ως «σύμβαση συνεργασίας» με την εταιρεία.
Η σύμβαση αυτή αποκάλυψε μια σειρά από ζητήματα: αρχικά, δεν είχε αναρτηθεί στη Διαύγεια, όπως επιβάλλεται για όλες τις συμβάσεις του Δημοσίου, γεγονός που καθιστά δύσκολο να εξακριβωθεί πότε συντάχθηκε και πότε υπογράφηκε. Επιπλέον, το ίδιο το κείμενο περιείχε ρητές αναφορές σε κατηγορίες προσωπικών δεδομένων που μπορούσαν να υποβληθούν σε επεξεργασία από την πλατφόρμα της Palantir. Μέσα σε λίγες ημέρες έγινε αναθεώρηση της αρχικής συμφωνίας, αφαιρώντας όρους που αφορούσαν την ψευδωνυμοποίηση των δεδομένων, δηλαδή την ελάχιστη προστασία της ταυτοποίησης του προσώπου.
Ειδικοί στην προστασία δεδομένων επεσήμαναν ότι η συνεργασία αυτή, δεδομένης της δυνατότητας επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων, θα απαιτούσε πλήρη εκτίμηση αντικτύπου (DPIA) σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), η οποία όμως δεν δημοσιοποιήθηκε. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η Palantir παρείχε αποκλειστικά λογισμικό οπτικοποίησης, έναν «πίνακα ελέγχου» με συγκεντρωτικά στοιχεία για την ενημέρωση του πρωθυπουργού, και ότι δεν είχε πρόσβαση σε «ωμά» προσωπικά δεδομένα πολιτών, όμως η διατύπωση της σύμβασης φαίνεται να μην συμφιλιώνεται με αυτή την εκδοχή.
Το ιστορικό της Palantir δεν μειώνει τις ανησυχίες. Η εταιρεία, ιδρυθείσα από τον Πήτερ Τηλ, έχει μακρά σχέση με το Πεντάγωνο και την αμερικανική κοινότητα πληροφοριών, ενώ έχει εμπλακεί σε προγράμματα του ICE για τον εντοπισμό και την απέλαση μεταναστών και έχει βρεθεί στο επίκεντρο έρευνας σχετικά με το οικοσύστημα που επέτρεψε στην Cambridge Analytica να αξιοποιήσει δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών του Facebook. Στην Ελλάδα, δημόσια αναφέρθηκαν επαφές του τότε Αμερικανού πρέσβη Τζόφρεϋ Πάιατ με τον Πιερρακάκη και τον Μάικλ Κράτσιου, πρώην Chief Technology Officer της κυβέρνησης Trump και πρώην στέλεχος του γραφείου Thiel, ενισχύοντας την εντύπωση ότι η επιλογή της Palantir δεν ήταν μόνο τεχνική αλλά εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικο-τεχνολογικών σχέσεων.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το χρονοδιάγραμμα της λήξης της συνεργασίας. Παρά τη συζήτηση στις 3 Δεκεμβρίου 2020 για την ενίσχυση της συνεργασίας, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η συνεργασία έληξε στις 23 Δεκεμβρίου 2020, μόλις είκοσι ημέρες αργότερα. Το γεγονός αυτό εγείρει ερωτήματα για το τι είχε ήδη πραγματοποιηθεί τους προηγούμενους μήνες, ποια δεδομένα είχαν χρησιμοποιηθεί, αν υπήρξαν εσωτερικές ή εξωτερικές πιέσεις και γιατί δεν υπάρχει πλήρης και προσβάσιμη τεκμηρίωση.
Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ξεκίνησε έρευνα για τη συνεργασία, εξετάζοντας καταγγελίες και έγγραφα από τα εμπλεκόμενα υπουργεία, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει μια καθαρή και πειστική αφήγηση που να κλείνει το θέμα στη συνείδηση της κοινής γνώμης. Η υπόθεση παραμένει για πολλούς μια ανοιχτή πληγή στην ιστορία της ελληνικής ψηφιακής διακυβέρνησης.
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης έχει χτίσει την πολιτική του ταυτότητα ως ο άνθρωπος που ψηφιοποίησε το κράτος, με την πλατφόρμα gov.gr, εκατοντάδες ηλεκτρονικές υπηρεσίες και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Η υπόθεση Palantir αναδεικνύει την άλλη πλευρά αυτής της επιτυχίας: τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων μεγάλης θεσμικής βαρύτητας χωρίς ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση και χωρίς δημόσια συζήτηση για τα όρια της τεχνολογικής ισχύος πάνω στα δικαιώματα των πολιτών.
Η εκλογή του στην προεδρία του Eurogroup, πρώτη φορά για Έλληνα μετά το 2004, ερμηνεύεται από την κυβέρνηση ως επιβεβαίωση της αξιοπιστίας του και της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, ενώ για την αντιπολίτευση αναζωπυρώνει ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο η ευρωπαϊκή ελίτ δίνει πραγματική σημασία στα ψηφιακά δικαιώματα και την προστασία δεδομένων ή προκρίνει την αποτελεσματικότητα και τη σταθερότητα ως υπέρτατες αξίες.
Σε κάθε περίπτωση, η συνεργασία Ελλάδας και Palantir κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπερβαίνει τον χαρακτήρα μιας παλιάς υπόθεσης. Αποτελεί παράδειγμα του πώς σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης μπορούν να μετακινηθούν τα όρια γύρω από τα προσωπικά δεδομένα και τα θεσμικά αντίβαρα. Ο αλγόριθμος EVA υπήρξε εργαλείο δημόσιας υγείας, αλλά η παράλληλη, αδιαφανής συνεργασία με την Palantir άφησε ένα υπόστρωμα δυσπιστίας, ενώ η ανάδειξη του Πιερρακάκη στο Eurogroup καθιστά το θέμα πιο επίκαιρο, υπενθυμίζοντας ότι σε μια Ευρώπη που επιταχύνει την ψηφιακή της ενοποίηση, δεν είναι μόνο η αξιοποίηση της τεχνολογίας που μετρά, αλλά και ποιος καθορίζει τα όρια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου