Ήταν ένα ζεστό απόγευμα στο παλιό καφενείο του Μανώλη στο χωριό. Οι θαμώνες κάθονταν στις ξύλινες καρέκλες, απολαμβάνοντας τον ήλιο και τις κουβέντες. Ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα με δύναμη. Μπήκε πρώτα η Ρακή – λιγνή, πονηρή, με το χαρακτηριστικό της άρωμα να προηγείται.
Λίγα λεπτά μετά, εμφανίστηκε και το Κρασί – γεμάτο σώμα, με βαθύ κόκκινο χρώμα και έναν αέρα παλαιότητας και περηφάνιας.
ΡΑΚΗ (κοιτά με στραβό χαμόγελο):
Άργησες, ρε παλιόγερε. Πάλι σε κρατούσαν τα βαρέλια σου;
ΚΡΑΣΙ (σηκώνει φρύδι):
Δεν τρέχω σαν και σένα για να με πιουν σε μια ρουφηξιά. Θέλω τελετουργία. Ποτήρι σωστό, κλίμα, κουβέντα… όχι σφηνάκια και τσουγκρίσματα στο πόδι.
ΡΑΚΗ (γελάει):
Εγώ όμως, ξυπνώ ψυχές. Στο γάμο με θέλουν, στο μνημόσυνο με ζητούν. Είσαι εσύ για τέτοια; Εσύ είσαι για τους ποιητές και τις κουλτουριάρες.
ΚΡΑΣΙ (με στόμφο):
Εγώ έχω ιστορία χιλιάδων χρόνων, φίλη. Με έπιναν βασιλιάδες και φιλόσοφοι. Εσύ τι είσαι; Απόσταγμα βιασύνης.
ΡΑΚΗ:
Κι όμως, εγώ είμαι η καρδιά του χωριού. Εμένα βάζουν στο καζάνι κι όλο το σόι μαζεύεται. Εσύ είσαι για τα καλά τραπέζια, αλλά ποιος σε φέρνει στο καφενείο;
ΚΡΑΣΙ (σιγά, με ελαφριά ειρωνεία):
Αν δεν υπήρχα εγώ, ούτε το καφενείο θα υπήρχε. Ποιήματα δεν γράφονται για ρακή. Αγάπες δεν πονάνε μ’ εσένα. Εσύ είσαι για να ξεχάσεις. Εγώ είμαι για να θυμάσαι.
ΡΑΚΗ (με τσαμπουκά):
Εγώ είμαι για τους φίλους. Εσύ είσαι για τις ετικέτες. Μην ξεχνάς, χωρίς εμένα δε γίνεται παρέα. Εγώ ενώνω. Εσύ, πολλές φορές, μπερδεύεις.
Ο καφετζής τους κοιτάζει και γελάει:
ΚΑΦΕΤΖΗΣ:
Άντε ρε θεοκούζουλοι… και οι δυο σας χρειάζεστε. Ρακή για το ξεκίνημα, κρασί για το βάθος. Μη μαλώνετε, κεράστε ο ένας τον άλλον!
ΡΑΚΗ και ΚΡΑΣΙ (μαζί, γελώντας):
Άντε καλά… αλλά εγώ κεράζω πρώτος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου