Η παγκόσμια γεωστρατηγική σκακιέρα αλλάζει γρήγορα, και το λιμάνι του Πειραιά βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η παρουσία της κινεζικής Cosco στον ΟΛΠ –με μετοχικό ποσοστό 67%– δεν είναι πια μόνο ένα ζήτημα επενδυτικής στρατηγικής, αλλά μια κρίσιμη παράμετρος του νέου παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για τον έλεγχο των κρίσιμων υποδομών.
Η Cosco αποτελεί αιχμή του δόρατος της στρατηγικής “Belt and Road” του Πεκίνου, της φιλοδοξίας δηλαδή να ελέγξει βασικές υποδομές μεταφορών σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Η Κίνα έχει αποκτήσει μερίδια σε περισσότερα από 120 λιμάνια διεθνώς, προσεκτικά επιλεγμένα με βάση γεωοικονομικά και γεωπολιτικά κριτήρια.
Ο Πειραιάς, πύλη εισόδου στην ευρωπαϊκή αγορά, είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής: μετατράπηκε από ένα περιθωριοποιημένο και προβληματικό λιμάνι, σε hub πρώτης γραμμής για τη διακίνηση κοντέινερ και μεταφορά εμπορευμάτων από την Ασία στην Ευρώπη. Το όφελος για την Ελλάδα ήταν εμφανές, τουλάχιστον σε όρους διακίνησης φορτίου, απασχόλησης και επενδύσεων.
Όμως οι εξελίξεις της τελευταίας διετίας αλλάζουν τα δεδομένα.
Η Ουάσιγκτον περνά στην αντεπίθεση
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Reuters, η κυβέρνηση Τραμπ (και κατ’ επέκταση ο αμερικανικός στρατηγικός σχεδιασμός που συνεχίζεται και υπό τον Μπάιντεν) καταρτίζει σχέδιο ανάσχεσης της κινεζικής διείσδυσης στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών – με στόχο και την παρουσία της Cosco στον Πειραιά.
Στην Ουάσιγκτον εκφράζονται ανησυχίες ότι οι κινεζικές επενδύσεις δεν εξυπηρετούν μόνο εμπορικούς στόχους, αλλά δυνητικά και στρατιωτικούς – λειτουργώντας ως παρατηρητήρια κινήσεων του ΝΑΤΟ, ως κόμβοι παρακολούθησης και, σε περίπτωση κρίσης, ως μοχλοί γεωπολιτικής πίεσης.
Η αμερικανική στρατηγική, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, περιλαμβάνει ενίσχυση δυτικών εταιρειών ώστε να εξαγοράσουν κινεζικά μερίδια σε λιμάνια, στήριξη της δικής τους εμπορικής ναυτιλίας και ανάπτυξη ενός παράλληλου δικτύου ναυτιλιακών υποδομών ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από το κινεζικό “μεταξένιο μονοπώλιο”.
Η σύγκρουση είναι δομική: Η Κίνα επιδιώκει να ελέγξει τον παγκόσμιο θαλάσσιο διάδρομο μέσω «ήπιας ισχύος» (λιμάνια, επενδύσεις, logistics), οι ΗΠΑ απαντούν με γεωπολιτική επιτήρηση, στρατιωτικές συμμαχίες και επανεπιβεβαίωση του δόγματος της «ναυτικής κυριαρχίας».
Η παρουσία της Κίνας σε λιμάνια θεωρείται από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες ως στοιχείο διπλής χρήσης: εμπορική δραστηριότητα αλλά και δυνητική στρατιωτική υποδομή. Οι δυνατότητες υποστήριξης του κινεζικού ναυτικού (π.χ. επισκευές ή ανεφοδιασμός), η συλλογή πληροφοριών για κινήσεις του ΝΑΤΟ και η τεχνολογική επιτήρηση κρίσιμων σημείων, αποτελούν πεδία ανησυχίας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Τζιμπουτί: εκεί, μια εμπορική επένδυση εξελίχθηκε σταδιακά στην πρώτη υπερπόντια στρατιωτική βάση της Κίνας. Σενάριο που φοβούνται πολλοί αναλυτές ότι μπορεί να επαναληφθεί – έστω με άλλη μορφή – και στην Ευρώπη.
Για την Αθήνα, η υπόθεση Cosco συνιστά ένα σύνθετο γεωπολιτικό δίλημμα. Από τη μια πλευρά, η επένδυση στον Πειραιά έχει προσφέρει οικονομική κινητικότητα, δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και ανέδειξε τον ρόλο της χώρας στη ναυτιλιακή αλυσίδα της Ευρώπης.
Από την άλλη, η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., και η πίεση από τις ΗΠΑ για «απο-κινεζοποίηση» κρίσιμων υποδομών εντείνεται.
Όπως επισημαίνει ο Δρ Ιωάννης Νομικός (RIEAS), οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προσβάλουν νομικά τις κινεζικές επενδύσεις – αλλά μπορούν να αξιοποιήσουν την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, θεσμικά εμπόδια, κανόνες ανταγωνισμού και πολιτικές πίεσης, για να καταστήσουν την παρουσία των Κινέζων δύσκολη και εν τέλει μη βιώσιμη.
Διπλωματικά ρίσκα – Νομικές παγίδες
Η Cosco δεν είναι ένας απλός επενδυτής. Ως κρατική εταιρεία στρατηγικού χαρακτήρα, προστατεύεται από συμφωνίες επενδυτικής ασφάλειας και το ενωσιακό δίκαιο. Οποιαδήποτε απόπειρα αμφισβήτησης της θέσης της στο λιμάνι θα εγείρει νομικά ζητήματα και πιθανότατα διπλωματικές εντάσεις.
Παράλληλα, η ανατροπή μιας τόσο μεγάλης επένδυσης θα στείλει λάθος σήμα στους υπόλοιπους ξένους επενδυτές, σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία προσπαθεί να κερδίσει εμπιστοσύνη και να ξαναχτιστεί σε σταθερές βάσεις.
Όπως σχολιάζει o Δρ Ιωάννης Νομικός, διευθυντής του RIEAS, «δεν μπορούν να στραφούν νομικά κατά της Κίνας. Αλλά μπορούν να δημιουργήσουν ατελείωτα γραφειοκρατικά εμπόδια που θα καταστήσουν την επένδυση δύσκολη ή ασύμφορη».
Το διακύβευμα ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδας. Ο Πειραιάς έχει μετατραπεί σε σύμβολο της νέας εποχής γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Η τύχη του – και ειδικά το πώς θα διαχειριστούν οι Ευρωπαίοι και οι Έλληνες την κινεζική παρουσία – θα δείξει προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα στον νέο Ψυχρό Πόλεμο υποδομών.
Η Ευρώπη βρίσκεται στη μέση. Και η Ελλάδα, ίσως περισσότερο από άλλες χώρες, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην οικονομική πραγματικότητα και τις στρατηγικές συμμαχίες. Σε αυτή τη σκακιέρα, το λιμάνι του Πειραιά είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σημείο μεταφόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων. Είναι πεδίο μάχης για τον 21ο αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου