Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Φταίμε κι Eμείς


 Η παρουσία της Ευρωπαίας Εισαγγελέως στην Αθήνα και όσα είπε—ωμά, καταγγελτικά και χωρίς περιστροφές—για το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, θα έπρεπε να ηχήσουν ως τελευταίο καμπανάκι αφύπνισης για κάθε πολίτη που ανησυχεί δικαίως για τη θεσμική έκπτωση της χώρας. Μπορεί κανείς να διαφωνεί με τη συγκεντρωτική αρχιτεκτονική της Ε.Ε., να απορρίπτει την υποκρισία, τον πολεμικό τόνο της ρητορικής ή τη σταδιακή περιστολή εθνικών αρμοδιοτήτων. Όμως, ανεξαρτήτως του πώς την κρίνει κανείς—ουκρανόφιλη ή ρωσόφοβη—η Λάουρα Κοβέσι «έβαλε το δάχτυλο στην πληγή»: επιβεβαίωσε, με θεσμικό βάρος, ότι η Ελλάδα πάσχει βαριά από διαφθορά, με κύρια ευθύνη της πολιτικής της τάξης.

Αναμφίβολα, επί διακυβέρνησης Μητσοτάκη η κρατική και κομματική σήψη γνώρισε πρωτόγνωρη έξαρση—ο «στάβλος του Αυγεία» δεν είναι πλέον μεταφορά αλλά καθημερινότητα. Ωστόσο, η διαδρομή προς τη σημερινή κορύφωση της διαπλοκής ξεκινά πολύ παλαιότερα και βαραίνει όλα τα «κόμματα εξουσίας» των τελευταίων δεκαετιών. Με επιλογές και παραλείψεις, συνέπραξαν—άλλοτε ενεργά, άλλοτε δια της αδράνειας—στην αποσάθρωση κράτους, θεσμών και κοινωνίας.

Ποιο το αποτύπωμα; Πρώτον, χρεοκόπησαν τη χώρα και την παρέδωσαν στους δανειστές ως «χώρο προς εκμετάλλευση». Δεύτερον, μετέτρεψαν έναν ιστορικά αντιστασιακό λαό σε πελατειακό εξάρτημα επιδομάτων, ακυρώνοντας την αξιοπρέπεια της παραγωγής. Τρίτον, υποβάθμισαν συστηματικά παιδεία, υγεία, πολιτισμό, ενέργεια, περιβάλλον και δημόσια ασφάλεια. Τέταρτον, απέτυχαν να χαράξουν σταθερή, ενιαία στρατηγική στα εθνικά θέματα. Πέμπτον, συντήρησαν την ξενοκρατία, το καθεστώς προστασίας και τη διαχρονική υποτέλεια στον «ξένο παράγοντα». Έκτον, αδιαφόρησαν για το δημογραφικό, ανοίγοντας τον δρόμο σε μια σταδιακή πληθυσμιακή μετάλλαξη χωρίς στρατηγικό σχέδιο ένταξης.

Παράλληλα, τραυμάτισαν τους δημοκρατικούς θεσμούς, συγκροτώντας κλειστό σύστημα εξουσίας που συχνά νομοθετεί υπέρ ακαταδίωκτου και ατιμωρησίας. Θεοποίησαν τον ιδιωτικό τομέα όχι ως υγιή επιχειρηματικότητα, αλλά ως εργολαβικό καρτέλ με «γη και ύδωρ». Καθιέρωσαν ως κανόνα τη μίζα, το ρουσφέτι, την πελατειακή μεσολάβηση, το κουκούλωμα, τις παρακολουθήσεις και τη λεηλασία δημόσιου πλούτου. Υπονόμευσαν τον δημόσιο τομέα και τις υποδομές για να διευκολύνουν ξεπουλήματα και «λαμογιές». Μετέτρεψαν την πολιτική σε κυνική επικοινωνία, στήνοντας μηχανισμούς χειραγώγησης με «αργυρώνητη» δημοσιογραφία.

Η εμπλοκή με τη Δικαιοσύνη υπήρξε διαρκής: πολιτικές παρεμβάσεις, μεταθέσεις, «κατάλληλες» νομοθετικές ρυθμίσεις, καλλιέργησαν κουλτούρα εξάρτησης. Την ίδια στιγμή, ισχυροί εξωθεσμικοί παράγοντες—οι γνωστοί «ολιγάρχες»—εδραίωσαν έλεγχο σε οικονομία και πολιτική. Προωθήθηκαν—φανερά ή υπόγεια—ιδεολογήματα της παγκοσμιοποίησης (ταυτότητες, woke ατζέντες κ.ο.κ.) χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, συχνά σε βάρος της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Η ύπαιθρος ερημώθηκε, ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας συρρικνώθηκαν, η παραγωγική βάση αποψιλώθηκε. Το κύρος της χώρας φθάρηκε, η κομματοκρατία παγιώθηκε με «ηγεμόνα» κάθε φορά τον πρωθυπουργό και την αυλή του, ο κοινωνικός ιστός διαλύθηκε.

Σήμερα, η «καμπάνα» δεν χτυπά μόνο για την κυβέρνηση—που φέρει το βάρος της συγκυρίας—αλλά για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και, εν τέλει, για όλους μας. Η Λάουρα Κοβέσι δεν προσέβαλε απλώς το πολιτικό προσωπικό· έθιξε το συλλογικό μας φιλότιμο. Η ευθύνη δεν είναι μονοσήμαντη: ναι, οι κυβερνήσεις νομοθετούν και διοικούν, αλλά οι πολίτες επιλέγουν, ανέχονται, συχνά επιβραβεύουν. Αν κάτι ζητεί η στιγμή, είναι λιγότερη αυταπάτη, περισσότερη αυτογνωσία.

Τι προκύπτει ως ελάχιστο πλαίσιο υπέρβασης; Πρώτον, καθαροί κανόνες και αληθινή διαφάνεια—όχι διακοσμητικά «πόθεν έσχες» με εξαιρέσεις για μετρητά, θυρίδες, τιμαλφή και έργα τέχνης· πλήρης δήλωση περιουσίας για όσους μετέχουν στη δημόσια σφαίρα, με διασταυρώσεις σε πραγματικό χρόνο. Δεύτερον, αποκατάσταση της θεσμικής ισορροπίας: αυτοτέλεια της Δικαιοσύνης στην πράξη, κατάργηση παραθύρων ατιμωρησίας και αναθεώρηση ρυθμίσεων που θωρακίζουν ισχυρούς. Τρίτον, παραγωγική ανασυγκρότηση με έμφαση σε αγροδιατροφή, βιομηχανία, ενέργεια και τεχνολογία—όχι επικοινωνιακές «βιτρίνες». Τέταρτον, πολιτική για το δημογραφικό που σέβεται την ταυτότητα και ενσωματώνει με κανόνες. Πέμπτον, εκπαίδευση, υγεία, πολιτισμός ως εθνική προτεραιότητα—όχι κονδύλια τελευταίας γραμμής.

Στο πολιτικό επίπεδο απαιτείται ανάκτηση εμπιστοσύνης με πράξεις: λογοδοσία χωρίς εξαιρέσεις, διασταύρωση συμβάσεων και έργων, ψηφιακά ίχνη, ανεξάρτητοι έλεγχοι που δεν «τηλεφωνούνται», τερματισμός της «επικοινωνιακής διοίκησης». Και, βεβαίως, αλλαγή νοοτροπίας: από τον μικροπελατειασμό και τον κυνισμό, στη σοβαρότητα και τη συνέχεια πολιτικών πέρα από κυβερνητικά ημερολόγια.

Τέλος, πριν βρεθούμε ξανά «εξαπατηθέντες ψηφοφόροι», ας σκεφτούμε νηφάλια. Η ψήφος δεν είναι εκτόνωση· είναι ανάθεση ευθύνης. Αν δεν διαβάσουμε σωστά το μήνυμα, η πραγματικότητα θα μας διαβάσει εκείνη—και σκληρά. Η Ευρωπαία Εισαγγελέας μάς υπενθύμισε, με τον δικό της τρόπο, ότι δεν έχουμε πια περιθώριο για ωραιοποιήσεις. Το στοίχημα είναι αν μπορούμε, ως κοινωνία και ως πολιτεία, να κάνουμε το αυτονόητο: να καθαρίσουμε πρώτα το σπίτι μας. Γιατί, στο τέλος, η αξιοπρέπεια μιας χώρας δεν μετριέται στα λόγια, αλλά στους θεσμούς της και στην αλήθεια που αντέχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις