Η απεργία των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας έριξε φως σε μια άβολη πραγματικότητα που για χρόνια καλύπτεται κάτω από τη σιωπή και την επικοινωνιακή ομπρέλα περί “μεταρρυθμίσεων”. Πίσω από τις αφίσες με “χαμογελαστούς ταξιδιώτες” και τα δελτία Τύπου περί ανάπτυξης και επενδύσεων, τα ελληνικά αεροδρόμια λειτουργούν πλέον με σαθρά θεμέλια: ανεπαρκές προσωπικό, κουρασμένους ελεγκτές, εξοπλισμό περασμένων δεκαετιών και, το κυριότερο, χωρίς καμία ουσιαστική κρατική εποπτεία.
Η κατάργηση του ελεγκτικού ρόλου της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) και η μεταφορά της εποπτείας στην υποστελεχωμένη και απολύτως ελεγχόμενη από την κυβέρνηση Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας (ΑΠΑ) δημιούργησε ένα ρυθμιστικό κενό. Οι έλεγχοι, εκεί που γίνονταν τακτικά και αυστηρά, πλέον γίνονται “προειδοποιημένα”, σε ημερομηνίες που εξυπηρετούν τις εταιρείες. Οι ιδιώτες διαχειριστές των αεροδρομίων –που λειτουργούν με μοναδικό στόχο την αύξηση της κερδοφορίας τους– έχουν πρακτικά απελευθερωθεί από κάθε ουσιαστικό έλεγχο.
Σύμφωνα με τον Σύλλογο Αερολιμενικών Υπαλλήλων, η κατάσταση έχει ξεπεράσει τα όρια. Εργαζόμενοι σε κρίσιμες θέσεις ασφαλείας στα αεροδρόμια απασχολούνται χωρίς τις προβλεπόμενες άδειες, ακόμη και χωρίς ελέγχους ποινικού μητρώου. Υπάρχουν καταγγελίες για προσλήψεις παράτυπων μεταναστών, οι οποίοι εργάζονται χωρίς νόμιμα έγγραφα σε χώρους με άμεση πρόσβαση σε αεροσκάφη. Παρά ταύτα, η ΑΠΑ “δεν βλέπει”, ή πιο σωστά, επιλέγει να μην βλέπει.
Η ασφάλεια των πτήσεων τίθεται πλέον σε ευθεία αμφισβήτηση από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Ο διοικητής της ΑΠΑ, Χρήστος Τσίτουρας, κατέθεσε στη Βουλή, χρησιμοποιώντας επί λέξει τη φράση «προς Θεού, να μην έχουμε αεροπορικά Τέμπη». Όταν ο ίδιος ο επικεφαλής της (θεωρητικά) αρμόδιας για την ασφάλεια Αρχής φτάνει στο σημείο να απευθύνει τέτοιες εκκλήσεις, η εικόνα είναι από μόνη της αποκαλυπτική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη κινηθεί κατά της Ελλάδας με διαδικασία επί παραβάσει, καθώς η χώρα δεν συμμορφώθηκε με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς για την εποπτεία των αερομεταφορών και την πιστοποίηση αεροδρομίων. Παρότι το ζήτημα είναι γνωστό εδώ και χρόνια, δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική παρέμβαση.
Η απεργία των ελεγκτών κηρύχθηκε παράνομη και καταχρηστική, ως συνήθως. Ο υπουργός Μεταφορών έσπευσε να ενεργοποιήσει μηχανισμούς κοινωνικού αυτοματισμού, στοχοποιώντας τους εργαζόμενους και τους μισθούς τους, χωρίς να αναφέρει ότι τα χρήματα αυτά δεν επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά προέρχονται από τα τέλη υπέρπτησης και τη χρηματοδότηση του Eurocontrol. Πίσω από τις δηλώσεις περί “εύρυθμης λειτουργίας” και “προστασίας του τουρισμού” κρύβεται μια άλλη αλήθεια: η απεργία ενόχλησε, όχι επειδή προκαλεί καθυστερήσεις, αλλά επειδή βάζει φρένο στον σχεδιασμό για πλήρη ιδιωτικοποίηση και του ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας.
Ο έλεγχος του FIR Αθηνών, δηλαδή της εναέριας κυκλοφορίας σε όλο το ελληνικό εναέριο χώρο, παραμένει ο τελευταίος μεγάλος τομέας που δεν έχει ιδιωτικοποιηθεί. Οι προειδοποιήσεις για ελλείψεις προσωπικού, εξάντληση των ελεγκτών και προβληματικό εξοπλισμό, όχι μόνο δεν λαμβάνονται υπόψη, αλλά αντιμετωπίζονται με επιθετικότητα, απειλές ποινικών διώξεων και απόπειρες στοχοποίησης. Το μοντέλο Τεμπών, δηλαδή η απόλυτη αδιαφορία στις εκκλήσεις των εργαζομένων, επαναλαμβάνεται.
Τα ελληνικά αεροδρόμια, που σε μεγάλο ποσοστό λειτουργούν υπό ιδιωτικό έλεγχο, μοιάζουν να μετατρέπονται σταδιακά από δημόσιες υποδομές ασφαλείας σε επιχειρήσεις “χαμηλού κόστους”, όπου η ασφάλεια γίνεται προαιρετική και η κερδοφορία κανόνας. Η ιδιωτικοποίηση παρουσιάστηκε ως εγγύηση επενδύσεων, ανάπτυξης και ποιότητας. Αντί αυτών, οι πολίτες και οι τουρίστες πετούν σήμερα σε ένα αεροπορικό σύστημα χωρίς επαρκείς ελέγχους, χωρίς διαφάνεια και χωρίς εγγυήσεις ότι ο πρώτος κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα –ο ανθρώπινος παράγοντας– θα αντέξει για πολύ ακόμα.
Οι ιδιωτικοποιήσεις στις μεταφορές – Απελευθέρωση ή απορρύθμιση;
Η ιδιωτικοποίηση των υποδομών μεταφορών αποτελεί πυλώνα της οικονομικής πολιτικής των τελευταίων κυβερνήσεων, με επιχειρήματα περί αύξησης της αποτελεσματικότητας, ενίσχυσης του ανταγωνισμού και απαλλαγής του κράτους από το «βάρος» διαχείρισης. Ωστόσο, η ελληνική πραγματικότητα αποδεικνύει ότι στην πράξη δεν πρόκειται για «απελευθέρωση» αλλά για συστηματική απορρύθμιση.
Τα λιμάνια, οι σιδηρόδρομοι, τα αεροδρόμια, ακόμη και οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια, παραχωρήθηκαν σε ιδιώτες, χωρίς επαρκείς ρήτρες για την ασφάλεια, την ποιότητα και τον κρατικό έλεγχο. Ο ΟΣΕ και η ΤΡΑΙΝΟΣΕ αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα: η ιδιωτικοποίηση συνοδεύτηκε από συρρίκνωση του προσωπικού και εγκατάλειψη κρίσιμων υποδομών, οδηγώντας στη γνωστή τραγωδία των Τεμπών. Το ίδιο μοντέλο εφαρμόζεται τώρα και στην πολιτική αεροπορία, όπου η κρατική εποπτεία αντικαταστάθηκε από μια «ανεξάρτητη» αρχή που δεν διαθέτει πόρους, προσωπικό ή τεχνική επάρκεια για να επιτελέσει τον ρόλο της.
Πολιτικά, η στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων είναι ιδεολογική: βασίζεται στη νεοφιλελεύθερη πεποίθηση ότι η αγορά αυτορρυθμίζεται και το κράτος πρέπει να αποσυρθεί. Όμως οι μεταφορές, και ειδικά η αεροπλοΐα, δεν είναι ένας απλός τομέας της αγοράς. Είναι ζήτημα δημόσιας ασφάλειας, εθνικής κυριαρχίας και κοινωνικής συνοχής.
Η πλήρης εκχώρηση αυτών των κρίσιμων τομέων σε ιδιώτες – χωρίς επαρκή εποπτεία – υπονομεύει τη δυνατότητα του κράτους να προστατεύσει τους πολίτες. Η συστηματική αποδυνάμωση των δημόσιων ελεγκτικών μηχανισμών, η ποινικοποίηση της διαμαρτυρίας και η χειραγώγηση της ενημέρωσης συνθέτουν ένα τοπίο όπου οι πολίτες βρίσκονται χωρίς φωνή, και οι εργαζόμενοι χωρίς προστασία.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ιδιωτικοποιήσεις στις μεταφορές δεν είναι πλέον ζήτημα οικονομικής πολιτικής, αλλά ζήτημα δημοκρατίας και δημόσιας ασφάλειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου