Η τεχνητή νοημοσύνη, η πιο πολυσυζητημένη τεχνολογία της εποχής μας, έχει μετατραπεί μέσα σε λίγα χρόνια σε μια ασταμάτητη επενδυτική καταιγίδα. Από τα γραφεία της Silicon Valley μέχρι τις αίθουσες της Wall Street, ρέουν τρισεκατομμύρια δολάρια σε εταιρείες που υπόσχονται να αλλάξουν για πάντα την παγκόσμια οικονομία. Η πίστη ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αναδιαμορφώσει την παραγωγή, την εργασία και την ίδια τη σκέψη, έχει προκαλέσει έναν αγώνα δρόμου χωρίς προηγούμενο. Όμως, όσο αυξάνονται τα κεφάλαια, τόσο μεγαλώνει και ο ψίθυρος ενός ερωτήματος που επιστρέφει επίμονα: μήπως όλα αυτά θυμίζουν επικίνδυνα τη φούσκα των dot-com στα τέλη της δεκαετίας του ’90;
Οι ομοιότητες είναι ανατριχιαστικές. Τότε, το διαδίκτυο θεωρήθηκε ο δρόμος για έναν νέο κόσμο απεριόριστου πλούτου. Οι επενδυτές γέμιζαν τις αγορές με ρευστό, οι εταιρείες εκτοξεύονταν σε αποτιμήσεις χωρίς θεμέλια και η αισιοδοξία έμοιαζε ακατάβλητη — μέχρι που η πραγματικότητα έσκισε το πέπλο της ευφορίας. Σήμερα, οι πιο έμπειροι αναλυτές παρακολουθούν με ανησυχία την επανάληψη του ίδιου μοτίβου, αυτή τη φορά με επίκεντρο μια τεχνολογία που πολλοί χαρακτηρίζουν «τη νέα ηλεκτρική ενέργεια» της εποχής μας.
Οι εταιρείες τεχνολογίας δαπανούν πρωτοφανή ποσά για να εξασφαλίσουν την πρωτοκαθεδρία στον χώρο της τεχνητής νοημοσύνης. Η Microsoft, η Google, η Amazon, η Meta, η Nvidia και η OpenAI βρίσκονται σε έναν αδυσώπητο αγώνα επενδύσεων, χτίζοντας υπερυπολογιστές, ενεργοβόρα κέντρα δεδομένων και υποδομές που απαιτούν δισεκατομμύρια δολάρια μόνο για τη συντήρησή τους. Οι ανακοινώσεις διαδέχονται η μία την άλλη, οι αποτιμήσεις εκτινάσσονται, αλλά οι περισσότεροι ειδικοί προειδοποιούν πως η κερδοφορία αυτών των εγχειρημάτων παραμένει αναπόδεικτη.
Ο αγώνας δρόμου των γιγάντων και η αόρατη πίεση του χρέους
Τον Ιανουάριο του 2024, ο Sam Altman, διευθύνων σύμβουλος της OpenAI και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της εποχής, παρουσίασε στον Λευκό Οίκο ένα φιλόδοξο σχέδιο υποδομής τεχνητής νοημοσύνης με την κωδική ονομασία Stargate. Το κόστος του έργου; Πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμη και σε μια εποχή υπερβολών, το νούμερο αυτό προκάλεσε δυσπιστία και ειρωνικά σχόλια στους κύκλους των επενδυτών. Ωστόσο, δεν πέρασε πολύς καιρός ώσπου και άλλοι κολοσσοί να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Ο Mark Zuckerberg ανακοίνωσε τη δική του στρατηγική δαπανών για τη Meta, δεσμευόμενος να επενδύσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε κέντρα δεδομένων και υπολογιστική ισχύ, ενώ ο Altman δήλωσε εκ νέου ότι η OpenAI θα χρειαστεί «τρισεκατομμύρια» για να προετοιμάσει τη μετάβαση προς την επόμενη γενιά της τεχνητής νοημοσύνης.
Η φρενίτιδα επενδύσεων δεν σταματά εκεί. Τον Σεπτέμβριο, η Nvidia, η εταιρεία που κατασκευάζει τα πλέον περιζήτητα τσιπ επιτάχυνσης για AI, ανακοίνωσε συμφωνία για επένδυση έως 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην κατασκευή κέντρων δεδομένων της OpenAI. Οι αναλυτές στη Wall Street παρατήρησαν ότι πρόκειται για μια συμφωνία με διπλή όψη: από τη μία, στηρίζει τη ζήτηση για τις υποδομές AI· από την άλλη, εξασφαλίζει ότι οι πελάτες της Nvidia θα συνεχίσουν να αγοράζουν τα πανάκριβα προϊόντα της. Στην πράξη, δηλαδή, η Nvidia χρηματοδοτεί τους ίδιους τους αγοραστές της.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι νέα. Η Nvidia έχει επενδύσει σε δεκάδες εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης τα τελευταία χρόνια, αρκετές εκ των οποίων χρησιμοποιούν στη συνέχεια τα κεφάλαια που αντλούν για να προμηθευτούν τους ημιαγωγούς της. Ωστόσο, η κλίμακα του τωρινού σχεδίου είναι πρωτοφανής, τόσο που πολλοί οικονομικοί σχολιαστές μιλούν για έναν κυκλικό μηχανισμό αυτοτροφοδοτούμενης φούσκας.
Για να αντεπεξέλθουν στα κολοσσιαία έξοδα, πολλές εταιρείες στρέφονται πλέον στον δανεισμό. Η OpenAI εξετάζει τη χρηματοδότηση μέσω χρέους, ενώ σύμφωνα με το The Information, σχεδιάζει να δαπανήσει περίπου 115 δισεκατομμύρια δολάρια σε ρευστό μέχρι το 2029. Αντίστοιχα, η Meta έχει ήδη εξασφαλίσει δάνεια ύψους 26 δισ. δολαρίων για το τεράστιο data center στη Λουιζιάνα — μια εγκατάσταση που θα προσεγγίζει σε μέγεθος ολόκληρο το Μανχάταν. Οι τραπεζικοί κολοσσοί JPMorgan Chase και Mitsubishi UFJ ηγούνται ενός δανείου άνω των 22 δισ. δολαρίων για την κατασκευή της πανεπιστημιούπολης δεδομένων της Vantage Data Centers.
Σύμφωνα με την Bain & Co., μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας οι εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης θα χρειάζονται περίπου 2 τρισ. δολάρια σε ετήσια έσοδα για να συντηρούν τον τεράστιο όγκο υπολογιστικής ισχύος που απαιτείται. Ωστόσο, τα πραγματικά τους έσοδα εκτιμάται ότι θα υπολείπονται κατά τουλάχιστον 800 δισ. δολάρια. Ο διαχειριστής hedge fund David Einhorn το περιέγραψε με κυνισμό: «Οι αριθμοί που διαδίδονται είναι τόσο εξωφρενικοί, που είναι δύσκολο να τους συλλάβεις. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είναι μηδέν, αλλά υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να δούμε μια τεράστια καταστροφή κεφαλαίου από αυτόν τον κύκλο».
Η φρενίτιδα επεκτείνεται και σε λιγότερο γνωστές εταιρείες. Η Nebius, πάροχος cloud που αποσχίστηκε από τη ρωσική Yandex, υπέγραψε πρόσφατα συμφωνία υποδομών με τη Microsoft αξίας 19,4 δισ. δολαρίων, ενώ η βρετανική Nscale, με ιστορικό στην εξόρυξη κρυπτονομισμάτων, συνεργάζεται πλέον με την Nvidia και την OpenAI για τη δημιουργία κέντρων δεδομένων στην Ευρώπη. Οι αναλυτές βλέπουν σε αυτές τις κινήσεις τον ίδιο παροξυσμό που χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’90: ένα κύμα νεοφυών επιχειρήσεων χωρίς σταθερά έσοδα, που προσελκύουν τεράστια κεφάλαια στηριζόμενες περισσότερο σε προσδοκίες παρά σε αποτελέσματα.
Το ερώτημα είναι προφανές: ποιος θα πληρώσει τελικά τον λογαριασμό;
Οι αριθμοί δεν βγαίνουν και η πραγματικότητα αντιστέκεται
Η υπερβολική αισιοδοξία γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη δεν βασίζεται πάντα σε στέρεα δεδομένα. Έρευνα του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης αποκάλυψε ότι το 95% των επιχειρήσεων που επένδυσαν σε λύσεις τεχνητής νοημοσύνης δεν κατέγραψαν καμία ουσιαστική βελτίωση στην απόδοση ή στα έσοδά τους. Η υπόσχεση ότι η AI θα απλοποιήσει τις εργασίες και θα αυξήσει την παραγωγικότητα δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, έχει οδηγήσει στη δημιουργία του λεγόμενου “workslop” — περιεχομένου που παράγεται από την τεχνητή νοημοσύνη και μοιάζει επιφανειακά με καλή δουλειά, αλλά στερείται βάθους και αξίας, απαιτώντας από τους ανθρώπους να το ξαναφτιάξουν από την αρχή.
Μελέτη των πανεπιστημίων Χάρβαρντ και Στάνφορντ εξήγησε πώς αυτό το φαινόμενο μειώνει δραστικά την παραγωγικότητα, μετατοπίζοντας το βάρος της εργασίας σε χαμηλότερα επίπεδα ποιότητας και αυξάνοντας το κόστος επανεπεξεργασίας. Μεγάλοι οργανισμοί χάνουν εκατομμύρια δολάρια ετησίως λόγω αυτού του φαινομένου, την ώρα που οι προγραμματιστές AI συνεχίζουν να διαβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε «μια ανάσα» από την τεχνητή γενική νοημοσύνη.
Η OpenAI, η Anthropic και άλλοι ηγέτες της αγοράς έχουν βασίσει τη στρατηγική τους στους λεγόμενους νόμους κλιμάκωσης — την ιδέα ότι όσο περισσότερα δεδομένα και υπολογιστική ισχύς χρησιμοποιούνται, τόσο πιο έξυπνα γίνονται τα μοντέλα. Ωστόσο, το τελευταίο έτος έδειξε ότι οι αποδόσεις αυτής της προσέγγισης μειώνονται. Παρά τις δαπανηρές προσπάθειες, η πρόοδος των συστημάτων φαίνεται να επιβραδύνεται. Η κυκλοφορία του GPT-5, που είχε παρουσιαστεί ως επαναστατικό βήμα, προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, απογοήτευση. Ο ίδιος ο Altman αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι «μας λείπει ακόμα κάτι ουσιαστικό» για να φτάσουμε στο επίπεδο της αληθινής τεχνητής νοημοσύνης.
Στο μεταξύ, η Κίνα εντείνει την πίεση με φθηνότερα και όλο και πιο αποτελεσματικά μοντέλα. Η εταιρεία DeepSeek, με το λανσάρισμα ενός AI που αναπτύχθηκε με ελάχιστο κόστος σε σχέση με τα αμερικανικά αντίστοιχα, προκάλεσε πανικό στις αγορές. Μέσα σε λίγες ώρες, η μετοχή της Nvidia κατέρρευσε κατά 17%, ενώ οι απώλειες στις τεχνολογικές μετοχές ξεπέρασαν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Η αγορά ανέκαμψε, αλλά το μήνυμα ήταν σαφές: ο ανταγωνισμός από την Ασία είναι ικανός να τινάξει στον αέρα τις αποτιμήσεις της Silicon Valley μέσα σε μια νύχτα.
Πέρα από τα οικονομικά ρίσκα, υπάρχει και η ενεργειακή πρόκληση. Τα κέντρα δεδομένων καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας και νερού για την ψύξη των συστημάτων, προκαλώντας φόβους για πίεση στα εθνικά δίκτυα ενέργειας. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης, η κατανάλωση ρεύματος από τα data centers της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να φτάσει μέσα στην επόμενη δεκαετία τα επίπεδα μικρών κρατών.
Παρά τα ανησυχητικά δεδομένα, οι ηγέτες της τεχνολογίας διατηρούν τον ενθουσιασμό τους. Ο Sam Altman παραδέχεται ότι «οι επενδυτές είναι υπερβολικά ενθουσιώδεις», αλλά ταυτόχρονα επιμένει πως «η τεχνητή νοημοσύνη είναι η σημαντικότερη τεχνολογική εξέλιξη της εποχής μας». Ο Mark Zuckerberg, σε πρόσφατη συνέντευξη, παραδέχθηκε ότι «μια φούσκα είναι πιθανή», αλλά δήλωσε πως «ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μην επενδύσουμε αρκετά».
Η αισιοδοξία τους στηρίζεται στην ταχεία εξάπλωση της χρήσης. Το ChatGPT της OpenAI έχει φτάσει τα 700 εκατομμύρια εβδομαδιαίους χρήστες, καθιστώντας το ένα από τα πιο ταχέως αναπτυσσόμενα προϊόντα στην ιστορία. Η OpenAI προβλέπει ότι τα ετήσια έσοδά της θα τριπλασιαστούν το 2025, ξεπερνώντας τα 12,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η αποτίμησή της έχει αγγίξει τα 500 δισ. δολάρια σε ιδιωτικές συναλλαγές. Ωστόσο, η ίδια εταιρεία αναγνωρίζει ότι δεν θα έχει θετικές ταμειακές ροές πριν από το τέλος της δεκαετίας.
Το déjà vu των dot-com και η ψευδαίσθηση της αιώνιας ανόδου
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, απλώς με διαφορετικό λεξιλόγιο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, οι εταιρείες του διαδικτύου προσέλκυσαν τεράστια κεφάλαια βασισμένες σε αμφισβητήσιμες μετρήσεις, όπως η «επισκεψιμότητα σελίδων» ή ο αριθμός των χρηστών, αδιαφορώντας για την πραγματική κερδοφορία. Όταν το 2001 η φούσκα έσκασε, χιλιάδες εταιρείες κατέρρευσαν, οι μετοχές εξαϋλώθηκαν και δισεκατομμύρια επενδυτών χάθηκαν μέσα σε λίγους μήνες.
Σήμερα, η τεχνητή νοημοσύνη ζει το ίδιο όνειρο με διαφορετικό όνομα. Νεοφυείς εταιρείες AI αποτιμώνται σε δισεκατομμύρια πριν καν έχουν προϊόν, ενώ επενδυτικά κεφάλαια ανταγωνίζονται ποιο θα κλείσει πρώτο τον επόμενο «μονόκερο» του χώρου. Οι επιχειρηματικοί κύκλοι γεμίζουν από ιστορίες ιδρυτών που μετακινούνται με ιδιωτικά τζετ, συνάπτουν συμφωνίες-μαμούθ και υπογράφουν συμβόλαια με τράπεζες και fund σε ρυθμούς ρεκόρ. Η εικόνα θυμίζει μια τεχνολογική χρυσή εποχή — αλλά ίσως και το προοίμιο μιας κατάρρευσης.
Ο Bret Taylor, πρόεδρος της OpenAI και συνιδρυτής της Sierra, μιας νεοφυούς εταιρείας AI αξίας 10 δισ. δολαρίων, το παραδέχθηκε ευθέως: «Υπάρχουν πολλές παραλληλίες με τη φούσκα του διαδικτύου. Πολλές εταιρείες θα χαθούν, αλλά όσες επιβιώσουν θα κυριαρχήσουν». Όπως τότε η Amazon και η Google αναδύθηκαν από τα ερείπια του κραχ, έτσι και τώρα κάποιοι πιστεύουν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα γεννήσει τους επόμενους γίγαντες της οικονομίας.
Υπάρχει όμως και μια κρίσιμη διαφορά. Οι σημερινοί παίκτες —Microsoft, Alphabet, Meta, Amazon, Nvidia, Apple και Tesla— διαθέτουν τεράστια αποθέματα ρευστού και σταθερές ροές εσόδων. Η ισχύς τους τους επιτρέπει να απορροφήσουν ζημίες και να αντέξουν μακροχρόνια κύματα ύφεσης. Αυτό τους διαφοροποιεί από τους «φούσκες» των dot-com, που κατέρρευσαν επειδή δεν είχαν πραγματικό εισόδημα. Όμως, η ίδια αυτή ισχύς κρύβει και έναν νέο κίνδυνο: τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια λίγων τεχνολογικών κολοσσών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου