Η άφιξη της νέας πρέσβεως των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα, Κίμπερλι Γκιλφόιλ, αποτέλεσε για πολλούς όχι απλώς μια τυπική διπλωματική μετάβαση αλλά ένα γεγονός με ευρύτερη πολιτική σημειολογία. Η ίδια έφτασε στην Αθήνα συνοδευόμενη από τη δημόσια εικόνα μιας δυναμικής προσωπικότητας, η οποία, όπως εκτιμούν αμερικανικοί κύκλοι στην Ουάσιγκτον, θα επιδιώξει να παίξει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση του πλαισίου των ελληνοαμερικανικών σχέσεων κατά τη νέα περίοδο που εγκαινιάζει η κυβέρνηση Τραμπ. Η εντύπωση αυτή δεν είναι τυχαία· ήταν ήδη διατυπωμένη αρκετούς μήνες πριν φτάσει στην Ελλάδα, όταν στελέχη του ευρύτερου περιβάλλοντος της αμερικανικής δεξιάς σημείωναν ότι η Γκιλφόιλ θα λειτουργήσει στην Αθήνα «ως δύναμη της φύσης».
Η υποδοχή που έτυχε από σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης ήταν ενθουσιώδης, ενίοτε υπερβολικά θερμή, γεγονός που αντανακλά τόσο τις θετικές προσδοκίες όσο και την αδύναμη αυτοπεποίθηση της ελληνικής πολιτικής τάξης. Παράλληλα, η επίσημη επίδοση των διαπιστευτηρίων της στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ανέδειξε, με τρόπο σχεδόν ακούσιο, την έλλειψη θεσμικής πειθαρχίας και αυτοσυγκράτησης που χαρακτηρίζει κατά καιρούς το ελληνικό πολιτικό προσωπικό. Οι δηλώσεις που εκφωνήθηκαν εκεί, σε μια τελετή που θα έπρεπε να παραμένει απολύτως εθιμοτυπική και αυστηρά διπλωματική, υποδήλωσαν αμηχανία, υπερβολή και μια διάθεση να μετατραπεί η διπλωματική διαδικασία σε δημόσιο θέαμα.
Η νέα πρέσβης, ωστόσο, δεν είναι το μόνο σημείο εστίασης των εξελίξεων. Η εβδομάδα που ακολούθησε την άφιξή της συμπληρώθηκε από δύο γεγονότα με βαρύ πολιτικό αποτύπωμα: την 6η Διατλαντική Συνδιάσκεψη Εταίρων για την Ενέργεια στο Ζάππειο και την ανακοίνωση της σημαντικής συμφωνίας μεταξύ του ελληνικού κράτους και της ExxonMobil για το «Οικόπεδο 2» στο Ιόνιο. Οι δύο αυτές εξελίξεις προσέφεραν το υπόβαθρο για να αναδυθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια το κεντρικό ζήτημα: κατά πόσον η σημερινή ελληνική κυβέρνηση είναι σε θέση να διαμορφώσει μια στρατηγική εξωτερικής πολιτικής με εθνικό πυρήνα ή εάν λειτουργεί πρωτίστως ως διαχειριστής υποχρεώσεων απέναντι σε ισχυρότερα κράτη και εταιρικά συμφέροντα.
Η παρουσία, σχεδόν ταυτόχρονη, υψηλόβαθμων αξιωματούχων της νέας αμερικανικής κυβέρνησης στην Αθήνα επιβεβαιώνει ότι η Ουάσιγκτον επιδιώκει να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην ενεργειακή αρχιτεκτονική της Ανατολικής Μεσογείου. Το ζήτημα, ωστόσο, έγκειται στο πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κυβέρνηση να χαράξει πολιτική σε αυτό το πλαίσιο. Οι αναφορές των τελευταίων ημερών, αλλά και η δημόσια εικόνα του Πρωθυπουργού, δείχνουν μια ηγεσία που δεν έχει τη σταθερότητα που θα απαιτούσε η τρέχουσα συγκυρία.
Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στην επιφάνεια ένα ευρύτερο ζήτημα: τη συνολική ποιότητα της ελληνικής πολιτικής τάξης και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται τις διεθνείς σχέσεις. Η εισαγωγή εξωτερικής νομιμοποίησης —δηλαδή η αναζήτηση κύρους μέσω ισχυρών συμμάχων αντί μέσω εσωτερικής δημοκρατικής ενδυνάμωσης— αποτελεί παθογένεια δεκαετιών, αλλά σήμερα προβάλλει πιο ευκρινής από ποτέ.
Η εικόνα στελεχών της κυβέρνησης να «προσφέρουν» πολιτική υποστήριξη στο νέο αμερικανικό προσωπικό, λες και προετοιμάζουν έδαφος για ατομικά οφέλη και μελλοντικές προσωπικές διαδρομές, παραπέμπει περισσότερο σε προτεκτοριακή συμπεριφορά παρά σε σοβαρή εξωτερική πολιτική. Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο ενδημεί κυρίως στην Ελλάδα, σε βαθμό που η χώρα να εμφανίζει μια ιδιόμορφη πανευρωπαϊκή «πρωτιά»: την προσπάθεια πολιτικών στελεχών να προσεταιριστούν ξένους διπλωμάτες όχι μόνο σε υπηρεσιακό πλαίσιο αλλά και σε επίπεδο καθημερινής πολιτικής επικοινωνίας.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όλα αυτά αποκτούν βαρύτερη σημασία λόγω της θέσης της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη. Η γεωγραφική της τοποθέτηση, στο μεταίχμιο τριών ηπείρων και τεσσάρων θαλασσών, προσδίδει στρατηγικό βάρος που θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Αντ’ αυτού, η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται συχνά πρόθυμη να παράσχει διευκολύνσεις στην Ουάσιγκτον χωρίς αντίστοιχα ανταλλάγματα, είτε πρόκειται για διευρύνσεις αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων, είτε για ενεργειακές επιλογές, είτε για την πρόσβαση ξένων εταιρειών σε ελληνικούς φυσικούς πόρους.
Το παράδειγμα της νέας συμφωνίας με την ExxonMobil είναι χαρακτηριστικό. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι εκτιμώμενοι πόροι του «Οικοπέδου 2» φτάνουν τα 200 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου. Παρά ταύτα, το ελληνικό μερίδιο μειώθηκε αισθητά: η Energean περιορίστηκε από 75% στο 30%, ενώ η Exxon ανέλαβε το 60% της παραχώρησης. Η HelleniQ Energy παραμένει με μόλις 10%. Η εξέλιξη αυτή δεν αξιολογείται μόνο ως τεχνοκρατική, αλλά ως πολιτική: υποδηλώνει ότι η Αθήνα δεν εκμεταλλεύεται επαρκώς τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα, ακόμη και όταν αυτά αφορούν φυσικούς πόρους που μπορούν να καθορίσουν τις μελλοντικές της επιλογές για μια ολόκληρη γενιά.
Το ερώτημα, συνεπώς, μετατοπίζεται από το «τι συμφωνήθηκε» στο «πώς συμφωνήθηκε» και «υπό ποίες εσωτερικές συνθήκες». Η κυβέρνηση, ήδη αποδυναμωμένη από συνεχείς πολιτικές κρίσεις, εσωκομματικές εντάσεις και μια προϊούσα απώλεια κοινωνικής εμπιστοσύνης, φαίνεται πλέον περισσότερο δεκτική στον πειρασμό να αναζητήσει εξωτερική επιβεβαίωση και λιγότερο ικανή να διεκδικήσει σθεναρά τα συμφέροντα της χώρας.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο εμφανές όταν αναλογιστεί κανείς τη στάση του Πρωθυπουργού τα προηγούμενα χρόνια. Λίγο πριν από δύο χρόνια, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του τότε υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν στην κατοικία του Πρωθυπουργού στο Ακρωτήρι Χανίων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίστηκε πρόθυμος να προωθήσει άμεσα την αλλαγή της ελληνικής νομοθεσίας για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών — μια αλλαγή που, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος επανειλημμένα, αποτελούσε αμερικανική απαίτηση. Η στάση αυτή είχε τότε παρουσιαστεί ως «εκσυγχρονισμός» και «επιλογή προόδου», αλλά η χρονική στιγμή και ο τρόπος που έγινε φανέρωναν έναν πρωθυπουργό με έντονη διάθεση ευθυγράμμισης προς τις αμερικανικές προτιμήσεις.
Σήμερα, όμως, το πολιτικό πλαίσιο είναι διαφορετικό. Η κυβέρνηση έχει συσσωρεύσει έναν πρωτοφανή όγκο φθοράς: οικονομική δυσαρέσκεια, κοινωνική αποξένωση, πληθώρα σκανδάλων που διαβρώνουν την αξιοπιστία της, κρίσιμα ζητήματα διαφθοράς και συγκάλυψης, καθώς και μια μακρά σειρά θεσμικών παρεκκλίσεων. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα παράδοξο: ενώ η κυβέρνηση είχε επιδείξει στο παρελθόν τάση υποχωρητικότητας απέναντι στις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον, σήμερα προκύπτει το ενδεχόμενο να επιχειρήσει ακόμη μεγαλύτερες υποχωρήσεις, απλώς ώστε να αντισταθμίσει την εξασθενημένη της θέση στα εγχώρια πολιτικά δρώμενα.
Σε αυτό το περιβάλλον, η άφιξη της Γκιλφόιλ λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι η πολιτική σταθερότητα της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνο από τις διεθνείς εξελίξεις, αλλά πρωτίστως από την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρήσει θεσμική συνοχή και πολιτική αξιοπιστία. Η σύγκριση με στελέχη της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, τα οποία εκπέμπουν αυτοπεποίθηση και καθαρό πολιτικό προσανατολισμό, καθιστά ακόμη πιο εμφανή την πολιτική αστάθεια της Αθήνας.
Επιπλέον, η εσωτερική κρίση της Νέας Δημοκρατίας —η οποία πλέον εκδηλώνεται όχι μόνο στο κοινοβουλευτικό της έργο, αλλά και στην ευρύτερη κομματική της δομή— περιορίζει την ικανότητα της κυβέρνησης να κινηθεί με συνέπεια. Μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας εμφανίζεται προβληματισμένο ή αποστασιοποιημένο. Οι σκιές της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ, η εμπλοκή στελεχών με εξουσίες κλειδιά, οι υποκλοπές, τα διαδοχικά επεισόδια αδιαφάνειας στην κρατική διοίκηση, όλα αυτά έχουν καταλήξει να δημιουργούν μια εικόνα πολιτικής κόπωσης, που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να παρακαμφθεί μέσω επικοινωνιακών εργαλείων.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική κοινωνία αναζητά σημεία αναφοράς. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς έχει καταστεί δομικό. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή: η κοινωνία δεν αντιδρά με οργή, αλλά με επιφύλαξη και αποστασιοποίηση· δεν εκφράζει σφοδρή αντίθεση, αλλά σιωπηρή άρνηση· δεν επιλέγει πολιτική σύγκρουση, αλλά αποσύρεται από την πολιτική συζήτηση. Αυτή η σιωπηρή διάβρωση της πολιτικής συμμετοχής είναι ίσως πιο ανησυχητική από κάθε άλλη εξέλιξη.
Η νέα πρέσβης θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι πραγματικές διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας δεν απηχούνται από τους πολιτικούς κύκλους που σήμερα επιχειρούν να εμφανιστούν ως συνομιλητές της. Τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός λαός έχει δει μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα να αντιμετωπίζονται με προχειρότητα ή με τρόπο που δημιουργεί την εντύπωση ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, από τα Τέμπη έως την πανδημία και από τις υποκλοπές έως την ακρίβεια, έχει αφήσει πίσω της μια βαθιά αίσθηση ότι το κράτος λειτουργεί όχι ως θεσμός προστασίας, αλλά ως μηχανισμός εξυπηρετήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση. Αν οι ΗΠΑ επιθυμούν να οικοδομήσουν μια σχέση στρατηγικού βάθους με την Ελλάδα, η νέα πρέσβης θα χρειαστεί να αφουγκραστεί όχι μόνο τους υπουργούς και τα στελέχη που διεκδικούν την εύνοιά της, αλλά και τον ευρύτερο δημόσιο παλμό, που σήμερα εκφράζει περισσότερο ανησυχία παρά εμπιστοσύνη.
Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να αναγνωρίσει ότι η ιστορική της ευθύνη εκτείνεται πέρα από την ανάγκη να επιβιώσει πολιτικά. Οφείλει να διαμορφώσει μια εξωτερική πολιτική που θα στηρίζεται όχι σε προσωποπαγή δίκτυα, αλλά σε ξεκάθαρες στρατηγικές προτεραιότητες. Να διεκδικήσει, όχι να αποδέχεται. Να απαιτήσει, όχι να διαχειρίζεται παθητικά. Να αντιλαμβάνεται ότι η διπλωματική σχέση με μια υπερδύναμη δεν είναι σχέση προστασίας, αλλά συνεργασίας με όρους αμοιβαιότητας.
Την ώρα που οι Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάζουν ήδη το χρυσό Ιωβηλαίο των 250 ετών από την ίδρυσή τους, η Ελλάδα μοιάζει να αγωνίζεται ακόμη να ξεκαθαρίσει ποια θέση θέλει να έχει στον κόσμο τα επόμενα πενήντα χρόνια. Αυτό το έλλειμμα στρατηγικής συνοχής είναι το μεγαλύτερο πολιτικό της πρόβλημα — ένα πρόβλημα που καμία διπλωματική επίσκεψη, και καμία εθιμοτυπική ευγένεια, δεν μπορεί να καλύψει.
Η άφιξη της Κίμπερλι Γκιλφόιλ αποτελεί μια ευκαιρία για την Ελλάδα: ευκαιρία να αναστοχαστεί, να επαναξιολογήσει τις διεθνείς της προτεραιότητες και να αναζητήσει έναν ρόλο που θα χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια και αυτοτέλεια. Το αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτή την πρόκληση παραμένει αβέβαιο· αλλά ακόμη πιο αβέβαιο είναι αν διαθέτει τη βούληση να το πράξει.
Διότι, όσο η εξωτερική πολιτική παραμένει συνάρτηση εσωτερικών αδυναμιών, τόσο η Ελλάδα θα καταγράφεται όχι ως περιφερειακός παίκτης, αλλά ως χώρα που ζητεί επιβεβαίωση από τους ισχυρούς αντί να διεκδικεί κύρος με τις δικές της δυνάμεις. Και όσο η κυβέρνηση επιμένει να θολώνει τη γραμμή ανάμεσα στον στρατηγικό σχεδιασμό και την πολιτική επιβίωση, τόσο η χώρα θα μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια διαρκή μεταβατικότητα.
Αν κάτι χρειαζόταν να ειπωθεί με σαφήνεια, είναι ότι η νέα πρέσβης, αν πράγματι επιθυμεί να εκπροσωπήσει το πνεύμα της κυβέρνησης Τραμπ, οφείλει να δει την Ελλάδα όχι μόνο μέσα από τα φίλτρα της διπλωματίας, αλλά μέσα από τα αιτήματα του ίδιου του λαού της. Διότι η αληθινή στρατηγική σχέση δεν οικοδομείται ανάμεσα σε κυβερνήσεις που αλλάζουν, αλλά ανάμεσα σε έθνη που επιδιώκουν να διαμορφώσουν το μέλλον τους με ελευθερία και σεβασμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου