Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

Βασίλης Μπισμπίκης: Kάποιες φορές λέω ότι είμαι λίγος και άλλες Bρίσκω την αυτοπεποίθησή μου


 «Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι φίλος μου, τον αγαπάω πολύ και τον εκτιμώ. Με κάνει να νιώθω ασφαλής για να δώσω ό,τι καλύτερο μέσα μου. Κάθε σκηνή είναι πρόκληση, αλλά όταν δουλεύεις μαζί του, ακόμα και το ουίσκι που ανοίγουμε μετά τις πρόβες γίνεται δημιουργία»: ο Βασίλης Μπισμπίκης μιλά στο CNN Greece και στο Επί Σκηνής, για τη νέα ταινία του καταξιωμένου Έλληνα σκηνοθέτη «Σπασμένη Φλέβα», τη φιλία, την τέχνη, το στοίχημα του σινεμά και του θεάτρου και την αιώνια μαγεία της ανθρώπινης συνεργασίας.

Ο Βασίλης Μπισμπίκης επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με τη «Σπασμένη Φλέβα» του Γιάννη Οικονομίδη, σε μια συνεργασία που μοιάζει να κουβαλά το βάρος και την οικειότητα μιας σχέσης ζωής.

Δεν μιλήσαμε όμως μόνο για την Σπασμένη Φλέβα, είπαμε πολλά και σημαντικά για τον ίδιο, θέματα που τον απασχολούν και τον κάνουν να μπαίνει σε μία τροχιά αυτοκριτικής. Όταν τον ρωτήσαμε αν ποτέ αμφιβάλλει για τον εαυτό του και για την πορεία που διάλεξε, εκείνος απαντάει αφοπλιστικά:

«Περνάνε από το μυαλό μου όλα. Να τα παρατήσω, ότι είμαι ανίκανος, ότι είμαι λίγος, ότι δεν έχω ταλέντο. Άλλες φορές βρίσκω την αυτοπεποίθησή μου και είμαι καλός και το αντέχω, και το στομάχι μου είναι γερό και αντέχει όλη την κατάσταση που συμβαίνει — γιατί είναι δύσκολη δουλειά αυτό που κάνουμε. Αλλά αυτό που για μένα είναι αδιαπραγμάτευτο, ας το πούμε έτσι, είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Δηλαδή, στη ζωή μου είναι πολύ σημαντικό στοιχείο η δημιουργία και το θέατρο και ο κινηματογράφος — όταν γίνεται στα σωστά πλαίσια, όπως γίνεται με τον Γιάννη και με άλλους.»

Η φιλία τους με τον Γιάννη Οικονομίδη, όπως ο ίδιος λέει, είναι από εκείνες που «κουμπώνουν» χωρίς κόπο, γιατί στηρίζονται σε αμοιβαίο σεβασμό, κοινή αισθητική και μια σχεδόν σιωπηλή κατανόηση για το τι σημαίνει δημιουργία.

«Είμαστε φίλοι με τον Γιάννη. Γνωριζόμαστε κοντά 15 χρόνια τώρα. Είμαστε συνδημιουργοί με έναν τρόπο. Δουλέψαμε στην πρώτη ταινία, γνωριστήκαμε καλύτερα, γίναμε φίλοι, και ο Γιάννης πιστεύει σε αυτό το περιβάλλον. Δηλαδή, στις ταινίες χρησιμοποιεί τους φίλους, το στενό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται. Πολλές φορές μπορεί να σταματούσαμε μια πρόβα και να πίναμε ένα μπουκάλι ουίσκι και να καθόμασταν όλοι μαζί, όλη η παρέα, και να μιλούσαμε για την ταινία».


Δεν είναι τυχαίο πως το σενάριο γράφτηκε με εκείνον ήδη μέσα στο κάδρο – μια συνθήκη που τον ενεργοποίησε από την πρώτη στιγμή:

«Έχω την εντύπωση… όχι, δεν έχω την εντύπωση — είμαι σίγουρος — ότι όταν έγραψε αυτή την ταινία μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη, απ’ ό,τι είχε πει ο ίδιος δηλαδή, στο μυαλό του είχε εμένα από την αρχή. Οπότε, με έναν τρόπο, με είχε σκεφτεί ήδη. Ήταν μεγάλη τιμή αυτό για μένα», παραδέχεται, περιγράφοντας την αίσθηση ότι έμπαινε σε έναν κόσμο που είχε χτιστεί για εκείνον.

Ο Οικονομίδης, πιστός στον τρόπο εργασίας του, στήνει ξανά εκείνη την εξάμηνη διαδικασία προβών που πολλοί ηθοποιοί χαρακτηρίζουν «τελετουργία».


Για τον Μπισμπίκη όμως, αυτή η διαδικασία είναι ο αληθινός χώρος της δημιουργίας:

«Μπορείς να είσαι 100% μέσα… να βγάλεις όλο τον καλλιτεχνικό οίστρο που έχεις μέσα σου. Κάνει αρκετό καιρό πρόβες — κάνει έξι μήνες πρόβες — οπότε δημιουργεί ένα περιβάλλον τέτοιο που μπορείς να είσαι 100% μέσα, να κερδίσεις το στοίχημα, να προπονηθείς αρκετά για να έρθει το ‘’ρεκόρ’’ όταν θα γίνει η λήψη.», λέει, τονίζοντας πως οι πρόβες δεν είναι απλώς τεχνική προετοιμασία αλλά ένα αργό ξεγύμνωμα, όπου ο ηθοποιός αναγκάζεται να αφήσει πίσω του κάθε μηχανισμό άμυνας και να δουλέψει με κάτι πιο ωμό.

Μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή, υπήρξε μια σκηνή που τον συγκλόνισε περισσότερο από όλες – εκείνη που απαιτούσε να σωπάσει. Το μονοπλάνο με τη Μαρία Κεχαγιόγλου, μια σιωπηλή κατάθεση, τον οδήγησε σε ένα απροσδόκητο «ξεγύμνωμα»:

«Το να κάτσεις να αφουγκραστείς όλο αυτό το πράγμα… να ταπεινωθείς, να εξευτελιστείς, να μικρύνεις, να γίνεις τόσος», λέει, περιγράφοντας τη στιγμή που κατάλαβε ότι η σιωπή μπορεί να γίνει πιο αποκαλυπτική από οποιαδήποτε ατάκα.

Κι όμως, όσο απαιτητικός κι αν είναι ο κινηματογράφος, η ταυτότητά του παραμένει αμετακίνητη. Κάθε φορά, πίσω από κάθε ρόλο, πίσω από κάθε ρίσκο, υπάρχει το θέατρο — η πραγματική του ρίζα.

Πώς μπήκες σε αυτό το ταξίδι; Πώς και ήθελες ξανά να κάνεις μια ταινία με τον Γιάννη Οικονομίδη;


Βασίλης Μπισμπίκης: Κοίτα, με τον Γιάννη θέλω συνέχεια να κάνω ταινίες. Είναι φίλος μου, τον αγαπάω πολύ, τον εκτιμώ και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη. Σου δίνει το περιθώριο, μέσα σε αυτό το πράγμα που κάνει, να δημιουργείς· να δώσεις το 100%. Κάνει αρκετό καιρό πρόβες — κάνει έξι μήνες πρόβες — οπότε δημιουργεί ένα περιβάλλον τέτοιο που μπορείς να είσαι 100% μέσα, να κερδίσεις το στοίχημα, να προπονηθείς αρκετά για να έρθει το ‘’ρεκόρ’’ όταν θα γίνει η λήψη. Σε κάνει να είσαι ελεύθερος, να είσαι δουλεμένος, να βγάλεις όλο το καλλιτεχνικό οίστρο που έχεις μέσα σου για να το «φορέσεις» πάνω στην ταινία.. Ήμουν σε μια γωνία από σκηνή σε σκηνή για να δω τι θα γίνει, πού θα πάει ο ήρωας, τι θα κάνει. Ήταν τρομερό δηλαδή σε τι αναμονή βρισκόμουν να δω τι θα κάνει ο χαρακτήρας μου, πως θα γυρίσει το φύλλο, πώς θα το κάνει όλο αυτό το πράγμα. Οπότε έφυγε όλο το σενάριο που διάβασα έτσι. Είναι μια τραγωδία στο τέλος, αλλά έμεινα εκστασιασμένος από αυτό που είχα διαβάσει. Είναι όνειρο για οποιονδήποτε καλλιτέχνη να μπει και να προσπαθήσει να ερμηνεύσει αυτόν τον ήρωα, τον Θωμά Αλεξόπουλο, γιατί είναι τόσες πολλές οι αντιφάσεις, είναι τόσες οι συναισθηματικές αλλαγές που υπάρχουν μέσα στον ήρωα. Όλα αυτά για έναν ηθοποιό είναι καθαρή πρόκληση. Και σε μια ταινία που από τις 90 σκηνές, στις 85 είναι μέσα… η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Το βάρος είναι μεγαλύτερο για τον ηθοποιό, γιατί ξέρει ότι όλη η ταινία με έναν τρόπο είναι απάνω του. Δηλαδή το στοίχημα βρίσκεται εκεί. Ενθουσιάστηκα όταν μου το πρότεινε και διάβασα το σενάριο και ήμουν πάρα πολύ χαρούμενος και ευτυχισμένος που θα συνεργαζόμουν πάλι με τον Γιάννη.


Ποια ήταν για σένα η πιο απαιτητική σκηνή στην ταινία και πώς την προσέγγισες εσωτερικά και τεχνικά.


Βασίλης Μπισμπίκης: Κοίτα, κάθε σκηνή έχει τις δυσκολίες της. Κάθε σκηνή χρειάζεται μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου. Χρειάζεται κάτι που πρέπει εσωτερικά να το δώσεις, και τεχνικά μετά έρχεται μόνο του. Αλλά πρώτα πρέπει να την ερευνήσεις, να τη βρεις, να βρεις μια εκδοχή δική σου μέσα. Η δύσκολη σκηνή, ας πούμε, είναι αυτή που δεν μιλάω. Είναι η σκηνή με τη Μαρία Κεχαγιόγλου, που είναι αυτό το μονοπλάνο, αυτός ο μονόλογος που πρέπει να ακούσω — και πρέπει να ακούσω καλά αυτό που μου λέει, γιατί εγώ δεν μιλάω σε αυτή τη σκηνή. Και είναι ένας μεγάλος μονόλογος. Και εκεί, όταν δεν έχεις να πεις κάτι, είναι ακόμα πιο δύσκολο. Γιατί έχεις πατήματα όταν μιλάς, όταν αντιδράς σε κάτι. Αλλά το να κάτσεις να αφουγκραστείς όλο αυτό το πράγμα, να το «φας», να ταπεινωθείς, να εξευτελιστείς, να μικρύνεις, να γίνεις τόσος από όλο αυτό… και εσωτερικά να το νιώσεις αυτό, και τεχνικά πώς γίνεται — γιατί κατά βάση είμαι κι ένας άνθρωπος πληθωρικός, το σώμα μου είναι μεγάλο — πώς μπορεί να μικρύνει αυτό το σώμα. Ήταν δύσκολο και απαιτητικό πολύ. Και εν τέλει νομίζω πως το καταφέραμε. Αλλά ήταν δύσκολη η σκηνή, πολύ δύσκολη.

«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό… η ζωή μου είναι η δημιουργία και το θέατρο», σημειώνει, θυμίζοντας πως η ομάδα Καρτέλ, την οποία έχει χτίσει από το 2013, είναι ο πυρήνας όπου επιστρέφει για να ισορροπήσει. Ένας χώρος που λειτουργεί πια σαν οικογένεια, με κοινό κώδικα, κοινή γλώσσα και κοινή φιλοδοξία: να δημιουργούν αληθινά, ακόμη κι όταν αυτό σημαίνει υπέρβαση των ορίων.


Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Βασίλη Μπισμπίκη:

Λοιπόν, ξεκινάμε από τη Σπασμένη Φλέβα. Πώς προτάθηκε σε εσένα αυτός ο ρόλος και τι σε έκανε να πεις αμέσως «ναι»; Ξέρουμε ότι έχεις παίξει και σε άλλη ταινία του Γιάννη. Τι σε τραβάει στον Γιάννη Οικονομίδη;

Βασίλης Μπισμπίκης: Είμαστε φίλοι με τον Γιάννη. Γνωριζόμαστε κοντά 15 χρόνια τώρα. Είμαστε συνδημιουργοί με έναν τρόπο. Δουλέψαμε στην πρώτη ταινία, γνωριστήκαμε καλύτερα, γίναμε φίλοι, και ο Γιάννης πιστεύει σε αυτό το περιβάλλον. Δηλαδή, στις ταινίες χρησιμοποιεί τους φίλους, το στενό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται, ας πούμε. Έχω την εντύπωση… όχι, δεν έχω την εντύπωση — είμαι σίγουρος — ότι όταν έγραψε αυτή την ταινία μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη, απ’ ό,τι είχε πει ο ίδιος δηλαδή, στο μυαλό του είχε εμένα από την αρχή. Οπότε, με έναν τρόπο, με είχε σκεφτεί ήδη.

Ο Οικονομίδης ξέρουμε ότι έχει δυνατή κινηματογραφική γλώσσα. Πώς είναι η συνεργασία μαζί του στο πλατό; Ξέρω ότι σας βάζει μέσα στο κλίμα με τον τρόπο του — γιατί αυτή είναι και η δουλειά του σκηνοθέτη — αλλά ο Οικονομίδης έχει έναν δικό του τρόπο. Πες μας αν θυμάσαι κάποιο σκηνικό που σου έχει μείνει από το γύρισμα της ταινίας ή, γενικά, πώς το καταφέρνει αυτό ο Γιάννης Οικονομίδης. Υπήρξαν εντάσεις στις πρόβες;


Βασίλης Μπισμπίκης: Ο Γιάννης είναι ένας άνθρωπος που προσεγγίζει με πολύ ευγένεια και με τάκτ τους ηθοποιούς. Τους αγκαλιάζει. Τους αγαπάει πάρα πολύ. Σε κάνει συνδημιουργό. Αν το κείμενο δεν ταιριάζει σε κάποιον, το αλλάζει. Υπάρχει ένας καμβάς στο κείμενο, αλλά αφήνει το περιθώριο στους ηθοποιούς να βάλουν και το δικό τους πράγμα μέσα στην ταινία. Όμως, σε αυτή την ταινία που κάναμε τώρα, δεν υπήρχαν εντάσεις. Ήταν σαν κάτι να πήγαινε πολύ ομαλά. Υπήρχε πολύς κόπος, πολύς πόνος για τη δουλειά, πολλές ώρες εργασίας, πολύ πρόβα, μια κοπιαστική και πνευματικά δύσκολη διαδικασία. Δεν υπήρχαν όμως εντάσεις ούτε στα γυρίσματα. Έφυγε σαν νερό. Τώρα, μια στιγμή που θυμάμαι… θα σου πω μόνο ωραία πράγματα. Δεν έχω να σου πω κάτι που να ήταν ζόρικο, γιατί με όλες τις σκηνές ζοριστήκαμε. Εγώ θα πω ότι πολλές φορές μπορεί να κόβαμε μια πρόβα και να πίναμε ένα μπουκάλι ουίσκι και να καθόμασταν όλοι μαζί, όλη η παρέα, και να συζητάγαμε για την ταινία. Αυτές οι στιγμές, οι σχέσεις με τους ανθρώπους που φτιάχνεις εκείνη τη στιγμή — που είναι παραπάνω και από την ταινία καμιά φορά. Δηλαδή, το πώς… Τι μένει στο τέλος από όλο αυτό. Δεν θα θυμηθείς ποτέ “έκανα μια ερμηνεία τότε σε μια παράσταση που έπαιζα το Ματωμένο Γάμο”. Θα θυμηθείς κάποιες σχέσεις που έχεις φτιάξει με κάποιους ανθρώπους. Υπήρξαν κάποιες στιγμές μοναδικές, σχέσεων πραγματικών με τους ανθρώπους που ήταν μέσα στην ταινία.

Έχεις μια μακριά πορεία στην τηλεόραση και στο θέατρο. Ποιο έργο ή ρόλος σου άφησε την πιο βαθιά σφραγίδα του και γιατί; Και τελικά, πώς επιλέγεις να κάνεις ένα project; Με τι κριτήριο;


Βασίλης Μπισμπίκης: Κοίτα, αυτό που άφησε το μεγαλύτερο αποτύπωμα — και σαν σκηνοθέτης και σαν ηθοποιός και σαν παράσταση — τα τελευταία 7–8 χρόνια, είναι η παράσταση Άνθρωποι και Ποντίκια του Στάινμπεκ. Αυτό το έργο είχε τρομερή επίδραση στο κοινό. Ένα έργο του 1937 που το μεταφέραμε στην εποχή του τώρα, μέσα σε κάποιες μάντρες ανακύκλωσης, και αυτούς τους αόρατους ανθρώπους τους κάναμε ορατούς. Ο τρόπος που επιλέγω ένα έργο έχει πάντα να κάνει με το θέμα που με απασχολεί. Στο Άνθρωποι και Ποντίκια, αυτό που με απασχολούσε πάρα πολύ εκείνη την περίοδο ήταν η φιλία. Οπότε έψαχνα ένα έργο που, με όχημα το έργο, θα μπορούσα να μιλήσω για αυτό.Το Άνθρωποι και Ποντίκια είναι ένα τέτοιο έργο γιατί μας δείχνει τις σχέσεις αυτών των δύο φίλων — του Λένι με τον Τζορτζ. Γιατί αξιακά η φιλία είναι πολύ ψηλά για μένα. Εκείνο τον καιρό, λόγω μιας προδοσίας, ήθελα να μιλήσω για αυτό το θέμα. Αυτός είναι ο σημαντικότερος λόγος. Όπως τώρα έχουμε επιλέξει το θέμα που μας απασχολεί: όλη αυτή η άσκοπη βία που συμβαίνει γενικότερα γύρω μας — που ξεκινάει από τα πάρκα και έχει να κάνει με ανήλικα παιδιά στα πάρκα, για το πώς σκοτώνονται, μαχαιρώνονται χωρίς λόγο, άσκοπα τελείως, χωρίς νόημα. Και διαλέξαμε το Saved της Έντα Μποντ — ένα έργο που είναι ο προθάλαμος του New Face Theater· μετά στηρίχτηκαν πάνω του και οι Σάρα Κέιν και άλλοι. Ανέβηκε το 1965 στο Λονδίνο και απαγορεύτηκε γιατί είχε μια σκηνή που είναι κομβική αλλά πάρα πολύ σκληρή και δεν την άντεχε το κοινό. Και επιλέξαμε αυτό το έργο για να μιλήσουμε ακριβώς για αυτό: πώς υπάρχει αυτή η άσκοπη βία· να μιλήσει στα νέα παιδιά· αν έχει αγριέψει ή όχι η κατάσταση.

Τον Έλληνα πώς τον βλέπεις; Θα μπορέσει ποτέ να γίνει «κουλτουριάρης» ποτέ; Θα μπορέσει να έχει άποψη για το θέατρο, το σινεμά; Ή θα μείνει πάντα ο κλασικός Έλληνας που ξέρουμε, που δεν καταλαβαίνει και πολλά πράγματα;

Βασίλης Μπισμπίκης: Όχι, εγώ είμαι αισιόδοξος γενικά. Είμαι…απαισιόδοξα αισιόδοξος, ας το πούμε έτσι. Πιστεύω ότι παιδεύεται. Δηλαδή, η παιδεία σε σχέση με τις τέχνες ωριμάζει με έναν τρόπο στην Ελλάδα. Βλέπω ότι υπάρχει κοινό. Βλέπω ότι τα θέατρα είναι γεμάτα αυτή τη στιγμή. Βλέπω ότι και ο ελληνικός κινηματογράφος πάει καλά. Άρα κουλτούρα, ναι — με την έννοια της καλλιέργειας του ανθρώπου. Γιατί κουλτούρα τι είναι; Θέλω να πω ότι ναι, καλλιεργούνται οι άνθρωποι. Υπάρχει ένα κομμάτι πολύ μεγάλο που καλλιεργείται. Υπάρχουν και κάποια άλλα κομμάτια που τραβάνε έναν άλλον δρόμο. Αλλά σίγουρα υπάρχει ένα κομμάτι μεγάλο που αντιστέκεται σε όλο αυτό που συμβαίνει — που είναι λίγο νοσηρό, άσχημο — και πάει σε έναν άλλο δρόμο.

Πόσο υπεύθυνος πιστεύεις ότι είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης για τη δική του ζωή στα κοινωνικά δίκτυα και εκτός κοινωνικών δικτύων; Εσύ γενικά τι σχέση έχεις με όλα αυτά; Μπαίνεις στο Instagram, στο Facebook; Τα απεχθάνεσαι; Τα αγαπάς;

Βασίλης Μπισμπίκης: Έχω μόνο Instagram. Δεν έχω ούτε Facebook ούτε κάτι άλλο. Μέσα στο Instagram ανεβάζω μόνο ό,τι έχει να κάνει με την παράσταση και κάποιες φωτογραφίες που έχουν να κάνουν με τη σχέση μου τη Δέσποινα, με ιδέες μου, με κάποια στιγμιότυπα της ζωής μου που για μένα μπορεί να είναι σημαντικά. Δεν έχω παραπάνω σχέση με την τεχνολογία. Γενικότερα δεν τα πάω πολύ καλά ούτε με τα social media ούτε με όλη αυτή την κατάσταση. Το λειτουργώ μόνο ως όχημα επαγγελματικό.


Έχεις νιώσει ποτέ ότι είσαι στο γύρισμα και λες: «Ρε φίλε, τι κάνω εγώ εδώ πέρα; Είναι πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα»; Ή έχεις νιώσει να λες ότι «αυτό είναι που θέλω να κάνω στη ζωή μου»; Κατάλαβες; Έχεις συναισθήματα ακραία στα γυρίσματα;

Βασίλης Μπισμπίκης: Ναι. Έχω όλα αυτά που είπες. Περνάνε από το μυαλό μου όλα. Να τα παρατήσω, ότι είμαι ανίκανος, ότι είμαι λίγος, ότι δεν έχω ταλέντο. Άλλες φορές βρίσκω την αυτοπεποίθησή μου και είμαι καλός και το αντέχω, και το στομάχι μου είναι γερό και αντέχει όλη την κατάσταση που συμβαίνει — γιατί είναι δύσκολη δουλειά αυτό που κάνουμε. Αλλά αυτό που για μένα είναι αδιαπραγμάτευτο, ας το πούμε έτσι, είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Δηλαδή, στη ζωή μου είναι πολύ σημαντικό στοιχείο η δημιουργία και το θέατρο και ο κινηματογράφος — όταν γίνεται στα σωστά πλαίσια, όπως γίνεται με τον Γιάννη και με άλλους. Και η τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι περισσότερο για οικονομικούς λόγους, αλλά και εκεί, όταν γίνεται κάτι σωστά, έχει νόημα. Δεν θα μπορούσα να το αφήσω. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς την τέχνη του θεάτρου, την υποκριτική.

Τι είναι αυτό που προτιμάς; Είναι το σινεμά; Είναι το θέατρο; Είναι η τηλεόραση; Τι σε φέρνει πιο κοντά στην ψυχή σου, πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά πιστεύεις ότι είσαι;

Βασίλης Μπισμπίκης: Το θέατρο. Είναι καθαρό για μένα. Για αυτόν τον λόγο δημιουργήσαμε και το Καρτέλ — αυτή την ομάδα που είμαστε από το 2013 μέχρι τώρα, που έχουμε πια ζυμωθεί μεταξύ μας, έχουμε φτιάξει μια επικοινωνία με τους ανθρώπους που είναι εδώ μέσα. Μπορούμε και δημιουργούμε πιο εύκολα γιατί υπάρχει ένας κώδικας που έχει φτιαχτεί. Το θέατρο είναι αυτό που είναι η ζωή· είναι ζωντανό. Είναι ένα κομμάτι που επικοινωνεί άμεσα με το κοινό, και με έναν τρόπο οι πρόβες και οι παραστάσεις και όλα αυτά είναι ένα παιχνίδι που μας κάνει πάλι παιδιά. Μπορεί να είναι ένα σοβαρό παιχνίδι — είναι επάγγελμα, είμαστε επαγγελματίες, έχει αυστηρά πλαίσια — αλλά δεν παύει να είναι παιχνίδι. Είναι σαν να ξεφεύγουμε λίγο από την πραγματικότητα και να μπαίνουμε σε άλλους κόσμους και να γινόμαστε παιδιά και να παίζουμε. Και αυτό για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό.

Μίλησες πριν για τη φιλία. Κατάλαβα ότι για σένα είναι κάτι πολύ σημαντικό. Την φιλία, την πίστη, την αγάπη — πιστεύεις ότι η τέχνη που κάνεις στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση, μπορεί να διδάξει στον θεατή αυτά τα πράγματα;

Βασίλης Μπισμπίκης: Κοίτα, έστω κι ένας άνθρωπος να φύγει από το θέατρο και να έχει γίνει μια μεταστροφή μέσα του — γιατί μιλάω για τη δουλειά μας, είτε θέατρο είτε κινηματογράφο — είναι πολύ σημαντικό. Αν κάτι έχει εμβολίσει μέσα στην ψυχή του, έχει αλλάξει, έχει στρίψει προς το καλύτερο, έστω κι ένας θεατής, είναι καλό. Δύσκολο είναι — πάρα πολύ δύσκολο. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό που έλεγε κάποτε ο Γκροτόφσκι — ένας Πολωνός, πολύ σημαντικός σκηνοθέτης και θεωρητικός: Όλοι το Σάββατο πάνε να δουν την Αντιγόνη. Πανε στο θέατρο, φοράνε τα καλά τους, πάνε να δουν την Αντιγόνη που μάχεται την εξουσία, τον Κρέοντα. Ταυτίζονται με την Αντιγόνη, γίνονται Αντιγόνες, χειροκροτάνε την Αντιγόνη, μισούνε τον Κρέοντα…Και με το που βγαίνουν έξω από το θέατρο, γίνονται Κρέοντες. Είναι δύσκολο. Δεν μπορεί να δημιουργήσει καμιά επανάσταση, ας το πούμε έτσι, το θέατρο. Αλλά έστω κι έναν να εμβολίσει, είναι πολύ σημαντικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

.

.

Δημοφιλείς αναρτήσεις