Στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου η αίσθηση ενός αόρατου πολέμου γίνεται πλέον καθημερινή πραγματικότητα. Τα συμπτώματα είναι παντού γύρω μας: κυβερνήσεις που διολισθαίνουν σε πολιτικές αυταρχισμού, θεσμοί που αποσαθρώνονται σιωπηλά, κοινωνίες που βυθίζονται σε μια πρωτοφανή ηθική και οικονομική παρακμή. Το πιο ανησυχητικό, όμως, δεν είναι η ίδια η παρακμή· είναι η υποψία ότι τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει τυχαία.
Η υγειονομική περίθαλψη, κάποτε υπερηφάνεια των ανεπτυγμένων χωρών, μετατρέπεται με ρυθμούς επιτάχυνσης σε ένα σύστημα που μοιάζει ολοένα και περισσότερο με τα καταρρέοντα νοσοκομεία περασμένων αιώνων. Οι καθυστερήσεις στη φροντίδα, η έλλειψη προσωπικού και η αποσύνδεση της ιατρικής από την ανθρώπινη φροντίδα οδηγούν σε χιλιάδες θανάτους που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. Γιατροί και νοσηλευτές παραιτούνται υπό το βάρος ενός συστήματος που πλέον μοιάζει να λειτουργεί όχι για τον ασθενή, αλλά για να συντηρεί γραφειοκρατικά και οικονομικά συμφέροντα.
Ο δυτικός πολίτης αντιλαμβάνεται ότι το ιατρικό κατεστημένο δεν λειτουργεί πλέον ως καταφύγιο ζωής αλλά ως μια τεράστια μηχανή που τροφοδοτείται από τη φαρμακοβιομηχανία. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από συμβούλια και εταιρικά δίκτυα, όχι από γιατρούς που γνωρίζουν τον ασθενή με το όνομά του. Η πίστη ότι η ιατρική υπηρετεί τον άνθρωπο έχει υποχωρήσει· στη θέση της έχει αναδειχθεί η κυνική διαπίστωση ότι ο άνθρωπος εξυπηρετεί την αγορά της υγείας.
Τα νοσοκομεία, κάποτε σύμβολα εμπιστοσύνης, γίνονται σημεία υψηλού κινδύνου για ηλικιωμένους και ευάλωτους ασθενείς. Χρόνιες παθήσεις παραμελούνται, εξετάσεις καθυστερούν μήνες, κρίσιμα τμήματα υπολειτουργούν. Η κατάσταση θυμίζει περισσότερο κοινωνία που οπισθοχωρεί, παρά πολιτισμό που εξελίσσεται. Και όμως, τα ερωτήματα σπανίως τίθενται. Κανείς δεν ζητά εξηγήσεις για το πώς φτάσαμε ως εδώ· η σιωπή μοιάζει με κοινή γραμμή.
Παράλληλα, η εκπαίδευση –θεμέλιο κάθε δημοκρατίας– μετατρέπεται από εργαλείο καλλιέργειας σκέψης σε μηχανισμό συμμόρφωσης. Αντί για κριτική σκέψη, οι νέες γενιές μαθαίνουν να αποδέχονται έτοιμες αφηγήσεις. Ο εκπαιδευτικός δεν καλείται πια να μορφώσει· καλείται να μεταδώσει πολιτικά και ιδεολογικά πακέτα. Οι μαθητές και οι φοιτητές αποθαρρύνονται συστηματικά από το να αμφισβητούν, να ρωτούν, να αμφιβάλλουν. Στα πανεπιστήμια, κάθε απόπειρα ουσιαστικού διαλόγου καταπνίγεται από την κουλτούρα της λογοκρισίας. Το αποτέλεσμα είναι γενιές ανθρώπων εξοικειωμένων με την υποταγή.
Την ίδια στιγμή, οι δυτικές οικονομίες μοιάζουν να οδηγούνται σε ελεγχόμενη κατάρρευση. Εταιρείες κλείνουν κατά χιλιάδες, η μεσαία τάξη διαλύεται, οι μικρές επιχειρήσεις ασφυκτιούν. Οι επίσημες εξηγήσεις μιλούν για κρίσεις, ενεργειακές αστάθειες, διεθνείς συγκυρίες. Όμως πολλοί πολίτες αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται δεν είναι απλώς λανθασμένες, αλλά ακατανόητα αυτοκαταστροφικές. Είναι άραγε δυνατόν τόσες κυβερνήσεις να κάνουν διαχρονικά τα ίδια «λάθη»; Ή μήπως τα αποτελέσματα αυτά είναι μέρος ενός μοντέλου που επιδιώκει να φέρει την κοινωνία σε σημείο εξάρτησης;
Παράλληλα, το κόστος ζωής απογειώνεται. Οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν συνεχώς, ενώ η ποιότητα τους πέφτει. Τα προϊόντα είναι γεμάτα πρόσθετα, ενισχυτικά, ουσίες που προκαλούν ερωτηματικά. Οι αγρότες, μια από τις τελευταίες εναπομείνασες ομάδες που κρατούν ζωντανή την παραγωγή τροφής, βρίσκονται υπό διαρκή πίεση. Κι ενώ οι κυβερνήσεις διακηρύσσουν τη σημασία της αυτάρκειας, οι πολιτικές τους συστηματικά υπονομεύουν αυτούς που την παράγουν.
Στην κορυφή όλων αυτών δεσπόζει η ενεργειακή κρίση. Με πολιτικές που μοιάζουν σχεδιασμένες όχι για τη σταθεροποίηση, αλλά για την απορρύθμιση της αγοράς, τα κράτη οδηγούν τους πολίτες σε οικονομικούς αδιεξόδους. Κάθε αύξηση στην τιμή ενέργειας μεταφράζεται σε κύμα ακρίβειας σε όλα τα προϊόντα. Η υπόσχεση της «πράσινης μετάβασης» μετατρέπεται σε βάρος που δεν μπορούν να αντέξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και η εντύπωση που δημιουργείται είναι ότι όλα συμβαίνουν με έναν τρόπο που θυμίζει περισσότερο στρατηγική τεχνητής πίεσης παρά τυχαίο σύμπτωμα.
Στο διεθνές σκηνικό, η Ευρώπη μοιάζει να κινείται σταθερά προς μια νέα εσωτερική σύγκρουση. Κάθε συζήτηση περί ειρήνης αποσιωπάται, κάθε φωνή που ζητά αποκλιμάκωση παρουσιάζεται ως ακραία. Οι ηγεσίες φαίνεται να προτιμούν την παράταση μιας σύγκρουσης που έχει εξαντλήσει οικονομίες και κοινωνίες, παρά μια αναζήτηση λύσης που δεν εξυπηρετεί τα γεωπολιτικά παιχνίδια των ισχυρών. Το αποτέλεσμα είναι μια Ευρώπη που σπρώχνει τον εαυτό της σε οικονομική και ενεργειακή εξάντληση, ενώ η καθημερινότητα των πολιτών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.
Σε αυτό το περιβάλλον, η ελευθερία του λόγου περιορίζεται δραματικά. Οι πλατφόρμες λογοκρίνουν, οι κυβερνήσεις επιβάλλουν περιορισμούς στο όνομα της προστασίας από την παραπληροφόρηση, ενώ το απλό δικαίωμα να εκφράζεται κάποιος χωρίς να στιγματίζεται έχει γίνει πλέον προνόμιο. Στοχοποιήσεις, διαγραφές, διώξεις γνώμης· όλα αυτά συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα στην οποία η διαφωνία αντιμετωπίζεται όχι ως αναγκαίο στοιχείο της δημοκρατίας αλλά ως απειλή.
Η ίδια λογική επεκτείνεται και σε τομείς όπου κάποτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θεωρούνταν αδιαπραγμάτευτη. Η συζήτηση για την ευθανασία προχωρά χωρίς ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, ενώ νομοθεσίες για «ιατρικώς υποβοηθούμενο θάνατο» πολλαπλασιάζονται. Η αίσθηση ότι οι πιο ευάλωτοι οδηγούνται σε επιλογές απελπισίας, αντί να προστατεύονται, προκαλεί ανατριχίλα. Και όμως, το θέμα συχνά περνά με ελάχιστη αντίσταση, σαν να αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην «πρόοδο».
Η κοινωνική συνοχή δέχεται πιέσεις και από το μεταναστευτικό φαινόμενο, ιδιαίτερα σε χώρες όπου η άφιξη νέων πληθυσμών γίνεται με ρυθμούς που ξεπερνούν τις δυνατότητες ένταξης. Στη δημόσια συζήτηση, όποιος επισημαίνει τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, στη στέγαση, στην κοινωνική συνοχή ή στις υποδομές, χαρακτηρίζεται συχνά ακραίος. Όμως η πραγματικότητα σε πολλές πόλεις δείχνει ότι οι κοινωνίες αλλάζουν ταχύτερα από όσο μπορούν να το αντέξουν. Η πίεση έχει γίνει ήδη ορατή: δημόσιες υπηρεσίες υπερφορτωμένες, υγειονομικό σύστημα κορεσμένο, τοπικές κοινότητες σε διαρκή ένταση.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι πολιτικές ηγεσίες δείχνουν όλο και πιο αποκομμένες από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Τα σκάνδαλα, οι παραβιάσεις κανόνων, η αλαζονεία και η ατιμωρησία δημιουργούν μια αίσθηση ότι οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούν σε κανέναν και λειτουργούν με έναν απώτερο στόχο που δεν συμπεριλαμβάνει το καλό των κοινωνιών που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Ο κυνισμός αυτός ενισχύει την αίσθηση ότι η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα κακής διαχείρισης αλλά προϊόν συγκεκριμένου σχεδιασμού.
Κι όμως, παρά όλα αυτά, η μεγαλύτερη απειλή μπορεί να μην είναι οι αποφάσεις των κυβερνήσεων αλλά η σιωπή της κοινωνίας. Η απάθεια, η αποδοχή, η παραίτηση. Η συνήθεια να θεωρείται «πιο εύκολο» να μην αντιδρά κανείς. Η πεποίθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει». Σε αυτή την αδράνεια πατά κάθε μορφή εξουσίας που επιδιώκει να περιορίσει την ελευθερία. Όσο η πλειοψηφία κλείνει τα μάτια, τόσο η πραγματικότητα επιδεινώνεται. Κι όταν η συνειδητοποίηση φτάσει, συχνά είναι ήδη αργά.
Ο κόσμος αλλάζει με ρυθμούς που κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει πριν από μια δεκαετία. Οι θεσμοί που οικοδόμησαν τη μεταπολεμική σταθερότητα αποσαθρώνονται· οι κοινωνίες γίνονται πιο εύθραυστες· τα δικαιώματα που θεωρούνταν δεδομένα περιορίζονται σταδιακά. Μπροστά σε αυτή την εικόνα, η ερώτηση δεν είναι ποιος ευθύνεται, αλλά γιατί η σιωπηλή πλειοψηφία αποδέχεται παθητικά την ανατροπή του κόσμου όπως τον γνωρίζει.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι κοινωνίες δεν καταρρέουν από τις ενέργειες των λίγων που επιδιώκουν την εξουσία αλλά από την αδράνεια των πολλών που αρνούνται να την αμφισβητήσουν. Αν κάτι διδάσκει η εποχή μας, είναι ότι η ελευθερία δεν χάνεται ποτέ απότομα· χάνεται σταδιακά, βήμα βήμα, με μικρές παραχωρήσεις που μοιάζουν αδιάφορες. Και όταν πλέον διαπιστώσουμε το εύρος της απώλειας, συχνά είναι πολύ αργά για να ανακτηθεί.
Ο κόσμος αλλάζει, αλλά η ευθύνη για το πώς θα αλλάξει δεν ανήκει μόνο σε κυβερνήσεις, θεσμούς ή κέντρα ισχύος. Ανήκει πρωτίστως στους πολίτες που αποφασίζουν αν θα υπερασπιστούν αυτό που κάποτε θεωρούσαν αυτονόητο. Γιατί, όπως αποδεικνύει η σημερινή πραγματικότητα, εκείνος που παραιτείται από το δικαίωμα να σκέφτεται μόνος του, παραιτείται τελικά από το δικαίωμα να ζει ελεύθερα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου